Η επίσκεψη του Manuel Valls στην Ελλάδα επανέφερε στο προσκήνιο τις ελληνογαλλικές σχέσεις, σήμερα συγκυριακά θερμές. Η εγγύτητα αυτή, όμως, δεν αρκεί για να αποκαταστήσει τη μακρά διάβρωση των θεμελιακών και εμπράκτων σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Valéry Giscard d’Estaing, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία. Τότε, δημιουργήθηκε ένα πλήρες ελληνογαλλικό σχολείο στην Αθήνα· αντιστοίχως, στο Παρίσι παραχωρήθηκε πολιτισμική στέγη για την ελληνική κοινότητα

Η επίσκεψη του Manuel Valls στην Ελλάδα επανέφερε στο προσκήνιο τις ελληνογαλλικές σχέσεις, σήμερα συγκυριακά θερμές. Η εγγύτητα αυτή, όμως, δεν αρκεί για να αποκαταστήσει τη μακρά διάβρωση των θεμελιακών και εμπράκτων σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Valéry Giscard d’Estaing, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία. Τότε, δημιουργήθηκε ένα πλήρες ελληνογαλλικό σχολείο στην Αθήνα· αντιστοίχως, στο Παρίσι παραχωρήθηκε πολιτισμική στέγη για την ελληνική κοινότητα. Η πρόσφατη παρουσία του Γάλλου πρωθυπουργού στην Αθήνα συνέπεσε με την εξαγγελία για τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία εισάγει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σχεδόν ισότιμη διδασκαλία της αγγλικής και της ελληνικής γλώσσας – πέραν των άλλων συνεπειών, η καινοτομία αυτή συνεπάγεται de facto καταδίκη της γαλλοφωνίας.

Στη δύσκολη σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, η Γαλλία διαδραματίζει κρίσιμο διαμεσολαβητικό και εξισορροπητικό ρόλο. Το 1974 ο, οξύτατος λόγω δικτατορίας και Κυπριακού αντιαμερικανισμός κατηύθυνε την Ελλάδα σε μεγάλες γεωπολιτικές περιπέτειες. Η Γαλλία εμφανίστηκε ως εναλλακτική εκδοχή της Δύσης, περισσότερο συμβατή με το κλίμα της Μεταπολίτευσης. Το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία» εξέφρασε και εξασφάλισε την πρόσδεση της τραυματισμένης Ελλάδας στη Δύση. Σήμερα η Γαλλία, σε ανάλογο ρόλο, προσφέρει μια ευρωπαϊκή εικόνα διαφοροποιημένη από τα όσα εκπέμπουν οι βόρειοι και ανατολικοί μας εταίροι· αμβλύνει, δηλαδή, τον τρέχοντα αντιευρωπαϊσμό. Στον οικονομικό και στον τεχνικό τομέα, η Γαλλία μπορεί να συμβάλει στην επίλυση προβλημάτων τα οποία σχετίζονται με την ελληνική κρίση – εξυπηρετώντας, φυσικά, ταυτοχρόνως τα εθνικά της συμφέροντα.

Από όλες τις δυνατές συνεισφορές, περισσότερο σημαντική είναι η επίδρασή της στον πολιτισμό και στην επιστήμη. Η Γαλλία έχει αντισταθεί στην παρακμή των κοινωνικών επιστημών, την οποία προκαλεί επί δεκαετίες ο άκρατος επιστημονισμός των ποσοτικών προσεγγίσεων. Το Παρίσι εξακολουθεί να λειτουργεί ως δημιουργικός πνευματικός πόλος, πρωτεύουσα της πνευματικής ελευθερίας. Τέλος, last but not least, ενώ η Ελλάδα βυθίζεται στο κιτς του νεοπλουτισμού και του λαϊκισμού, η Γαλλία εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοπορία στην αισθητική. Στο Παρίσι, τα γλυπτά αποτελούν σημεία αναφοράς της πόλης· στην Αθήνα εξαφανίζονται, βανδαλίζονται ή καταστρέφονται απρόσκοπτα μέσα στο κέντρο της – γεγονός που προκαλεί θλιβερές συγκρίσεις για τη θέση των έργων τέχνης στο αστικό τοπίο Αθήνας και Παρισιού, όπως ήδη επισήμανε η Μαργαρίτα Πουρνάρα. Αποκαλύπτεται η απόσταση αισθητικής, η οποία χωρίζει τις δύο πρωτεύουσες. Οσο πλησιέστερη η Γαλλία, τόσο ωφελείται η Ελλάδα από τη διήθηση του γαλλικού αισθητικού κανόνα.

Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για να ανανεωθούν και να λειτουργήσουν οι ελληνογαλλικές σχέσεις υπάρχουν. Είναι γνωστός ο γαλλικός φιλελληνισμός. Στηρίζεται στην κλασική παιδεία η οποία, όσο και αν βάλλεται, δεν απαξιώνεται. Παράλληλα, επικρατεί και η ελληνοφιλία, δηλαδή η αγάπη για τους Ελληνες· όχι λόγω του ελληνικού μύθου, αλλά για ό,τι αντιπροσωπεύουν ως φορείς ενός πλούσιου ανατολικομεσογειακού πολιτισμού.

Τα εμπόδια βρίσκονται στην Ελλάδα. Πλείστοι όσοι μεταπράτες επιστήμονες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι «αξιοποίησαν» το ελληνογαλλικό μεταπολιτευτικό κεφάλαιο. Στήριξαν την εν Ελλάδι σταδιοδρομία τους εισάγοντας ιδέες κυρίαρχες στη Γαλλία του 1960 και του 1970. Δημιουργήθηκε ένα νέο κατεστημένο, εξίσου αρτηριοσκληρωτικό με το παλαιό. Ο «ηρωικός» Μάιος 1968 εισήγαγε ιδεολογία και εξασφάλισε μια σταθερή ηγεμονία, χωρίς αμφισβήτηση ή ανανέωση. Μέσα σε έναν κόσμο με δραματικές ανακατατάξεις, ενώ η Γαλλία συνεχώς άλλαζε, οι καθ’ημάς γαλλοτραφέντες παρέμειναν ακλόνητοι στις παλαιές βεβαιότητες.

Προώθησαν και προωθούν στο ελληνικό κοινό μια αναχρονιστική εικόνα της Γαλλίας. Οι ξεχασμένοι Γάλλοι soixant-huitards γνωρίζουν εν Αθήναις μια καινούργια, επίπλαστη νεότητα· πρόσφατο παράδειγμα, η πρόσκληση από το Μέγαρο Μουσικής στον Etienne Balibar για να εγκαινιάσει τον νέο κύκλο ομιλιών. Η επαναλαμβανόμενη αναπαλαίωση οδηγεί τους νέους επιστήμονες, ενεργούς ή εκκολαπτομένους, στις αγγλοσαξονικές χώρες. Την πάλαι ποτέ περίοπτη θέση της Σορβόννης σήμερα διεκδικούν τα μεγάλα αγγλόφωνα πανεπιστήμια, όπου και στρέφεται η μελλοντική οικονομική και πολιτική ελίτ. Αν και παρακμιακό, το κατεστημένο εξακολουθεί να ελέγχει κρίσιμα δίκτυα, εμποδίζοντας τη δραστηριοποίηση νέων ανθρώπων και την όποια ανανέωση. Η επερχόμενη απόσυρση της γενεάς αυτής θα αποκαλύψει το κενό.

Η υφισταμένη κατάσταση δεν διορθώνεται με πρωτοβουλία του ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση των παλαιών δικτύων· ανατρέπεται μόνον αν κινητοποιηθεί η κοινωνία των πολιτών. Εχουν προκύψει ποικίλες επιμέρους μη κρατικές πρωτοβουλίες, ως οργανική συνέπεια της δυναμικής των ελληνογαλλικών σχέσεων: πολιτισμικοί σύλλογοι, αδελφοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο, επαγγελματικές οργανώσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα. Αυτό το χαοτικό σύνολο από grassroots πρωτοβουλίες πρέπει να καταστεί ορατό, να αποκτήσει συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ώστε να μετατραπεί σε δίκτυο. Η ανάδειξη αυτού του νέου παράγοντα μπορεί να αναστρέψει την καθοδική πορεία των ελληνογαλλικών σχέσεων, αντικαθιστώντας τα παλαιά, φθαρμένα θεμέλια με νέα και δυναμικά.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 20/06/2016)