Ενώ πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που πιθανολογούν ένα
ναυάγιο στην επιχειρούμενη εδώ και τρία χρόνια αποκρατικοποίηση του Διαχειριστή
του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), μέσω πώλησης πλειοψηφικού
πακέτου, αρχικά στην κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων του Αζερμπαϊτζάν, την
SOCAR, και στην συνέχεια και με την συμμετοχή της Ιταλικής
SNAM, ουδείς έχει ασχοληθεί σοβαρά με το τι μπορεί να
σημαίνει για την εγχώρια αγορά αερίου και την προώθηση των εθνικών θέσεων στον
ενεργειακό χάρτη της ΝΑ Ευρώπης, ένας Διαχειριστής που θα ελέγχεται στην ουσία
από μία ξένη κοινοπραξία (
SOCAR-
SNAM) που έχει όμως μία πολύ συγκεκριμένη ατζέντα για την
διαμόρφωση της περιφερειακής αγοράς ενέργειας. Να σημειώσουμε ότι η αρχική
προσφορά της
SOCAR για τα 400 εκατομμύρια ευρώ ναι μεν
έγινε αποδεκτή από το ΤΑΙΠΕΔ κατοχυρώνοντας τον ΔΕΣΦΑ ως περιουσιακό στοιχείο στην
Αζέρικη πετρελαϊκή, η πώληση όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί λόγων σοβαρών, και
δικαιολογημένων ενστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (οι θέσεις της οποίας ήσαν
απόλυτα γνωστές πριν την διεξαγωγή του διαγωνισμού αλλά αγνοήθηκαν επιδεικτικά
από την τότε πολιτική ηγεσία και την διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ).
Ως γνωστό η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού είχε διατυπώσει
σοβαρές επιφυλάξεις για την νομιμότητα της πώλησης του ΔΕΣΦΑ στην
SOCAR λόγω μη διασφάλισης του κοινοτικού δικαίου περί
ανταγωνισμού, αφού ο προμηθευτής που είναι η
SOCAR αποκτά κυριότητα της υποδομής μεταφοράς σε αντίθεση
με τα προβλεπόμενα του 3ουΕνεργειακού Πακέτου, όπου προβλέπεται
πλήρης αποδέσμευση μεταξύ μεταφορικού-διαχειριστικού έργου και προμήθειας αερίου. Προκειμένου
λοιπόν να γίνει αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η πώληση του ΔΕΣΦΑ στη
SOCAR, που αποτελεί ήδη προμηθευτή της Ελλάδας στο φυσικό
αέριο (μέσω της Τουρκικής
BOTAS) συμφωνήθηκε η συμμετοχής της Ιταλικής ενεργειακής
εταιρείας
SNAM με μεταφορά σε αυτή ποσοστού 17%, από το 66% της
SOCAR, έτσι ώστε ο προμηθευτής
SOCAR να μην ελέγχει μεγαλύτερο ποσοστό από το 49% και έτσι
από πλευράς ιδιοκτησιακού καθεστώτος ο ΔΕΣΦΑ να είναι αποδεκτός από την
Κομισιόν και συμβατός με τα προβλεπόμενα στην Κοινοτική νομοθεσία.
Όπως έχουμε διαχρονικά υποστηρίξει μέσα από την στήλη η
απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει στην πώληση του 66%
του Διαχειριστού Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου μέσω του διαγωνισμού του
Ιουνίου 2013 που διεξήγαγε το ΤΑΙΠΕΔ στο πλαίσιο του προγράμματος
ιδιωτικοποιήσεων, ήτο όχι μόνο ατυχής ως οικονομική επιλογή, προκειμένου να
εισπράξει χρήματα το κράτος για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αλλά ήτο
μια πράξη εθνικά επιζήμια. Και αυτό γιατί ο ΔΕΣΦΑ ελέγχει την ενεργειακή
ραχοκοκαλιά της χώρας που αποτελείται από ένα εκτενές δίκτυο (2.500 χλμ.)
