Σταθάκης: «ΝΔ και ΠΑΣΟΚ Παραβίασαν την Κοινοτική Νομοθεσία Αυξάνοντας τα Τιμολόγια του ΔΕΣΦΑ» (Video)

Σταθάκης: «ΝΔ και ΠΑΣΟΚ Παραβίασαν την Κοινοτική Νομοθεσία Αυξάνοντας τα Τιμολόγια του ΔΕΣΦΑ» (Video)
energia.gr
Πεμ, 8 Δεκεμβρίου 2016 - 17:58
Σε μία σειρά θέματα ενεργειακού αλλά και ευρύτερου οικονομικού ενδιαφέροντος αναφέρθηκε ο Υπουργός ΠΕΝ κ. Γιώργος Σταθάκης στη σημερινή ομιλία του κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την Κύρωση του Προϋπολογισμού του 2017. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις κυβερνητικές προτεραιότητες στον χώρο της ενέργειας

Σε μία σειρά θέματα ενεργειακού αλλά και ευρύτερου οικονομικού ενδιαφέροντος αναφέρθηκε ο Υπουργός ΠΕΝ κ. Γιώργος Σταθάκης στη σημερινή ομιλία του κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την Κύρωση του Προϋπολογισμού του 2017. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις κυβερνητικές προτεραιότητες στον χώρο της ενέργειας.

Ειδική αναφορά έκανε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας στον τερματισμό των συνομιλιών με την αζερική Socar σχετικά με την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ. Όπως επισήμανε, το βασικό πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης ήταν η αντιφατικότητα παραγωγού και διανομέα που προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαχωρίζει αυτές τις αγορές, πράγμα που, σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη, έφερε πίσω τη συζήτηση για δύο χρόνια.   

Στο επίμαχο θέμα της τροπολογίας Σκουρλέτη, τόνισε ότι: «Όταν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ τότε [σσ. το 2013] έδωσαν στη ΔΕΣΦΑ μία πρωτόγνωρη αύξηση των τιμολογίων 68%, παραβίαζαν τον κανονισμό με Οδηγία 73/2009, προκειμένου να μην ενσωματώσουν ακόμη –υπήρχε Οδηγία από τότε- για τον τρόπο με τον οποίο από τούδε και εφ’ εξής –κάποια στιγμή στο μέλλον, έγινε αυτό το καλοκαίρι- θα προσδιορίζονται οι τιμές στα μονοπωλιακά δίκτυα. Και αυτή η ενσωμάτωση που έγινε από την παρούσα Κυβέρνηση αφορά την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας, που είναι ένα σύστημα το οποίο λέει πώς προσδιορίζεται το τιμολόγιο στο μέλλον. Αυτήν έπρεπε να την κάνουμε ως χώρα, διότι δημιουργεί δύο θετικά.

Πρώτον, έχουμε μία συγκεκριμένη αποτύπωση του πώς υπολογίζεται το κόστος, το κέρδος και η τιμολόγηση για το μέλλον και δεύτερον, δημιουργεί ασφάλεια στον επενδυτή. Αυτό ενσωμάτωσε η παρούσα Κυβέρνηση με τη ρύθμιση του καλοκαιριού».

Ολόκληρη η ομιλία του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργου Σταθάκη στη Βουλή για την κύρωση του προϋπολογισμού του 2017:

«Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, φέτος έχουμε τη δυνατότητα να κρίνουμε τα πράγματα όχι βάσει μιας συζήτησης που βρισκόταν στην αρχή μια διαδρομής, για παράδειγμα πέρυσι. Φέτος έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση με βάση τα αποτελέσματα, με βάση τα δεδομένα που έχουμε από το 2016.

Γι’ αυτό απορώ που ένα μεγάλο μέρος της Αντιπολίτευσης ασκεί κριτική ως να είμαστε έναν χρόνο πριν, να μην έχουμε δεδομένα να κρίνουμε τρία πράγματα, δηλαδή, αν η Κυβέρνηση έχει οικονομική πολιτική, αν ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζει τη συμφωνία και στις διαδοχικές συμφωνίες, που έχει επιτύχει έκτοτε, οδηγούν κάπου και, τρίτον και βασικό, εάν όντως η ελληνική οικονομία, εφαρμόζοντας αυτήν την οικονομική πολιτική, που θα εξηγήσω αμέσως μετά, βρίσκεται στο κομβικό σημείο της μεταστροφής της πορείας της προς μια αναπτυξιακή διαδικασία.

Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω έναν χρόνο πριν ποια ήταν η βασική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης. Είχε τέσσερα στοιχεία: Πρώτον, η ύπαρξη και η αναγκαιότητα δημοσιονομικής σταθερότητας. Αυτό επεδίωξε ο προϋπολογισμός πέρυσι, αυτό είμαστε στη δυνατότητα να το κρίνουμε με βάση τα αποτελέσματα του 2015 και του 2016 και να αξιολογήσουμε και τη δημοσιονομική στρατηγική για τον επόμενο χρόνο.

Δεύτερο στοιχείο. Χρηματοοικονομική σταθερότητα, η αναγκαιότητα δηλαδή να υπάρξει σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, για το οποίο είχαμε πει ότι υπάρχει μια σειρά από βήματα πέρυσι, όπως η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η ένταξη στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από 1.1.2016, η αναγκαιότητα διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων με την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τα «κόκκινα» δάνεια και φυσικά η προοπτική μιας συμφωνίας και για το χρέος και για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, η οποία θα οδηγεί στην ποσοτική χαλάρωση. Έχουμε αποτελέσματα και σ’ αυτόν τον τομέα.

Τρίτο στοιχείο. Η Κυβέρνηση θα προχωρούσε τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία, που θα τονώνουν την επιχειρηματικότητα, θα διευκολύνουν τη λειτουργία σημαντικών τομέων της οικονομίας και οι οποίες αποτελούν κομβικό σημείο, προκειμένου να επιτευχθεί ανάκαμψη. Και σ’ αυτόν τον τομέα έχουμε αποτελέσματα. Έχουμε μια πληθώρα διαρθρωτικών αλλαγών που έγινε στη διάρκεια του χρόνου, που διαμορφώνουν ένα πολύ καλύτερο πλαίσιο για την ανάκαμψη.

Το τέταρτο στοιχείο, για το οποίο δεσμευθήκαμε, ήταν η κοινωνική πολιτική, ότι υπό τους περιορισμούς της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, υπό τους περιορισμούς που τίθενται σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο το στίγμα της Κυβέρνησης είναι η μεγιστοποίηση της κοινωνικής πολιτικής και της μέριμνας για τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Έχουμε αποτελέσματα, έχουμε απολογισμό σ’ αυτόν τον τομέα. Και αυτός ο απολογισμός προεγγράφεται στην πολιτική του προϋπολογισμού και τον επόμενο χρόνο για τη στήριξη του εισοδήματός κ.ο.κ. στα 700 εκατομμύρια, τα οποία τόσοι συνάδελφοι ανέφεραν.

Υπό τους τέσσερις αυτούς όρους, εμείς θεωρήσαμε ότι είναι ρεαλιστικό η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε θετικό πρόσημο ανάπτυξης. Να θυμίσω ότι όταν στο πρώτο εξάμηνο λέγαμε ότι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα έχουμε θετικό πρόσημο στην οικονομία, ακούγαμε όλα αυτά που ακούμε και σήμερα, «πώς θα γυρίσει η οικονομία, διώχνετε τις επενδύσεις, καταστρέφεται η οικονομία, διαλύεται το σύμπαν». Τώρα, όμως, πρέπει να είναι συγκεκριμένα τα στοιχεία. Το τρίτο τρίμηνο του 2016 ή έχουμε ή δεν έχουμε συν 1,5% θετική ανάπτυξη σε σχέση με πέρυσι. Πρέπει να αποφασίσουμε. Έχουμε ή δεν έχουμε; Εάν έχουμε, πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε σ’ αυτή τη βάση.

