Εδώ και ένα χρόνο περίπου βιώνουμε μία μοναδική κατάσταση στην διεθνή αγορά
πετρελαίου με τη μεγάλη μείωση των τιμών του αργού μέσα σε σύντομο χρονικό
διάστημα. Ένα νέο πετρελαϊκό καθεστώς έχει επιβληθεί με πολύ σοβαρές επιπτώσεις
για τη βιωσιμότητα πολλών εταιρειών του κλάδου με άμεση συνέπεια το πάγωμα των
ερευνών και επενδύσεων στην παραγωγή,
κάτι που αναμφίβολα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για την επάρκεια προμήθειας στο
εγγύς μέλλον. Η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση έχει την αφετηρία της στην απόφαση
της Σαουδικής Αραβίας, δηλαδή του μεγαλύτερου παραγωγού και πετρελαιοεξαγωγού
του κόσμου, να μην μειώσει την παραγωγή της, όπως πολλοί ανέμεναν, προκειμένου
να διατηρήσει τις τιμές σε ένα επίπεδο που εξασφαλίζει βιωσιμότητα της
οικονομίας της. Η επίσημη δικαιολογία που προβάλλει η κυβέρνηση της Σαουδικής
Αραβίας είναι ότι επιθυμεί να διατηρήσει το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά, για
αυτό και δεν είναι διατεθειμένη να μειώσει την ημερήσια παραγωγή της υπονοώντας ότι δεν επιθυμεί μέσω των υψηλών
τιμών να επιδοτεί τους ανταγωνιστές της, κυρίως ΗΠΑ και Ρωσία, το κόστος
παραγωγής των οποίων είναι κατά πολύ ανώτερο από αυτό της
ARAMCO. Όπως δεν επιθυμεί επίσης να δημιουργήσει συνθήκες μακροχρόνιας
βιωσιμότητας για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Το βαθύτερο όμως αίτιο για αυτήν την όχι και τόσο πειστική δικαιολογία του
Βασιλείου των Σαούντ είναι ότι μέσω των χαμηλών σχετικά τιμών του αργού, που σημειωτέον
επηρεάζουν άμεσα και καθοδικά τις τιμές φυσικού αερίου, προσπαθεί να αποτρέψει
την ανάπτυξη εναλλακτικών καυσίμων τόσο στους υδρογονάνθρακες, (λ.χ. πετρέλαιο
και φυσικό αέριο του σχιστού, βιοκαύσιμα) όσο και των μη συμβατικών πηγών ενέργειας
όπως είναι οι ΑΠΕ. Ένα στοίχημα που
μάλλον φαίνεται να χάνουν οι Σαουδάραβες εάν κρίνουμε από την επίμονη και
σταθερή διείσδυση των ΑΠΕ στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα.
Η αλλαγή στάσης της Σαουδικής Αραβίας συνέπεσε με την εκρηκτική άνοδο της
παραγωγής των ΗΠΑ σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο τα τελευταία πέντε χρόνια,
μεγάλο μέρος της οποίας περίπου 4.0 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως προήλθαν από
σχιστολιθικά κοιτάσματα, αλλά και την τεράστια διείσδυση των ΑΠΕ στην
ηλεκτροπαραγωγή σε παγκόσμια κλίμακα. Κάτι που κατέστη σαφές από τα πλέον
πρόσφατα στοιχεία (βλέπε
Mid
Term
Report
on
Renewables, 2015) όπου το 2014 το 45% της συνολικής νέας εγκατεστημένης ηλεκτρικής
ισχύος του πλανήτη, που αντιστοιχεί στα 130
GW, προήλθε από ΑΠΕ, κυρίως από
αιολική ενέργεια, φωτοβολταϊκά, βιομάζα και υδροηλεκτρικά. Ένα μέγεθος αγοράς
που προβλέπεται να συνεχισθεί κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια αφού ο Διεθνής
Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) εκτιμά ότι την περίοδο 2015-2020 θα έχουν
εγκατασταθεί περί τα 600
GW μονάδων ΑΠΕ παγκοσμίως με αναλογούσες ετήσιες επενδύσεις της τάξης των
$300 δισεκατομμύρια. Αυτά είναι εξαιρετικά υψηλά νούμερα για μία βιομηχανία που
πρακτικά δεν υφίστατο πριν 35-40 χρόνια. Τα νούμερα αυτά δε τείνουν να προσεγγίσουν το ύψος των επενδύσεων στον τομέα των
υδρογονανθράκων (βλέπε Πίνακες 1 και 2).
