Το προηγούμενο έτος, η ελληνική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη της τάξεως του 0.3% σε ετήσια βάση, όσο ήταν και η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το τέταρτο τρίμηνο του 2016 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2015, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου και επιβεβαίωσε τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μία ημέρα νωρίτερα

Το προηγούμενο έτος, η ελληνική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη της τάξεως του 0.3% σε ετήσια βάση, όσο ήταν και η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το τέταρτο τρίμηνο του 2016 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2015, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου και επιβεβαίωσε τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μία ημέρα νωρίτερα. 

Η αύξηση αυτή του ΑΕΠσε ετήσια βάση, προκύπτει λόγω της σύγκρισης του δεύτερου εξαμήνου του 2016 σε σχέση με το πολύ άσχημο δεύτερο εξάμηνο του 2015 της επιβολής των capital controls, των πρόωρων εκλογών και του τρίτου Μνημονίου.

Σε τριμηνιαία βάση, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0.4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 έναντι του αμέσως προηγούμενου τριμήνου, μετά από δύο διαδοχικά τρίμηνα ανάπτυξης, πιθανόν λόγω διαμόρφωσης (και πάλι) κλίματος ανασφάλειας εξαιτίας της συνεχιζόμενης καθυστέρησης στην αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ των τριών προηγούμενων τριμήνων του 2016 έχει αναθεωρηθεί, κυρίως λόγω των ενημερωμένων στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης. Τα στοιχεία αυτά (ετήσια και τριμηνιαία) είναι προσωρινά και θα επικαιροποιηθούν από την ΕΛΣΤΑΤ στις 6 Μαρτίου.

Στα αναθεωρημένα στοιχεία, θα υπάρξει μια αναλυτική καταγραφή των παραγόντων που συνέβαλαν στην θετική πορεία του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2016, όπως, μεταξύ άλλων, η αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών και των πληρωμών ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι υπήρξε αντιστάθμιση της πτώσης του 2015, όταν οι συνθήκες οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας διέκοψαν την ανοδική πορεία που είχε ξεκινήσει το 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση εποχικά και ημερολογιακά διορθωμένα στοιχεία και σε επίπεδο αλυσωτών δεικτών όγκου, η ελληνική οικονομία έφτασε σε 184.9 δισ. ευρώ το 2016, δηλ. στα επίπεδα του 2014, ενώ το 2015 είχε υποχωρήσει σε περίπου 184.3 δισ. ευρώ. Το 2008, ο όγκος του ΑΕΠ ήταν στα επίπεδα των 249.9 δισ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει απώλειες άνω του 26% σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2.7% το 2017, όπως είναι και η πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού.

Ευρωζώνη: Οριακή επιβράδυνση του ΑΕΠ κατά 0.1% σε ετήσια βάση

Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat, το ΑΕΠ των 19 οικονομιών της ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 1.7% σε ετήσια βάση το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, γεγονός που υποδηλώνει ελαφρά επιβράδυνση συγκριτικά με το ρυθμό ανάπτυξης του τρίτου τριμήνου του 2016 (1.8% σε ετήσια βάση). Η επιβράδυνση αυτή οφείλεται κυρίως στη μικρότερη συνεισφορά των εξαγωγών, ενώ η εσωτερική ζήτηση παραμένει ισχυρή στην πλειοψηφία των χωρών της νομισματικής ένωσης. Ενδεικτικά, η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, σημείωσε ανάπτυξη 0.4% σε τριμηνιαία βάση το τέταρτο τρίμηνο του 2016, έναντι εκτιμήσεων για ανάπτυξη 0.5%.

Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο 2017 ο ετήσιος πληθωρισμός της ευρωζώνης αυξήθηκε στο 1.8% από 1.1% τον Δεκέμβριο 2016, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Eurostat, λόγω κυρίως της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές ενέργειας σημείωσαν τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο 8.1% τον Ιανουάριο 2017 έναντι 2.6% τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.

Η ελληνική οικονομία επέστρεψε μετά απο περίπου τέσσερα χρόνια αποπληθωρισμού σε πληθωρισμό τον πρώτο μήνα του νέου έτους λόγω κυρίως της αύξησης έμμεσων φόρων, καθώς ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή Ιανουαρίου 2017 προς τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2016 αυξήθηκε κατά 1.2%, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ. Σημαντικό ρόλο στις ανατιμήσεις σειράς αγαθών και υπηρεσιών διαδραμάτισε η αύξηση των διεθνών τιμών των καυσίμων τους τελευταίους μήνες, που σε συνδυασμό με την αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, δημιουργούν συνθήκες γενικευμένης ακρίβειας για τα ελληνικά νοικοκυριά. Η προαναφερθείσα αύξηση κατά 1.2% του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τον μήνα Ιανουάριο 2017 οφείλεται σε μια σειρά από μεταβολές, κυρίως αύξηση κατά 4.6% της ομάδας «Μεταφορές» λόγω αύξησης των τιμών των καυσίμων αυτοκινήτου, μεταξύ άλλων. Υπενθυμίζουμε ότι από την 1η Iανουαρίου 2017 αυξήθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στη βενζίνη, το πετρέλαιο κίνησης, αλλά και το υγραέριο κίνησης. Τον Ιανουάριο 2017, παρατηρήθηκαν παράλληλα και μειώσεις, αλλά αυτές αφορούν είδη που δεν χαρακτηρίζονται πρώτης ανάγκης, όπως ένδυση και υπόδηση, οικιακές υπηρεσίες-υπηρεσίες οικιακής μέριμνας, κ.ά.