Δεύτερον, ακούω ότι διώχνουμε τις επενδύσεις. Έχουμε αύξηση των επενδύσεων ή δεν έχουμε; Εάν δεν έχουμε, τότε αυτό που βγήκε, ότι οι επενδύσεις παγίων κεφαλαιακών αγαθών είναι στο συν 12,6%, θα πρέπει να είναι κάτι εντελώς παραπλανητικό. Έχουμε, λοιπόν, ροή και αύξηση των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της οικονομίας, των μέτρων όλων αυτών των πραγμάτων ή όχι;

Τρίτον, ακούω για τις εξαγωγές. Έχουμε ή δεν έχουμε αύξηση για τις εξαγωγές; Είναι πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα. Είναι θετικό το πρόσημο και ισχυρά θετικό, είναι 10,2%.

Άρα, εκ των πραγμάτων όλοι οι δείκτες δείχνουν ότι όντως, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, υπάρχει ένας ισχυρός αντίκτυπος στην οικονομία, ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο και ως εκ τούτου αυτό αποτελεί μια στέρεα βάση για να συζητήσουμε όλη αυτή την κριτική που ασκείται, πώς θα έρθει το 2,7% που έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό από τον κ. Χουλιαράκη ή από την Κομισιόν.

Συμφωνούν οι πάντες για το 2,7%, εκτός από την Αντιπολίτευση. Είναι αδύνατο, απραγματοποίητο κλπ. Και πολλά άλλα ήταν απραγματοποίητα. Επαναλαμβάνω ότι απραγματοποίητο ήταν να φέρουμε ύφεση πολύ οριακή πέρυσι, απραγματοποίητο ήταν να εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό όπως είχε προγραμματιστεί και κατά πολύ καλύτερα, απραγματοποίητο ήταν να υπάρξει στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 θετικό πρόσημο κ.ο.κ.

Άρα, την ιδέα της καταστροφολογίας καλώ την Αντιπολίτευση να την εδράζει πλέον και σε κάποια δεδομένα. Να πει, είναι κακή η Συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ανίκανη, άχρηστη ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά να το θεμελιώνει και σε κάποια δεδομένα, γιατί εκ του αποτελέσματος κρινόμαστε όλοι.

Τέταρτο και τελευταίο σημείο. Υπάρχουν πλέον σ’ αυτή τη στρατηγική μας ορισμένα κομβικά σημεία. Η χθεσινή απόφαση είναι, νομίζω, ένα ακόμα κομβικό σημείο.

Ακούω έντονη κριτική. Έμαθα ότι το χρέος μας τελειώνει το 2060. Δεν ξέρω ποιος το ανακάλυψε αυτό. Ακούω ότι τα μέτρα που πάρθηκαν χθες, που είναι βραχυχρόνια, αφορούν το χρέος μετά το 2040 και διάφορα άλλα, πληροφορίες τις οποίες αγνοώ προσωπικά και θα ήθελα πάρα πολύ να τις συζητήσω μαζί με αυτούς που υπολογίζουν το κόστος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι είναι 100 δισεκατομμύρια. Με κάποιον τρόπο θα αποτυπωνόταν, υποθέτω, στο ΑΕΠ του 2015 και του 2016 αυτά τα 100 δισεκατομμύρια, που είναι τα 86 δισεκατομμύρια το νέο φέσι που βάλαμε στην οικονομία. Εκ των πραγμάτων, μαθαίνουμε όλοι και ξέρουμε ότι τα 50 δισεκατομμύρια είναι αναχρηματοδότηση του παλιού χρέους που υπήρχε μέχρι το 2020 και τα 25 δισεκατομμύρια δεν χρειάστηκαν, γιατί απ’ αυτά τα χρήματα χρειάστηκαν μόνο 5 οι τράπεζες.

 

Άρα, υπό αυτούς τους δεδομένους όρους –επαναλαμβάνω, ακούω διάφορα ευφυολογήματα- καλό θα ήταν κάποιος να μας διαφωτίσει για το ποια είναι η πρόβλεψη για το ελληνικό χρέος, δηλαδή να μας δείξει αριθμούς για το πότε αρχίζει και το πότε τελειώνει, τι επιπτώσεις έχουν τα συγκεκριμένα μέτρα.

Επανέρχομαι, λοιπόν, στο βασικό επιχείρημα. Υπάρχει αδυναμία να αναγνωρίσουν ένα κομβικό σημείο στο οποίο οδηγεί την οικονομία μαζί με το θετικό πρόσημο του 2017, αλλά είναι απόλυτα κομβικό, η υιοθέτηση των βραχυχρόνιων μέτρων για το χρέος, που είναι πολύ σημαντικό, και πέρα από το άμεσο αποτέλεσμα που έχει, δίνει ένα ισχυρό στίγμα ότι η οικονομία πλέον έχει μεσοπρόθεσμο ορίζοντα σταθερότητας, ότι μπορεί να ενταχθεί στο τελευταίο κομμάτι που έχει μείνει για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος που είναι η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που σηματοδοτεί και οριοθετεί την πλήρη εξομάλυνση της ελληνικής οικονομίας απέναντι στο διεθνές επενδυτικό κοινό.

Υπό αυτούς τους όρους, λοιπόν, η παρούσα Κυβέρνηση και ο προϋπολογισμός που θα αποτυπώνει, συνεχίζει μία στρατηγική η οποία –ανακεφαλαιώνω- είχε τέσσερα κομβικά στοιχεία. Παραμένουν και τα τέσσερα ενεργά και πολύ σημαντικά και αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό. Είναι η δημοσιονομική σταθερότητα, που πρέπει να διατηρηθεί ακριβώς όπως διατυπώνεται μέχρι και το 2018, είναι η περαιτέρω σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η διαχείριση των προβλημάτων του, έτσι που να μπορέσει να αναχρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία και την ανάκαμψή της, είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες θα συνεχίσουμε και είναι φυσικά και η ισχυρή κοινωνική πολιτική, που αποτελεί και το στίγμα της σημερινής και της παρούσας Κυβέρνησης.

Αυτή τη βασική στρατηγική ακολουθούμε και ο προϋπολογισμός το αποτυπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προαναγγέλλοντας το 2017 ως ένα έτος στο οποίο πραγματικά υπάρχουν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις να είναι ένα έτος μεγάλης στροφής της οικονομίας και βασικό κομμάτι και βήμα για την οριστική έξοδο από την κρίση.

Επιτρέψτε μου να πω δύο στοιχεία για τα ενεργειακά δεδομένα και την πολιτική μας. Περιστρέφεται γύρω από τέσσερα βασικά σημεία η πολιτική μας στον τομέα της ενέργειας. Πρώτον, τον σχεδιασμό που πρέπει να έχουμε για το 2020 όσον αφορά το εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ενεργειακός τομέας θα κινείται με βάση τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, άρα θα συστήσουμε ένα Εθνικό Συμβούλιο Ενέργειας μαζί και με άλλες εξελίξεις που υπάρχουν σε αυτόν τον τομέα.

Δεύτερον, τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό συνεπάγεται αλλαγές στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στις οποίες θα προχωρήσουμε, καθώς και ένα πολύ ευρύτερο σύστημα δικτύων μεταφοράς που αφορούν τη νησιωτική μας Ελλάδα, την Κρήτη και άλλες περιοχές και αναβάθμιση των δικτύων μας έτσι που να μπορούν να συνδέονται με την ψηφιακή τεχνολογία.

Το τρίτο στοιχείο είναι ο τομέας της χωροταξίας. Υπενθυμίζω ότι εκεί καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τρία θεμελιακά προβλήματα. Την απροσδιοριστία των έγγειων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας -κάτι που καλείται το κτηματολόγιο να επιλύσει μέχρι το 2020- την έλλειψη ενός χωρικού σχεδιασμού –φέρνουμε την άλλη εβδομάδα το νέο νομοσχέδιο για την χωροταξία- και ασάφειες ως προς τις χρήσεις γης, όπου θεωρούμε ότι η ενδυνάμωση του περιφερειακού επιπέδου ως επιπέδου σχεδιασμού μάς δίνει αυτό το στοιχείο.

(Στο σημείο αυτό χτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Υπουργού)

Δύο λεπτά ακόμη θα χρειαστώ, κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ.

Το τέταρτο και τελευταίο βήμα αφορά τη μετεξέλιξη της χώρας σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο στρατηγικής σημασίας όπου συνεχίζουμε την όλη συζήτηση για τον ΤΑΠ, την Αλεξανδρούπολη, τον αγωγό που θα πηγαίνει προς τα βόρεια, Βουλγαρία-Ρουμανία, και δεκάδες άλλες πρωτοβουλίες που υπάρχουν σε αυτόν τον τομέα.