Πέρα από τα νούμερα που χαρακτηρίζουν την εγκατεστημένη ισχύ και τις
αναλογούσες επενδύσεις στις ΑΠΕ αυτό που έχει σημασία να υπογραμμίσουμε είναι η
τεράστια δυναμική ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τις ΑΠΕ, η οποία δεν φαίνεται να
κάμπτεται από την απότομη πτώση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου αφού επιπλέον
υποστηρίζεται σε επίπεδο πολιτικών από μεγάλο πλήθος χωρών, ιδίως μετά τη
Συμφωνία του Παρισιού του Δεκεμβρίου 2015 για αντιμετώπιση της Κλιματικής
Αλλαγής. Όπως παρατηρούν ειδικοί του κλάδου των ΑΠΕ η εξέλιξη των ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας σε όλες τους τις εκφάνσεις έχει προ πολλού περάσει το σημείο μη
επιστροφής (
point
of
no
return) και αυτό διότι τα τελευταία δέκα χρόνια η συστηματική βιομηχανοποίηση της
παραγωγής των εγκαταστάσεων παραγωγής (π.χ. φωτοβολταϊκά
panels, ανεμογεννήτριες, συγκεντρωτικά κάτοπτρα, τουρμπίνες υδροηλεκτρικών κλπ.)
είχε καταφέρει να μειώσει κατακόρυφα το κόστος τους έτσι που η παραγόμενη
ενέργεια, θερμική και ηλεκτρική, να κυμαίνεται σε ανταγωνιστικά επίπεδα. Αλλά
και στην παραγωγή υδρογονανθράκων από κοιτάσματα σε σχιστολιθικά πετρώματα το
κόστος είχε μειωθεί σημαντικά όπως δείχνουν στοιχεία παραγωγής από ΗΠΑ και
Καναδά, που έχουν ανεπτυγμένη αγορά, όπου η σημαντική μείωση των τιμών του
αργού έχει επηρεάσει μόνο οριακά την παραγωγή (π.χ. -350,000 βαρέλια μείωση
παραγωγής στις ΗΠΑ το 2015 σε σύγκριση με το 2014).
Η απρόβλεπτη αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας για μη περιορισμό της
παραγωγής της παρά τη σοβαρή και επιβλαβή για αυτή μείωση των τιμών του αργού,
υποδεικνύει μία κίνηση πανικού σε μία απέλπιδα προσπάθεια ελέγχου των
ενεργειακών εξελίξεων και όχι απλώς και μόνο της πετρελαϊκής αγοράς, τονίζουν
καλά ενημερωμένοι κύκλοι της διεθνούς πετρελαιαγοράς. Η στάση αυτή της
Σαουδικής Αραβίας, που έχει βρει υποστηρικτές τις χώρες του Κόλπου, έχει
αρχίσει να απασχολεί και τους άλλους μεγάλους παραγωγούς τόσο εντός όσο και
εκτός
OPEC οι οποίοι σπεύδουν να συναντηθούν στη Ντόχα στις 17 Απριλίου προς εξεύρεση
μίας συμβιβαστικής φόρμουλας.
Ασχέτως του αποτελέσματος της ανωτέρω συνάντησης είναι προφανές ότι έχει
υπάρξει μία σοβαρή μετατόπιση της διεθνούς αγοράς η οποία έχει αρχίσει να
συμβιβάζεται με το νέο καθεστώς των χαμηλών τιμών για μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα, δηλαδή του
lower
for
longer. Αν και οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και οι προβλέψεις τους για την
διαμόρφωση του ενεργειακού μίγματος μέχρι το 2040 τοποθετούν τους
υδρογονάνθρακες σε κυρίαρχη θέση (βλέπε σχήμα 3) είναι γεγονός ότι η σύνθεση
του παγκόσμιου ενεργειακού ισοζυγίου έχει αρχίσει να αλλάζει με το φυσικό αέριο
και τις ΑΠΕ να διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο. Έτσι που μερικοί αναλυτές
να κάνουν λόγω ότι η μετάβαση στην μεταπετρελαϊκή εποχή έχει ήδη ξεκινήσει.