Κινδύνους για τη μεταφορά αερίου προς την Ευρώπη μέσω Ουκρανίας διαβλέπει η
Gazprom
και
σε περίπτωση που η Ουκρανία υποκλέψει ποσότητες χωρίς την έγκρισή της, αυτό
μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή προμηθειών προς την ΕΕ. Αυτό δήλωσε μιλώντας σε
δημοσιογράφους ο επικεφαλής του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού,
Alexei
Miller.
«Πράγματι, υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι για τη διέλευση αερίου [ενν. μέσω
Ουκρανίας]. Στο συμβόλαιο που υπεγράφη το 2009, ξεκάθαρα καθορίσαμε κάθε περίπτωση
ανωτέρας βίας. Αν η Ουκρανία αρχίσει να υποκλέπτει ποσότητες αερίου, τότε
μπορούμε είτε να μειώσουμε την παροχή κατά τον όγκο του παρανόμως
καταναλισκόμενου αερίου ή μπορούμε να προβούμε σε δυσανάλογη μείωση. Αλλά
πρέπει να σταματήσουμε συνολικά τις παραδόσεις ακόμη και μετά από ένα και μόνο
κρούσμα μη εγκεκριμένης υποκλοπής αερίου», τόνισε ο
Miller.
Παράλληλα, όπως ανακοίνωσε η
Gazprom
τη Δευτέρα, μετά την συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου,
ο ρωσικός κολοσσός αερίου αναμένει να ισχυροποιήσει τη θέση του στις αγορές της
Ευρώπης και της Ασίας – Ειρηνικού.
Επίσης, η
Gazprom
συνεχίζει τη συστηματική της δουλειά για διαφοροποίηση των
προμηθευτώ αερίου και ενίσχυση του μεριδίου της εταιρείας σε βασικές αγορές της
Ευρώπης και της Ασίας – Ειρηνικού. Η υλοποίηση του πρότζεκτ του αγωγού
Nord
Stream-2, η κατασκευή του κύριου
αγωγού του πρότζεκτ «
Power
of
Siberia»
(που αποτελεί την ανατολική διαδρομή για τη μεταφορά ρωσικού αερίου προς την
Κίνα) καθώς και η μονάδα επεξεργασίας αερίου στο
Amursky, τηρούν αυστηρά τα
χρονοδιαγράμματά τους, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της εταιρείας.
Η μακροπρόθεσμη θέση της
Gazprom
παραμένει σταθερή παρά τις αλλαγές του περιβάλλοντος. Αυτό
οφείλεται, ειδικότερα, στα μεγάλα αποθέματα ερίου, στην ανεπτυγμένες υποδομές
παραγωγή και μεταφορών, στα μακροχρόνια συμβόλαια, καθώς και στη διαφοροποίηση
των εξαγωγικών οδών.
Τέλος, ο Miller επισήμανε ότι συνολικά για το 2016 ο όγκος των ποσοτήτων που
θα εξαχθούν στις χώρες εκτός ΚΑΕ πιθανόν να αγγίξει τα επίπεδα-ρεκόρ των 180 bcm
αερίου, ενώ τόνισε ότι ειδικά στις 29 Νοεμβρίου οι ημερήσιες εξαγωγές έφτασαν
στο μέγιστο σημείο τους, ήτοι στα 614,5 εκατ. κυβ. μ.