Ευχάριστη έκπληξη στο κατά τα άλλα καταθλιπτικό οικονομικό τοπίο, αποτελεί η ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος την περασμένη εβδομάδα (19/2) περί ισοσκελισμού του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Εξέλιξη που πρωτίστως αντανακλά την μείωση του κόστους εισαγωγής καυσίμων, της επίδρασης των
capital
controls, που έδρασε ως φρένο στην εισαγωγή αγαθών το Β’ εξάμηνο του 2015 και ασφαλώς στην ανοδική πορεία των εξαγωγών, η οποία αν και οριακή (+3.1%) συνδυαζόμενη όμως με την εντυπωσιακή αύξηση των εισπράξεων από τουριστικές υπηρεσίες (+6.0%), επέδρασε απόλυτα θετικά στην μείωση του ελλείμματος.
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της ΤτΕ, αυτό μειώθηκε ουσιαστικά αφού από -29.37 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009, οπότε ξεκίνησε η κρίση, κατέβηκε στα – 7.5 εκατομμύρια ευρώ το 2015!
Αναλυτικότερα, το 2015 έκλεισε με μικρό έλλειμμα μόλις 7,5 εκατομμύρια ευρώ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έναντι ελλείμματος ύψους 3,8 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2014, 3,7 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2013 και 29,3 δισεκατομμύρια ευρώ το έτος 2009. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο το 2015 το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών παρουσίασε σημαντική πτώση κατά 5 δις ευρώ και διαμορφώθηκε έτσι στα 17.2 δις. ευρώ από 22,3 δις. ευρώ το 2014 και 20,78 δις. ευρώ το 2013.
Παράλληλα, το ισοζύγιο καυσίμων παρουσίασε σημαντική βελτίωση, κυρίως λόγω της μείωσης των τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά. Έτσι, οι συνολικές (
gross) εισαγωγές καυσίμων περιορίστηκαν και αυτές από τα 15,3 δις ευρώ το 2014 στα 10,9 δις ευρώ το 2015, ενώ οι εξαγωγές τους μειώθηκαν από τα 9,49 δις ευρώ στα 6,7 δις. ευρώ. Αυτό είχε ως συνέπεια το έλλειμμα στα καύσιμα να περιοριστεί στα 4,2 δις ευρώ το 2015 από 6,3 δις ευρώ το 2014.
Όπως παρατηρούν γνωστοί οικονομικοί παράγοντες «ο ισοσκελισμός του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών αποτελούσε άπιαστο στόχο για την εκάστοτε κυβέρνηση των τελευταίων ετών αφού ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η άλλη είναι ασφαλώς οι επενδύσεις που ως γνωστό δημιουργούν αλλεργία στη σημερινή κυβέρνηση».
Τόσο οι οικονομολόγοι μελετητές της ΤτΕ όσο και ανεξάρτητοι αναλυτές αναγνωρίζουν τον κομβικό ρόλο του πετρελαίου, και των καυσίμων γενικότερα στη διαμόρφωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, για αυτό εξάλλου εδώ και χρόνια προβλέπεται ξεχωριστή κατηγορία στο ισοζύγιο της ΤτΕ, γνωστός ως λογαριασμός πετρελαιοειδών, όπου αναγράφονται ποσά για τις εισαγωγές
gross, τα έσοδα από εξαγωγές πετρελαιοειδών, δηλ. διειλημμένων προϊόντων, αλλά και τα ποσά που αντιστοιχούν στην εσωτερική κατανάλωση.
Η εντυπωσιακή συρρίκνωση των καθαρών εισαγωγών καυσίμων (
net) στα -4.21 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2015 επιβεβαιώνει πλήρως την πρόβλεψη του
energia.
gr
(βλέπε άρθρο μας με τίτλο «Οι μειωμένες διεθνείς τιμές αργού στηρίζουν την ελληνική οικονομία» στις 6/11/2015) και οφείλεται τόσο στην δραματική μείωση των διεθνών τιμών του αργού (κατά μέσο όρο 70% από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι σήμερα) αλλά και στο περιορισμό της εγχώριας κατανάλωσης.
Αυτή από τα 435.000 βαρέλια την ημέρα που είχε φθάσει την εποχή της αρπαχτής και της αστακομακαρονάδας και των εορτοδανείων περιορίσθηκε στα πλέον λογικά επίπεδα των 280.000 χιλιάδων βαρελιών την ημέρα (για σύγκριση αρκεί να αναφέρουμε ότι η γειτονική Τουρκία με 80 εκατομμύρια πληθυσμό έχει κατανάλωση γύρω στα 700.000 χιλιάδες βαρέλια/ημέρα). Τελικά η κρίση επέδρασε καταλυτικά (και μάλλον ευνοϊκά θα υποστηρίζαμε) στην αλλαγή του ελληνικού καταναλωτικού προτύπου και τον περιορισμό, μέχρι σ’ ένα βαθμό, των παρατηρούμενων ακραίων αντικοινωνικών συμπεριφορών.
Ο περιορισμός της εγχώριας κατανάλωσης πετρελαιοειδών έχει όμως και ένα ακόμη θετικό αποτέλεσμα αφού υποχρέωσε τους δύο διυλυστηριακούς ομίλους της χώρας να αυξήσουν τις εξαγωγές τους καταφέρνοντας έτσι να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους και ενισχύοντας την κερδοφορία τους.
Το σημερινό ευνοϊκό οικονομικό κλίμα, χάρις κυρίως στις χαμηλές τιμές πετρελαίου, που συμπαρασύρουν και αυτές του φ. αερίου (και που εάν είχαμε πετύχει μια ορθολογική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού θα είχαμε και φθηνότερες ταρίφες στον ηλεκτρισμό) δεν γνωρίζουμε πόσο ακόμη θα διαρκέσει. Στην καλύτερη περίπτωση τρία με τέσσερα χρόνια, στην χειρότερη 12 με 18 μήνες.
Γι' αυτό κυβέρνηση και εταιρείες καλούνται να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η σημερινή συγκυρία, και όπως είδαμε έχουν θετικές επιπτώσεις στην ενέργεια, βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα τους και επιμένοντας σε μικρές και μεγάλες επενδύσεις, παρά τις όποιες δυσκολίες και εμπόδια αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση.