Le Grand Homme Malade, ο Μέγας Ασθενής της ελληνικής εκπαίδευσης, η Ιστορία, βρίσκεται και πάλι στο χειρουργείο. Μια επιτροπή ειδικών συνέταξε, κατ’εντολήν του Υπουργείου Παιδείας, ένα “Σχέδιο προγράμματος σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση”

Le Grand Homme Malade, ο Μέγας Ασθενής της ελληνικής εκπαίδευσης, η Ιστορία, βρίσκεται και πάλι στο χειρουργείο. Μια επιτροπή ειδικών συνέταξε, κατ’εντολήν του Υπουργείου Παιδείας, ένα “Σχέδιο προγράμματος σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση”.

Το προτεινόμενο σχέδιο, ένα συμπίλημα από “καλές ιδέες” με προέλευση από τη διεθνή παιδαγωγική και ιστοριογραφική θεωρία και συζήτηση, είναι ένας ανιεράρχητος κατάλογος από επιδιώξεις, αντικείμενα και δράσεις· άσχετο με τις ελληνικές ανάγκες, δυνατότητες και μέσα. Οι εκπαιδευτικοί, όποιοι αναλάβουν να εφαρμόσουν μια τέτοια μεγαλεπίβολη και χαοτική μεταρρύθμιση, θα επανα-διαπιστώσουν την ασυμβατότητα των ακαδημαϊκών συζητήσεων με τις σχολικές ανάγκες. Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα επιτείνει, επομένως, τη σύγχυση και την αποδιοργάνωση . Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού: η παιδαγωγική αναποτελεσματικότητα ακυρώνει, ενδεχομένως, την επιδιωκόμενη ιδεολογική επίδραση.

Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση των εσωτερικών αντιφάσεων της νέας ελληνικής ιστοριογραφικής σχολής, όπως προκύπτουν από το “Σχέδιο”. Προφανής επιδίωξη είναι η υπέρβαση του Παπαρρηγόπουλου, του εθνικιστικού paradigm. Όμως, το σχήμα αυτό μαγνητίζει, καθηλώνει στη βασική του δομή τους Έλληνες ιστορικούς. Θα μπορούσαν, ίσως, να απελευθερωθούν από τον καταπιεστικό ιστοριογράφο-πατέρα, αν επικεντρώνονταν σε άλλες ιστορικές θεματικές, επί παραδείγματι την οθωμανική ή την (δυτικο)ευρωπαϊκή. Όμως, το κεντρικό μάθημα του εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο υπάγεται στο ελληνικό κράτος έχει εξ ορισμού ελληνική εστίαση.

Οι συγγραφείς του “Σχεδίου” προβαίνουν, πάντως, σε κάποιες αναθεωρητικές κινήσεις. Εισάγουν θέματα, όπως οι κοινωνικοί αγώνες ή οι έμφυλες σχέσεις. Οι αλλαγές αυτές οι οποίες ακολουθούν εν γένει τους διεθνείς συρμούς δεν έχουν τίποτε επιστημονικά επιλήψιμο, προσθέτουν όμως ακόμη περισσότερη διδακτέα ύλη. Εκεί, αντιθέτως, όπου η επιστημονική σοβαρότητα τίθεται εν αμφιβόλω είναι στην απάλειψη του θρησκευτικού παράγοντα. Η ελληνική Ιστορία εκτυλίσσεται στο “Σχέδιο”, χωρίς σχεδόν καμία αναφορά στον ρόλο της θρησκείας. Χωρίς όμως την Ορθοδοξία, η ελληνική συνέχεια καθίσταται προβληματική. Είτε δεν υφίσταται, όπως διδάσκει ο Fallmerayer, είτε πρέπει να θεμελιωθεί σε ρατσιστικές θεωρήσεις , όπως υποστηρίζει η Άκρα Δεξιά. Δύσκολα μπορεί να δεχθεί το ελληνικό κράτος την πρώτη θέση, ενώ καταφανώς οι συγγραφείς του “Σχεδίου” απορρίπτουν την δεύτερη εκδοχή.

