Το 1970 ο μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν ήταν υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και ομόλογός του στις ΗΠΑ ο Κόναλι πρώην Κυβερνήτης του Τέξας που είχε γίνει παγκόσμια γνωστός ως συνεπιβάτης του Κένεντι στο ίδιο αυτοκίνητο την ώρα της δολοφονίας όπου τραυματίσθηκε βαριά

Το 1970 ο μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν ήταν υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και ομόλογός του στις ΗΠΑ ο Κόναλι πρώην Κυβερνήτης του Τέξας που είχε γίνει παγκόσμια γνωστός ως συνεπιβάτης του Κένεντι στο ίδιο αυτοκίνητο την ώρα της δολοφονίας όπου τραυματίσθηκε βαριά.

Ο Ζισκάρ θέλησε να διαμαρτυρηθεί για το κόστος των διακυμάνσεων της ισοτιμίας του δολαρίου και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του εισέπραξε μια απάντηση που δεν σήκωνε συζήτηση: «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας και το πρόβλημά σας» ( The Dollar is our currency and your problem).

Με άλλα λόγια, ως παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς αλλά και κοστολόγησης των περισσοτέρων πρώτων υλών, το δολάριο έδινε και δίνει στην Ουάσιγκτον μεγάλα περιθώρια ελιγμών, καθώς εξάγει τον πληθωρισμό με την ευθύνη της λήψης των αναγκαίων μέτρων να αφορά τους εταίρους της!

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στους χθεσινούς Financial Times ο οικονομολόγος Πίτερ Μπόφιγκερ μέλος της Πενταμελούς Επιτροπής Σοφών που συμβουλεύει την καγκελάριο, μας επισημαίνει ότι παρόμοια συνταγή με τον Τεξανό Κόναλι ακολουθεί και ο Σόιμπλε.

Με το 46% του ΑΕΠ της Γερμανίας να καλύπτεται από τις εξαγωγές και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα, είναι φανερό ότι το Βερολίνο μπορεί να συνεχίσει να επιμένει στη μονομερή δημοσιονομική λιτότητα στην Ευρωζώνη και να αρνείται πολιτικές αύξησης της ζήτησης στο εσωτερικό της, για τον πολύ απλό λόγο ότι τις αρκεί να επωφελείται από τις πολιτικές αύξησης της ζήτησης που έχουν υιοθετηθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών, αλλά και των αναδυόμενων νέων ισχυρών παικτών στην παγκόσμια οικονομία.

Με άλλα λόγια η Γερμανία αφού έχει θέσει εκτός νόμου των Κέινς εντός των συνόρων της αλλά και στο σύνολο της Ευρωζώνης επωφελείται από έναν Κεϊνσιανισμό εκτός συνόρων, τον οποίο ταυτόχρονα στηλιτεύει και απαξιώνει ένα πλειοψηφικό κομμάτι της πολιτικής της ελίτ.

Μέχρι και πρόσφατα πολλοί αναλυτές παρουσίαζαν τη Γερμανία να ταλαντεύεται ανάμεσα στην Ευρωζώνη και σε στενές διμερείς σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία, και έτσι να ερμηνεύεται η άρνησή της να επενδύσει αποκλειστικά στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πολλοί μάλιστα με δεδομένη την πτώση των ρυθμών ανάπτυξης στην Κίνα και την ψυχροπολεμική παλινδρόμηση στις σχέσεις ΗΠΑ - Ρωσίας είχαν σπεύσει να προαναγγείλουν την επιστροφή του Βερολίνου στον παλιό ευρωπαϊκό γερμανικό ζήλο.

Το άρθρο του Μπόφιγκερ, μας προσγειώνει σε μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: Το 60% του πλεονάσματος της Γερμανίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι με χώρες με υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία...

Τα παραπάνω δεν είναι ούτε δογματισμός, ούτε θρησκευτική προσέγγιση της δημοσιονομικής διαχείρισης, ούτε καν καλόπιστη ή κακόπιστη απαξίωση του Κεϊνσιανισμού.

Είναι κάτι χειρότερο: μια ωμή πολιτική ισχύος προς τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, κυρίως τα μεγάλα μεγέθη, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία.

Η «Τεξανική» συμπεριφορά του Σόιμπλε δεν έπρεπε να εκπλήττει και κακώς οι επικρίσεις προς την πολιτική της Γερμανίας προσωποποιούνται στον σημερινό υπουργό Οικονομίας ακόμη και από τον Μπόφιγκερ, που φθάνει στο σημείο να τον αποκαλέσει «Λαθρεπιβάτη» της Ευρώπης.

Όταν ξέσπασε η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση τον Σεπτέμβριο του 2008 υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού ήταν ο Σοσιαλδημοκράτης Στάινμπρουκ, αντίπαλος της Μέρκελ για την Καγκελαρία στις εκλογές του 2013, που προχώρησε σε επιλογές εθνικής περιχαράκωσης και α λα καρτ ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που τις ακολούθησε και τις ολοκλήρωσε ο Σόιμπλε όταν πήρε τη σκυτάλη τον Δεκέμβριο του 2009.

Η πρώτη προειδοποίηση, ο ωμός εκβιασμός των Κολ - Γκένσερ από τον Ιούλιο του 1991 για εδώ και τώρα αναγνώριση των κρατών που αποσχίστηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, με έμμεση αλλά σαφή σύνδεση με την υπογραφή από τη Γερμανία της Συνθήκης του Μάαστριχτ είχε υποτιμηθεί στο πλαίσιο μιας αφελούς ευρωπαϊκής πολιτικής ορθότητας.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 08/06/2016)