κυρίως αγωγών, κλάδων, σταθμών συμπίεσης, μετρητικών σταθμών καθώς και τον
τερματικό σταθμό
LNGτης Ρεβυθούσας – όπου σύντομα ολοκληρώνεται η επέκταση
των εκεί αποθηκευτικών χώρων
LNG. Την στιγμή δε που η χώρα μας ευρίσκεται κυριολεκτικά
εις το μέσο του Νοτίου Διαδρόμου που έχει ως στόχο την διαφοροποίηση της
ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, μέσω του αερίου που θα προέλθει από το
Αζερμπαϊτζάν, αλλά και από άλλους προμηθευτές (βλέπε άρθρο μας στις 25/5/2016
με τίτλο «Ο Νότιος Διάδρομος δεν Εξαντλείται στον
TAP») ο ρόλος του ρυθμιστή στο φ. αέριο είναι όχι μόνο
κομβικός λόγω του διαχειριστικού του ρόλου αλλά και απόλυτα κρίσιμος από την
άποψη χειρισμών και αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο. Θα πρέπει επιπροσθέτως να
σημειώσουμε ότι είναι ο μηχανισμός του ΔΕΣΦΑ που κυριολεκτικά ελέγχει τις τρεις
πύλες εισόδου του φυσικού αερίου προς τη χώρα (Σιδηρόκαστρο, Κήποι, Ρεβυθούσα).
Γι’ αυτό η απώλεια ελέγχου του ΔΕΣΦΑ την δεδομένη χρονική στιγμή μόνο ως εθνικό
ατόπημα πρώτου βαθμού μπορεί να εκληφθεί. Και όλα αυτά για ένα μάλλον ευτελές
τίμημα εάν λάβουμε υπόψη ότι το συμφωνηθέν –αλλά ευτυχώς όχι ακόμα εισπραχθέν-
ποσό εξαγοράς για το 66% της εταιρείας ανέρχεται μόλις στα 400 εκατ. ευρώ, ένα
ποσό που αποτιμά συνολικά τον ΔΕΣΦΑ μόλις στα 615 εκατ. Ευρώ.
Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι μόνο η αξία του αναβαθμισμένου τερματικού
της Ρεβυθούσας, μαζί με όλες τις συμπληρωματικές εγκαταστάσεις, ξεπερνά το ποσό
των 800 εκατ. ευρώ, τότε δια γυμνού οφθαλμού γίνεται αντιληπτό το μεγάλο
ξεπούλημα του ΔΕΣΦΑ και η σκόπιμη υποεκτίμηση της αξίας του από τους εγκεφάλους
του ΤΑΙΠΕΔ. Σύμφωνα με ανεξάρτητους εκτιμητές (
quantity
surveyors) με εξειδίκευση σε βιομηχανικές και ενεργειακές
υποδομές, μια συνολική αποτίμηση των παγίων και
goodwillτου Διαχειριστή υπολογίζει την αξία του στα 1.8-2.0
δις ευρώ και μάλιστα βάσει συντηρητικών παραδοχών συμπεριλαμβανομένων
αποσβέσεων, μακροχρόνιου δανεισμού κτλ.
Εν κατακλείδι τόσο από πλευράς προσδοκώμενων εσόδων
(μόλις 188 εκατομμυρίων ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο και 212 εκατομμύρια ευρώ
για τα ΕΛΠΕ- λόγω συμμετοχής κατά 35% στο μετοχικό κεφάλαιο της μητρικής ΔΕΠΑ)
όσο και από άποψη απώλειας ενός εθνικού
asset- και άρα αποδέσμευσης της δυνατότητας επέμβασης τους
κράτους σε επίπεδο αγοράς αλλά και εθνικών χειρισμών- η πώληση του ΔΕΣΦΑ κατά
της τρέχουσα αρνητική οικονομική συγκυρία και μέσα σ’ ένα ιδιαίτερο ρευστό
περιφερειακό περιβάλλον κρίνεται συνολικά άκρως αντιπαραγωγική και επιβλαβής
για τα εθνικά συμφέροντα. Για αυτό η τροπολογία που κατέθεσε πριν λίγες ημέρες
(14/7) ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Πάνος Σκουρλέτης, με στόχο για
τον εξορθολογισμό της ανακτήσιμης διαφοράς του ΔΕΣΦΑ και τον επανακαθορισμό της
Ρυθμιζόμενης Περιουσιακής Βάσης του, προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρογκη
αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου είναι αναμφίβολα προς την σωστή κατεύθυνση.
Όπως αναφέρουν πηγές του ΥΠΕΝ ο επανακαθορισμός
κρίνεται επιβεβλημένος, καταρχήν λόγω της υποχρέωσης να διορθωθούν μεθοδολογικά
σφάλματα και λανθασμένες πρακτικές, που δεν επιτρέπεται να διατηρούνται
σε ισχύ. Εξάλλου, η διαμόρφωση της συνολικής ανακτήσιμης διαφοράς σε 829
εκατ. ευρώ, σε συνδυασμό με τον υφιστάμενο κανονισμό τιμολόγησης
της χρήσης του δικτύου φυσικού αερίου, θα οδηγούσε σε εξωπραγματικές αυξήσεις
στα τέλη χρήσης, κατά 68% επηρεάζει αρνητική την ανάπτυξη στην αγορά φυσικού
αερίου η οποία ως γνωστά τα τελευταία χρόνια έχει βαλτώσει.
