Σε μια στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου συνεχίζουν την ελεύθερη πτώση τους και η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προβλέπει πως στη διάρκεια του 2016 θα μειωθεί κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα η παραγωγή πετρελαίου εκτός ΟΠΕΚ, οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να άρουν την απαγόρευση στις εξαγωγές αμερικανικού αργού μετά τη συμφωνία στην οποία κατέληξε χθες το Κογκρέσο
Σε μια στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου συνεχίζουν την ελεύθερη πτώση τους και η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προβλέπει πως στη διάρκεια του 2016 θα μειωθεί κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα η παραγωγή πετρελαίου εκτός ΟΠΕΚ, οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να άρουν την απαγόρευση στις εξαγωγές αμερικανικού αργού μετά τη συμφωνία στην οποία κατέληξε χθες το Κογκρέσο. Απολίθωμα ουσιαστικά της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του 1970, η απαγόρευση στις εξαγωγές αμερικανικού πετρελαίου ισχύει από το 1975 αλλά έχει ατύπως χαλαρώσει τα τελευταία χρόνια.

Από το 2008 ώς σήμερα έχουν εννεαπλασιασθεί οι εξαγωγές αμερικανικού αργού στον Καναδά και εγγίζουν τα 400.000 βαρέλια την ημέρα. Ακόμη και ύστερα από αυτήν την αύξηση όμως, οι εξαγωγές αυτές δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνον το 3,8% της καθημερινής παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ. Η απαγόρευση έχει, πάντως, βρεθεί προ πολλού στο στόχαστρο της αμερικανικής πετρελαϊκής βιομηχανίας, με εταιρείες όπως οι Continental Resources και ConocoPhillips να ασκούν πιέσεις στο Κογκρέσο εδώ και δύο χρόνια υποστηρίζοντας ότι η άρση της θα εξαλείψει τις στρεβλώσεις στην αγορά, θα δώσει ώθηση στην αμερικανική οικονομία και θα ενισχύσει την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Προβλέποντας πως θα επιτύχουν τον στόχο τους, πολλές ενεργειακές, όπως η Enterprise Products Partners LP, έχουν προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις ώστε να αναβαθμίσουν τη δυνατότητά τους να εξάγουν πετρέλαιο από τερματικούς σταθμούς στο Τέξας. Παράλληλα, η Enbridge Energy Partners LP, που έχει έδρα στον Καναδά, σχεδιάζει δαπάνες ύψους 5 δισ. δολαρίων για την κατασκευή τριών νέων τερματικών σταθμών ανάμεσα στο Χιούστον και τη Νέα Ορλεάνη.

Εχουν, ωστόσο, ταχθεί κατά της άρσης της απαγόρευσης ορισμένα αμερικανικά διυλιστήρια που υποστηρίζουν πως θα πληγούν αν αρχίσει να εξάγεται στο εξωτερικό το αμερικανικό πετρέλαιο και προειδοποιούν για ενδεχόμενη αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές. Δεδομένου ότι οι Δημοκρατικοί έχουν υποστηρίξει τα αιτήματά τους, το σχετικό νομοσχέδιο προβλέπει παράλληλα αλλαγές σε υφιστάμενο φόρο στην εγχώρια μεταποίηση που θα αποβαίνει εις όφελος των ανεξάρτητων διυλιστηρίων.

Εξάλλου, είναι γεγονός ότι, χάρη στην τεχνολογία της υδραυλικής ρηγμάτωσης που έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 90% από τον Αύγουστο του 2008 με αποτέλεσμα να έχουν μειωθεί οι τιμές της βενζίνης στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009. Ηταν, άλλωστε, η πτώση της τιμής του πετρελαίου κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι που έθεσε την άρση της απαγόρευσης στις προτεραιότητες των Ρεπουμπλικανών.

Θεωρητικά η συμφωνία για την άρση της απαγόρευσης βρίσκεται σε εκκρεμότητα καθώς δεν την έχουν υπογράψει οι Δημοκρατικοί, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προβάλει βέτο στην άρση της απαγόρευσης. Αναμένεται, ωστόσο, πως ο Αμερικανός πρόεδρος θα υπογράψει το συνολικό σχέδιο προϋπολογισμού στο οποίο εντάσσεται η άρση της απαγόρευσης μαζί με τις αυξήσεις δαπανών για την άμυνα και για μια σειρά άλλων προγραμμάτων. Μολονότι η σχετική συμφωνία προβλέπει, παράλληλα, σειρά μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος και την αυξημένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που έχουν προωθήσει οι Δημοκρατικοί, αποτελεί θρίαμβο της πετρελαϊκής βιομηχανίας δεδομένου ότι συνάπτεται μόλις λίγες ημέρες μετά τη διεθνή συμφωνία για τη μείωση των ρύπων από το πετρέλαιο και γενικώς τα ορυκτά καύσιμα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις κύκλων της πετρελαϊκής βιομηχανίας, από τις εξαγωγές αμερικανικού αργού οι ΗΠΑ θα αντλούν 15 δισ. δολάρια ετησίως, αρχής γενομένης από το 2017. Σύμφωνα, πάντως, με παράγοντες της αγοράς, οι χαμηλές τιμές του «μαύρου χρυσού» μπορεί να περιορίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει η άρση της απαγόρευσης καθώς η παγκόσμια αγορά έχει κατακλυσθεί από πλεόνασμα προσφοράς και ήδη πολλές αμερικανικές πετρελαϊκές έχουν περιορίσει τις εξορύξεις.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")