Η αλλεργία για τον θρησκευτικό παράγοντα φθάνει, εξάλλου, στο σημείο να τον εξοστρακίσει και από την Ιστορία της Δύσης. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι απουσιάζουν· περί Βεστφαλίας και βεστφαλιανού συστήματος, ουδείς λόγος. Ως αποτέλεσμα, η Νεωτερικότητα, δηλαδή το κομβικό στοιχείο για την ερμηνεία της ελληνικής εθνικής ανάδυσης, εμφανίζεται ως απλή συνέπεια από “τεχνολογικές καινοτομίες και αλλαγές στις μεταφορές και επικοινωνίες”. Πώς θα κατανοήσουν οι Έλληνες του μέλλοντος ένα κόσμο μετα-νεωτερικό, όπου οι θρησκευτικές ταυτότητες κατέχουν αύξοντα ρόλο, παραμένει μυστήριο. Έτσι συμβάλλει η Ιστορία στην κριτική σκέψη;

Πάντως, αντίθετα με τις απόψεις των συγγραφέων, η διδασκαλία της Ιστορίας δεν έχει στόχο ούτε την “ανάπτυξη κριτικής σκέψης”, ούτε την “καλλιέργεια ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αξιών”, ούτε την “καλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης”. Η Ιστορία δεν υποκαθιστά το σύνολο της Παιδείας. Όταν διαχέεται, αστοχεί στον βασικό της προορισμό, την “καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας”, όπως αναφέρεται, έστω και μεταξύ άλλων, στο “Σχέδιο”.

Η Ιστορία, πράγματι, έχει αποστολή να απαντήσει στο ερώτημα “Ποιοί είμαστε;”. Όμως, η απάντηση δεν περιορίζεται στην εθνική ταυτότητα. Μπορεί να αφορά την τοπική, την αυτοκρατορική, τη θρησκευτική, τη διασπορική, την ευρωπαϊκή ή ένα συνδυασμό. Το αντιλαμβανόμαστε με τη μελέτη της Γεωγραφίας η οποία μας επιτρέπει να κινούμαστε ανάμεσα στις διάφορες κλίμακες. Η επεξεργασία των συλλογικών ταυτοτήτων, δηλαδή το κυρίαρχο πολιτικό και γεωπολιτικό ζήτημα, δεν ανήκει αποκλειστικά στην Ιστορία· το μοιράζεται με τη Γεωγραφία. Χρόνος και χώρος συνδέονται αλληλένδετα.

Στο “Σχέδιο” η Γεωγραφία δεν αναφέρεται, ούτε ως όρος. Οι συγγραφείς παραμένουν στη γραμμή Παπαρρηγόπουλου, επί εποχής του οποίου η Γεωγραφία χρειάστηκε να απαλειφθεί. Οι λόγοι είναι σαφείς. Η ιστορική συνέχεια υπήρξε το ζωτικό γεωπολιτικό κεφάλαιο της Ελλάδας, από τον 19ο αιώνα ώς σήμερα. Η Γεωγραφία ήταν, αντιθέτως, επικίνδυνη για τη Μεγάλη Ιδέα. Η εθνογραφική χαρτογραφία του 19ου αιώνα λειτουργούσε εναντίον των ελληνικών γεωπολιτικών σχεδίων. Η Ιστορία όφειλε, επομένως, να μονοπωλήσει το οπτικό πεδίο του αναδυομένου υπό ολοκλήρωση Έθνους. Αυτή η εθνική ημιανοψία παραμένει πηγή σοβαρών προβλημάτων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και στη σχέση της με άλλους λαούς. Η επιδιωκόμενη “πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία” θα παραμένει ανέφικτη, εφ’όσον δεν αποκατασταθεί πλήρως η εθνική όραση.

Οι Έλληνες ιστορικοί οι οποίοι ομνύουν στο όνομα του Fernard Braudel ασφαλώς θυμούνται ότι το έργο του εδράζεται σε βαθύτατη γνώση της διδασκαλίας των Γάλλων Γεωγράφων. Μας το είχε υποδείξει ο Νίκος Σβορώνος.

κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris 1) και συγγραφέας του βιβλίου "Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της Ελληνικής Ταυτότητας" (Κέρκυρα- Economia)