Τέλος, όπως
επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς η κίνηση αυτή του υπουργού ΥΠΕΝ αποτελεί ένα
είδος προειδοποίησης αλλά και τεστ προς τους επίδοξους αγοραστές
SOCAR-
SNAM, για το πώς εννοεί η κυβέρνηση την άσκηση του
καταστατικού της δικαιώματος, βάσει του 34% που θα ελέγχει στον ΔΕΣΦΑ, εάν και
εφόσον προχωρήσει η πώληση και ο Διαχειριστής βρεθεί υπό νέο ιδιοκτησιακό
καθεστώς. Δηλαδή, η κυβέρνηση μέσω της ανωτέρω τροπολογίας, που κρίνεται
απόλυτα δικαιολογημένη με κριτήριο την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της αγοράς
μέσω επέκτασης του δικτύου στην υπόλοιπη Ελλάδα, στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα στους
μελλοντικούς της εταίρους για το πώς αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη της αγοράς.
Όπως εξάλλου επισημαίνει ο ίδιος ο υπουργός ΥΠΕΝ «Η προστασία των χρηστών
φυσικού αερίου έχει πολλαπλά οφέλη, καθώς εμποδίζει τη περαιτέρω αύξηση των
τιμών προϊόντων και υπηρεσιών που επηρεάζονται από το ενεργειακό κόστος.
Ταυτόχρονα ενισχύει την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, σε μια
χρονική στιγμή που είναι ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη και η αύξηση της
απασχόλησης. Σήμερα, βρισκόμαστε στην αρχή της περαιτέρω ανάπτυξης του δικτύου
μεταφοράς φυσικού αερίου, με τη ΔΕΠΑ να αναπτύσσει και να υλοποιεί το
σχεδιασμό της για τη δυνατότητα μεταφοράς αερίου ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν
αγωγοί. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρέπει να απειληθεί, ιδιαίτερα σε μια
κρίσιμη στιγμή για την οικονομία της χώρας, με τις προκλήσεις να έχουν
πολλαπλασιαστεί και το αποτέλεσμα να επηρεάζει τη ζωή όλων των πολιτών».
Μπορεί οι εταιρείες
SOCAR
και
SNAM να εκφράζουν την έκπληξη τους και την αντίθεσή τους προς
την ανωτέρω τροπολογία, προειδοποιώντας ακόμη και για αποχώρηση και ακύρωση της
συμφωνίας, όμως είναι γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εμπίπτει
στους όρους του διαγωνισμού. Επιπρόσθετα, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων
της
SOCAR με τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τοποθέτησε την
αζέρικη εταιρία, που νωρίτερα είχε επικρατήσει στον διεξαχθέντα διεθνή
διαγωνισμό, στη θέση του «παθητικού μετόχου», που δεν μπορεί να κατέχει πάνω
από το 49% του ΔΕΣΦΑ, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Ενώ το ζήτημα της αποτροπής
των υπέρογκων αυξήσεων στα τέλη χρήσης υπέρ του ΔΕΣΦΑ δεν είναι καινούργιο
ζήτημα, και έχει απασχολήσει όλους τους εμπλεκόμενους, ανεξάρτητα από το βαθμό
εμπλοκής τους, εδώ και αρκετούς μήνες.
Σε κάθε περίπτωση ο ΔΕΣΦΑ παραμένει μία καλοδιοικούμενη
και κερδοφόρος εταιρεία με ένα συγκροτημένο πρόγραμμα επέκτασης του δικτύου της
και της εν γένει υποδομής του και με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση μέσω ΕΙΒ και
άλλων Ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών φορέων. Για δε την
SOCAR
η
χρηματοοικονομική της κατάσταση κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών έχει
αλλάξει επί τα χείρω λόγω της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου και
φυσικού αερίου και είναι λογικό να επανεξετάζει την συμμετοχή της σε επενδυτικά
σχήματα εκτός Αζερμπαϊτζάν. Εξάλλου όπως η διοίκηση της έχει κατ’ επανάληψη
δηλώσει τις τελευταίες μέρες οι επενδύσεις της στο εξωτερικό πρόκειται να
επικεντρωθούν αποκλειστικά και μόνο στη Τουρκία την οποία και θεωρεί σπίτι της.
Άρα μια πιθανολογούμενη αποχώρηση της
SOCAR
από το
ναρκοθετημένο Ελληνικό ενεργειακό τοπίο δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει.