Η κακοκαιρία και το δριμύ ψύχος στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο συνεχίζονται για έκτη συνεχόμενη εβδομάδα και αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη εάν μελετήσει κάποιος τα μετεωρολογικά στοιχεία των τελευταίων 150 ετών.
Μια ιστορική αναδρομή στην μετεωρολογία της Ελλάδος αλλά και της χερσονήσου του Αίμου ως και της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας δείχνουν ότι οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και ο παγετός αποτελούν μόνιμα χαρακτηριστικά των χειμερινών μηνών για το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής.
Με άλλα λόγια, η τρέχουσα περίοδος ψύχους δεν αποτελεί ένα σπάνιο γεγονός, μία εξαίρεση, αλλά ένα συχνά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο (ίσως όχι πλήρως αποδεκτό για όσους έχουν πιστέψει ανεπιφύλακτα την θεωρία της Κλιματικής Αλλαγής) και για αυτό θα έπρεπε εδώ και χρόνια το Ελληνικό ενεργειακό σύστημα να έχει προετοιμαστεί για να μπορεί να αντιμετωπίζει με άνεση τέτοιες καταστάσεις.
Και ενώ πριν λίγα μόλις χρόνια το Ελληνικό ενεργειακό σύστημα ήτο σχετικά απλό ως προς την διαχείριση του αφού αυτό αποτελείτο από το δίκτυο της ΔΕΗ, που ήτο βασισμένο σ’ένα πλέγμα λιγνιτικών, υδροηλεκτρικών και πετρελαϊκών μονάδων χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις (δηλ. εισαγωγές-εξαγωγές, ΑΠΕ, θερμοηλεκτρικά από ΑΠ κλπ) και με την συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών να καλύπτει τις ανάγκες θέρμανσης των με κεντρικά συστήματα πετρελαίου η και θερμοσυσσωρευτές, τα τελευταία 15 χρόνια έχουν επέλθει ριζικές αλλαγές τόσο μέσω της λειτουργίας της ημερήσιας αγοράς ηλεκτρισμού όσο και με την είσοδο στο σύστημα του φ.αερίου. Όπως παρατηρούσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας στο energia.gr (βλ. «Διαθέτει η Χώρα Μηχανισμό Διαχείρισης Ενεργειακών Κρίσεων», στις 16/1) είναι η διείσδυση του φ.αερίου τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή,(όπου σήμερα καλύπτει σχεδόν το 38% και είναι σημαντικά αυξημένο από πέρυσι που ήτο μόλις 21%) όσο και στην βιομηχανία και στον οικιακό τομέα που έχει δημιουργήσει μία αστάθεια και μη προβλεπτικότητα στην λειτουργία του όλου συστήματος.
Και ενώ το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, από άποψη εγκατεστημένης ισχύος αλλά και οργάνωσης λειτουργίας, είναι απόλυτα ικανό να αντιμετωπίσει υψηλές αιχμές, ακόμα και άνω των 11,000 ΜWhs, πριν λίγες ημέρες κινδύνευσε με κατάρρευση μ’ένα συνολικό φορτίο που δεν ξεπερνούσε τις 9,500 MWhs. H εξήγηση δεν ήτο άλλη από την αδυναμία λειτουργίας όλων των προβλεπόμενων μονάδων φ.αερίου τόσο από την έλλειψη προμήθειας αερίου, λόγω της αυξημένης ζήτησης από μη ηλεκτρικές χρήσεις, αλλά κυρίως λόγω της μη ύπαρξης αποθηκευτικών χώρων. Και όπως έχουμε κατ’επανάληψη τονίσει η ύπαρξη του τέρμιναλ LNG στη Ρεβυθούσα δεν αποτελεί λύση για την αποθήκευση ικανών ποσοτήτων φ.αερίου αφού η ύπαρξη του, βάσει της σχεδίασης του όλου συστήματος φ.αερίου της χώρας, αποβλέπει στην εξισορρόπηση λειτουργίας του συστήματος. Η δε συστηματική χρήση της Ρεβυθούσας τα τελευταία χρόνια, για την κάλυψη χειμερινών η καλοκαιρινών αιχμών, αποτελεί μια ξεκάθαρη παραβίαση των κανόνων διαχείρισης αφού το LNG είθισται να χρησιμοποιείται ως συμπληρωματική πηγή, κυρίως για λόγους ευστάθειας, σ’ένα σύστημα όπως το Ελληνικό που διαθέτει άλλες δύο πύλες εισόδου απ’όπου εισέρχεται μέσω αγωγών το 85% της προμήθειας της χώρας.
