Ο Ενεργειακός Σχεδιασμός Μπορεί να Αποτελέσει Αναπτυξιακό Θεμέλιο για την Ελληνική Οικονομία

Ο Ενεργειακός Σχεδιασμός Μπορεί να Αποτελέσει Αναπτυξιακό Θεμέλιο για την Ελληνική Οικονομία
γράφει ο Αντώνης Κοντολέων*
Δευ, 19 Δεκεμβρίου 2016 - 13:02
Η χρόνια απουσία στρατηγικού ενεργειακού σχεδιασμού δεν επέτρεψε να γίνει ποτέ μια ουσιαστική και ορθολογική συζήτηση γύρω από το ενεργειακό μείγμα για την ηλεκτροπαραγωγή, θέμα σύνθετο και εθνικής σημασίας. Οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι πολλές: ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αξιοποίηση εγχώριων πόρων, οικονομικά βέλτιστες επιλογές

Η χρόνια απουσία στρατηγικού ενεργειακού σχεδιασμού δεν επέτρεψε να γίνει ποτέ μια ουσιαστική και ορθολογική συζήτηση γύρω από το ενεργειακό μείγμα για την ηλεκτροπαραγωγή, θέμα σύνθετο και εθνικής σημασίας. Οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι πολλές: ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αξιοποίηση εγχώριων πόρων, οικονομικά βέλτιστες επιλογές.

Γι’ αυτό και θεωρούμε πολύ απλοϊκό αλλά και εθνικά επιζήμιο να επιχειρείται να εξοστρακιστεί ο λιγνίτης από το ενεργειακό μείγμα για την ηλεκτροπαραγωγή και να υποκατασταθεί από ένα εισαγόμενο καύσιμο, όπως είναι το φυσικό αέριο.

Αντιλαμβανόμαστε ασφαλώς και συμφωνούμε με τον εθνικό και ευρωπαϊκό στόχο της μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα και της σταδιακής μετάβασης προς «πράσινες» μορφές ενέργειας, χωρίς όμως να υπονομεύεται η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, καθώς επίσης και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ειδικότερα της βιομηχανίας. Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το % του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα. Συντασσόμαστε απόλυτα με την άποψη που το καθορίζει στο επίπεδο τουλάχιστον του 25-28 % (σήμερα είναι 28%).

Εξίσου εθνικά επιζήμια θεωρούμε και την κίνηση των ανταγωνιστών της ΔΕΗ, σύμφωνα με καταγγελία του προέδρου της ΔΕΗ, που σαμποτάρισαν την προσπάθειά της να πετύχει την έγκριση της Ε.Ε. για αύξηση των ωρών λειτουργίας για το διάστημα 2016-2023 των έξι λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ (Αμύνταιο Ι, ΙΙ και Καρδιά Ι, ΙΙ, III, IV) από 17.500 ώρες σε 32.000 ώρες, περιορισμός που έχει επιβληθεί στο πλαίσιο ευθυγράμμισης με σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (75/2010).

O περιορισμός αυτός θα οδηγήσει, όπως αναφέρεται και στη μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ, σε προφανή κίνδυνο για την επάρκεια του συστήματος λόγω ακριβώς της ταυτόχρονης απόσυρσης 1.656 MW λιγνιτικής παραγωγής την άνοιξη του 2020, ενώ η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα V στην καλύτερη περίπτωση αναμένεται ότι θα λειτουργήσει όχι νωρίτερα από το 2022. Πώς μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε εκείνα τα συμφέροντα που αντιστρατεύονται με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο την ολοκλήρωση της νέας μονάδας; Θα μπορέσει όμως η ΔΕΗ να πραγματοποιήσει το επενδυτικό της πλάνο λαμβάνοντας υπόψη την αμφιλεγόμενη, ως προς την αναγκαιότητα για την επίτευξη του στόχου του ανοίγματος της αγοράς, οικονομική αφαίμαξη της ΔΕΗ που επιχειρείται με τις λεγόμενες δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ;

Άραγε, η βίαιη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ έως το 2019-2020 έχει ως στόχο την ανάπτυξη ανταγωνιστικής αγοράς ή την οικονομική καταστροφή της και την απαξίωση των παγίων της προς όφελος των ανταγωνιστών της, ντόπιων και ξένων;

Το βασικότερο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν την “απολιγνιτοποίηση” του εγχώριου ενεργειακού μείγματος, εκτός του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του λιγνίτη, εντοπίζεται στη στοχαστικότητα των ΑΠΕ, η οποία απαιτεί ευέλικτες μονάδες παραγωγής. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, ευέλικτες μονάδες είναι κύρια οι μονάδες παραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο και δευτερευόντως τα Υ/Η. Ενσυνείδητη παραπληροφόρηση που αγνοεί το γεγονός ότι οι σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, όπως αυτές που εντάσσονται στο επενδυτικό πλάνο της ΔΕΗ, είναι εξίσου ευέλικτες.

Δεν υπάρχει πολυτέλεια να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Ο εθνικός ενεργειακός στρατηγικός σχεδιασμός θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο τη διασφάλιση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και δεν μπορεί να υπαγορεύεται από την ανάγκη να στηριχτούν επενδυτικές επιλογές του παρελθόντος και συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης, όπου καταβάλλεται εσχάτως προσπάθεια να προβληθεί η άποψη ότι είναι προτιμότερο να προωθηθεί η τροφοδοσία του νησιού με φυσικό αέριο, παραβλέποντας το τεράστιο κόστος των αναγκαίων εγκαταστάσεων.

Η ανάπτυξη της χώρας τη δεκαετία του '60 βασίστηκε στα Υ/Η και στον λιγνίτη. Σήμερα η μόνη ορθή και εθνικά επωφελής επιλογή είναι ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα, που θα ενισχύει την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αξιοποιώντας πλήρως τους εγχώριους πόρους, επιτρέποντας σε διαφορετικές τεχνολογίες να εξελίσσονται και να ανταγωνίζονται στην αγορά, με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και βεβαίως τον σεβασμό των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της Ένωσης.

Αυτή άλλωστε είναι και η γενικότερη ευρωπαϊκή κατεύθυνση, όπως περιγράφεται και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για την Ενεργειακή Ένωση: "Το διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα των κρατών - μελών, βασισμένο στους εγχώριους πόρους που διαθέτει το καθένα, αλλά και στις γεωγραφικές, περιβαλλοντικές παραμέτρους, τις ενεργειακές ανάγκες και φυσικά στα κόστη... αποτελεί περιουσιακό στοιχείο για την Ένωση συνολικά, αφού ενισχύει την αντοχή της σε διακοπές / προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού και οδηγεί στις πλέον συμφέρουσες επιλογές από πλευράς κόστους.

Κατά συνέπεια, η βιομηχανία θεωρεί ότι στον διάλογο για τον στρατηγικό ενεργειακό σχεδιασμό θα πρέπει να προταχθεί το ζητούμενο της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.

Ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε. Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού, μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους -και όχι μόνο- αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.

 * μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ)

(από την εφημερίδα "Αυγή")