Κλείνω με μία νότα για τη ΔΕΣΦΑ, γιατί ήταν σημείο αντιπαράθεσης με τη Νέα Δημοκρατία και θα ήθελα να επιμείνω λίγο σε αυτό.

Να υπενθυμίσω ότι είναι μία ιδιωτικοποίηση η οποία ξεκίνησε από το 2013. Αποχώρησαν άλλοι ανταγωνιστές, έμεινε ένας υποψήφιος, κατοχυρώθηκε το 66% των μετοχών στη SOCAR και από εκεί αρχίζουν τα προβλήματα πολύ πριν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Επαναλαμβάνω, πολύ πριν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν εγκρίνεται αυτή η ιδιωτικοποίηση από την Κομισιόν, διότι προσκρούει στον κανόνα ότι η παραγωγός αερίου δεν μπορεί να ελέγχει το δίκτυο διανομής. Άρα, το βασικό πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης ήταν η αντιφατικότητα παραγωγού και διανομέα που προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαχωρίζει αυτές τις αγορές. Αυτό έφερε πίσω μια συζήτηση για δύο χρόνια. Διότι έπρεπε να απομειώσει το ποσοστό της η SOCAR, να γίνει μειοψηφικό και ταυτόχρονα να ακολουθήσει και τις νέες οδηγίες που υπάρχουν και το νέο πλαίσιο, ακόμα και μειοψηφών, προκειμένου για το ρόλο που θα μπορεί να έχει στη διαχείριση της εταιρείας. Αυτά λένε οι ευρωπαϊκοί κανόνες.

Τρίτο θέμα. Όταν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ τότε έδωσαν στη ΔΕΣΦΑ μία πρωτόγνωρη αύξηση των τιμολογίων 68%, παραβίαζαν τον κανονισμό με Οδηγία 73/2009, προκειμένου να μην ενσωματώσουν ακόμη –υπήρχε Οδηγία από τότε- για τον τρόπο με τον οποίο από τούδε και εφ’ εξής –κάποια στιγμή στο μέλλον, έγινε αυτό το καλοκαίρι- θα προσδιορίζονται οι τιμές στα μονοπωλιακά δίκτυα. Και αυτή η ενσωμάτωση που έγινε από την παρούσα Κυβέρνηση αφορά την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας, που είναι ένα σύστημα το οποίο λέει πώς προσδιορίζεται το τιμολόγιο στο μέλλον. Αυτήν έπρεπε να την κάνουμε ως χώρα, διότι δημιουργεί δύο θετικά.

Πρώτον, έχουμε μία συγκεκριμένη αποτύπωση του πώς υπολογίζεται το κόστος, το κέρδος και η τιμολόγηση για το μέλλον και δεύτερον, δημιουργεί ασφάλεια στον επενδυτή. Αυτό ενσωμάτωσε η παρούσα Κυβέρνηση με τη ρύθμιση του καλοκαιριού.

Τούτων δοθέντων, καλώ τη Νέα Δημοκρατία να μας πει γιατί δεν προχώρησε η ιδιωτικοποίηση. Πραγματικά, το λέω ειλικρινά, χωρίς καμία αντιπολιτευτική αντιπαράθεση, παίρνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα και εκπλήσσομαι, επαναλαμβάνω. Η παρούσα Κυβέρνηση και στον τελευταίο κύκλο διαπραγματεύσεων εξαντλήσαμε όλες τις δυνατότητες που υπήρχαν για τις παρελθούσες χρήσεις -μπορούσαμε να έχουμε μία μικρή επέμβαση- και κάναμε την καλύτερη δυνατή προσφορά για να βρεθεί μία λύση και να διαμορφωθεί ένα καλύτερο πλαίσιο. Δεν υπήρχε η δυνατότητα.

Όπως ξέρετε, υπό όλους αυτούς τους δεδομένους όρους τα μεγαλύτερα προβλήματα είχαν προκύψει ανεξάρτητα και εκπορεύονται καθοριστικά από το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, οπότε καλώ τη Νέα Δημοκρατία να μας πει: Να σταματήσουμε να εφαρμόζουμε το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση ή όχι;

Ευχαριστώ».