Όπως προκύπτει από μια πρόσφατη ανάλυση του ΙΕΝΕ, κομβικό ρόλο για την μελλοντική ομαλή λειτουργία του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος, εν όψει μιας αυξανόμενης χρήσης φ.αερίου και την αναπόφευκτη εμφάνιση αιχμιακών φορτίων, θα παίξει η δημιουργία μιας μόνιμης υπόγειας δεξαμενής (UGS) με άμεση πρόσβαση στο εθνικό σύστημα.
Ως γνωστό μια τέτοια φυσική δεξαμενή υπάρχει και απαντάται στο εξαντληθέν κοίτασμα φ.αερίου της Νοτίου Καβάλας που είναι μάλιστα συνδεδεμένο με υποθαλάσσιους αγωγούς με την παραγωγική γεώτρηση του Πρίνου και με τις χερσαίες εγκαταστάσεις στην Νέα Καρβάλη. Δηλαδή η διασύνδεση με το εθνικό σύστημα δεν αποτελεί πρόβλημα. Η μέχρι σήμερα μη αξιοποίηση της αποθήκης της Νότιας Καβάλας για την κάλυψη των αποθηκευτικών αναγκών του συστήματος βαραίνει όλες ανεξαιρέτως τις προηγούμενες κυβερνήσεις και κυρίως την συν κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που ενώ είχε την ευκαιρία να εγκρίνει σχετική επένδυση από την εκεί εγκατεστημένη εταιρία, την Energean Oil & Gas, που είχε και έχει την παραχώρηση της περιοχής με μακροπρόθεσμη σύμβαση, πήγε κατά παρέκκλιση του νόμου και παρέδωσε την κυριότητα του κοιτάσματος στο ΤΑΙΠΕΔ με την προοπτική αυτός να διενεργήσει κάποτε διεθνή διαγωνισμό για την εκμετάλλευση του εν λόγω κοιτάσματος.
Το Ταμείο όχι μόνο δεν διενήργησε διαγωνισμό αλλά ούτε αξιόπιστο και έμπειρο σύμβουλο δεν προσέλαβε προκειμένου να μελετήσει το όλο θέμα παρά το γεγονός ότι είχε πέντε ολόκληρα χρόνια στην διάθεση του.
Σήμερα, που η χώρα για μία ακόμη φορά ευρίσκεται αντιμέτωπη με συνθήκες έκτακτης ανάγκης χωρίς ένα καλά οργανωμένο σχέδιο διαχείρισης του ενεργειακού συστήματος, η πολιτική ηγεσία καλείται επί τέλους να λάβει κάποιας μορφής μέτρα που θα διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία, όχι σε προσωρινή βάση ώστε να ξεπεράσουμε την σημερινή κρίση και να πάμε σιγά σιγά προς τους ανέμελους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά για μια αποτελεσματική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του θέματος.
Πολύ φοβούμεθα ότι υπό την πίεση της κλιμακούμενης πλέον κρίσης στην λειτουργία του συστήματος η λύση είναι μόνο μία και αυτή έγκειται στην επίταξη πλέον του κοιτάσματος της Νοτίου Καβάλας (δηλ. με την επίκληση force majeure την επιστροφή του κοιτάσματος στην δικαιοδοσία του ΥΠΕΝ) και την απευθείας ανάθεση στην παραχωρησιούχο εταιρία, όπως εξ’άλλου προβλέπεται από τους όρους της παραχώρησης της, της οργάνωσης επενδυτικού σχήματος με αποκλειστικό σκοπό την δημιουργία μόνιμων υπογείων αποθηκευτικών χώρων (χωρητικότητας 0.8 με 1.0 BCM) για την εξυπηρέτηση των αναγκών του εθνικού συστήματος.
Ασχέτως εάν μία τέτοια προσέγγιση επιλεχθεί από την σημερινή κυβέρνηση, αυτή αποτελεί την μόνη ρεαλιστική λύση προκειμένου να δημιουργηθεί το συντομότερο δυνατό μία μόνιμη υπόγεια δεξαμενή για την κάλυψη των εποχιακών αναγκών του συστήματος και την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων.