«Υπό πολιορκία» χαρακτηρίζει μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική μελέτη την κλειστή θάλασσα μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, επισημαίνοντας πως το 41% των θαλάσσιων θηλαστικών (δελφίνια, φάλαινες, φώκιες κ.α.) και το 34% των συνολικών πληθυσμών ψαριών (εμπορικών και μη) χάθηκαν από τη Μεσόγειο κατά τα τελευταία 50 χρόνια

«Υπό πολιορκία» χαρακτηρίζει μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική μελέτη την κλειστή θάλασσα μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, επισημαίνοντας πως το 41% των θαλάσσιων θηλαστικών (δελφίνια, φάλαινες, φώκιες κ.α.) και το 34% των συνολικών πληθυσμών ψαριών (εμπορικών και μη) χάθηκαν από τη Μεσόγειο κατά τα τελευταία 50 χρόνια.

Μάλιστα, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες, οι πιέσεις στη Μεσόγειο ωθούν τα οικοσυστήματά της πέρα από το σημείο χωρίς επιστροφή, οπότε η κατάσταση πλέον θα είναι μη αναστρέψιμη. Οι ερευνητές του Κοινού Ερευνητικού Κέντρου (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με επικεφαλής την Κιάρα Πιρόντι του JRC και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Επιστήμης της Βαρκελώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature Scientific Reports, τονίζουν ότι οι μεγαλύτερες μειώσεις ψαριών και θαλάσσιων θηλαστικών έχουν υπάρξει στη Δυτική Μεσόγειο και στην Αδριατική (περίπου 50% μέσα στην τελευταία 50ετία), ενώ οι μικρότερες απώλειες υπήρξαν στο Ιόνιο (μόνο 8%), η θάλασσα του οποίου φαίνεται πως βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη κατάσταση.

Το 93% των ιχθυοαποθεμάτων, δηλαδή των πληθυσμών των ψαριών της Μεσογείου που αποτελούν αλιευτικούς πόρους, αντιμετωπίζουν υπερεκμετάλλευση, δηλαδή αλιεύονται περισσότερο από όσο μπορούν να αναπαραχθούν, με συνέπεια αρκετά να βρίσκονται πλέον στο χείλος της εξαφάνισης.

Στη Μεσόγειο εκτιμάται ότι ζουν συνολικά 10.000 έως 12.000 θαλάσσια είδη, αλλά αυτή η εντυπωσιακή βιοποικιλότητα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρούς κινδύνους, όπως η ρύπανση των υδάτων, η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι πίσω από αυτούς τους κινδύνους βρίσκεται ένα «δομικό» πρόβλημα της Μεσογείου: το θαλάσσιο οικοσύστημά της έχει χαμηλή παραγωγικότητα, καθώς εκ φύσεως δεν παράγει σε αφθονία φυτοπλαγκτόν, που αποτελεί τη βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Αυτό καθιστά την Μεσόγειο ευάλωτη σε έξωθεν απειλές, είτε ανθρωπογενείς είτε φυσικές.

Υπερεκμετάλλευση

Οι τελευταίες μελέτες προκαλούν διάχυτο προβληματισμό αναφορικά με τις κατακόρυφα πτωτικές τάσεις στους πληθυσμούς των ψαριών της Μεσογείου, οι οποίες οφείλονται σε ανθρωπογενείς παράγοντες. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Nature», επιστήμονες του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (JRC) προειδοποιούν ότι οι ραγδαία εξαπλούμενες ανθρωπογενείς πιέσεις που ασκούνται στη Μεσόγειο, τείνουν να οδηγήσουν σε δυσάρεστες και μη αναστρέψιμες συνθήκες το θαλάσσιο οικοσύστημα. Σε αυτές τις παρατηρήσεις έρχονται να προστεθούν νέα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 93% των αλιευτικών πόρων έχει υποστεί υπερεκμετάλλευση, ενώ ένα ποσοστό αυτών βρίσκεται ένα βήμα από το να εξαντληθεί. Συνολικά, την τελευταία 50ετία, η Μεσόγειος φέρεται να έχει απωλέσει το 41% των θαλάσσιων θηλαστικών της και το 34% του πληθυσμού των ιχθύων της.

Για ένα οικοσύστημα που φιλοξενεί πάνω από 10.000 θαλάσσια είδη, το σενάριο ανεπανόρθωτου κλονισμού της βιοποικιλότητας μοιάζει καταστροφικό. Δυστυχώς, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση, καθιστούν τον κίνδυνο? ορατή πραγματικότητα. Εκφράζονται, μάλιστα, φοβίες ότι περαιτέρω κωλυσιεργία θα οδηγήσει σε αφανισμό αλιευμάτων ζωτικής σημασίας για τον τομέα. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, εξαρτώμενες οικονομίες, όπως η ελληνική, θα δοκιμαστούν με σφοδρότητα, ενώ θα περιοριστούν και οι επιλογές σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες του οικοσυστήματος που θα είναι διαθέσιμες για τις μελλοντικές γενιές.

Επιπτώσεις...

Στην επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature», η εστίαση γίνεται στο ιστορικό των μεταβολών στον τροφικό ιστό της Μεσογείου (σχέσεις σίτισης μεταξύ των ειδών), εντοπίζοντας την κινητήριο δύναμη των αλλαγών στη διακύμανση της πρωτογενούς παραγωγής εντός της μεσογειακής λεκάνης. Κατά τη φωτοσυνθετική δραστηριότητα, τα φυτά χρησιμοποιούν το φως του ήλιου για να συνθέσουν τα θρεπτικά συστατικά από διοξείδιο του άνθρακα και νερό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία βιομάζας φυτοπλαγκτού. Η τελευταία αποτελεί τη βάση του τροφικού ιστού, επηρεάζοντας τους αναπαραγωγικούς ρυθμούς των ψαριών.

Δεδομένου ότι η πρωτογενής παραγωγικότητα της Μεσογείου είναι εκ φύσεως μειωμένη, το οικοσύστημα χαρακτηρίζεται στην ολότητά του ως χαμηλής παραγωγικότητας. «Αυτό καθιστά τη Μεσόγειο Θάλασσα ιδιαίτερα ευάλωτη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, των θαλάσσιων απορριμμάτων και της εισβολής ξένων ειδών, ενώ είναι πολύ εύκολο να υπάρξει υπεραλίευση των υφιστάμενων αποθεμάτων. Όταν τα αποθέματα ψαριών αλιεύονται εντατικά, δεν έχουν τον χρόνο να αναπαραχθούν και να διατηρήσουν σταθερά τα πληθυσμιακά τους επίπεδα» επισημαίνει ο Jann Martinsohn, επικεφαλής της ομάδας αλιευτικής έρευνας στο JRC. Μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτά τα λόγια δίνει η έρευνα της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ), ενός ακόμη συμβουλευτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το 93% των εξεταζόμενων ιχθυοαποθεμάτων στη Μεσόγειο γίνονται αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης.

Όσο για την κλιματική αλλαγή, συντελεί στη διαμόρφωση μιας θερμότερης και πιο αλμυρής λεκάνης της Μεσογείου, γεγονός που επιφυλάσσει εξίσου σημαντικές συνέπειες για την παραγωγικότητα της περιοχής. Με αυτό τον συλλογισμό συγκλίνει και το πόρισμα των επιστημόνων της NASA, οι οποίοι ήδη από το 2006 υποστήριζαν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας έχει προκαλέσει παγκόσμια μείωση της παραγωγικότητας φυτοπλαγκτού, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη θαλάσσια ζωή.

Μετά και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της πρόσφατης μελέτης, από τις τάξεις της Κομισιόν τονίζεται η αναγκαιότητα άμεσης δράσης, δίχως πλέον να υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Ήδη από πέρυσι, ξεκίνησε μια οργανωμένη προσπάθεια για να έρθει ξανά στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος ο τομέας της αλιείας, ευαισθητοποιώντας, εξασφαλίζοντας τη συνδρομή ισχυρών πολιτικών ηγεσιών και επιδιώκοντας τη δέσμευση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην προσπάθεια να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα των ιχθυοαποθεμάτων και του αλιευτικού κλάδου γενικότερα.

Μένει να δούμε αν τέτοιες πρωτοβουλίες θα συνοδευτούν από επιμονή, σαφή στόχευση και ανιδιοτελή αφιέρωση στο καθήκον να διαφυλαχθούν οι ισορροπίες στο πλούσιο θαλάσσιο οικοσύστη?α της Μεσογείου.

(Πηγή: Ημερησία)