Ερευνα της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε χθες ανατρέπει τα στοιχεία που παραθέτει η Eurostat, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,5% τον Απρίλιο, στα χαμηλότερα δηλαδή επίπεδα των τελευταίων επτά ετών. Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ εκτιμούν ότι αυτό το «πραγματικό» ποσοστό είναι διπλάσιο, μεταξύ 15% και 18%, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που αναγκάζονται να εργαστούν υπ’ αυτό το καθεστώς

Ερευνα της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε χθες ανατρέπει τα στοιχεία που παραθέτει η Eurostat, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,5% τον Απρίλιο, στα χαμηλότερα δηλαδή επίπεδα των τελευταίων επτά ετών. Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ εκτιμούν ότι αυτό το «πραγματικό» ποσοστό είναι διπλάσιο, μεταξύ 15% και 18%, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που αναγκάζονται να εργαστούν υπ’ αυτό το καθεστώς. Λαμβάνοντας τις παραδοχές της ΕΚΤ, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα εκτιμάται σε 30%-33% έναντι του επίσημου ποσοστού ανεργίας που βρίσκεται γύρω στο 22%.

Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η αγορά εργασίας της Ευρωζώνης έχει γίνει πιο ευέλικτη, ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία το ποσοστό της ημιαπασχόλησης είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς οι εργαζόμενοι αδυνατούν να βρουν μόνιμες θέσεις εργασίας. Ακόμη και στην Ισπανία, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει έντονα σημάδια ανάκαμψης, ο χαμηλότερος ρυθμός μείωσης των εργαζομένων μερικής απασχόλησης πέφτει με πολύ αργούς ρυθμούς.

Στην Ελλάδα, η μερική απασχόληση αντιπροσωπεύει περίπου το 15% της συνολικής απασχόλησης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, για άνω του 70% αυτών, η ημιαπασχόληση είναι εξαναγκαστική, καθώς θα ήθελαν να εργαστούν περισσότερο αλλά δεν βρίσκουν δουλειά. Επομένως, με βάση τη μεθοδολογία της ΕΚΤ, η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα από την αναγκαστική ημιαπασχόληση αυξάνεται κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες. Ετσι, η πραγματική ανεργία εκτιμάται σε περίπου 30%-33% έναντι του επίσημου ποσοστού που κυμαίνεται γύρω στο 22%.

Η ΕΚΤ παρουσιάζει μια ανησυχητική εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ευρωζώνη, με την αύξηση των μισθών να είναι απρόσμενα χαμηλή και το ποσοστό των εργαζομένων που υποαπασχολούνται να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με την έρευνα, το 3% των εργαζομένων μερικής απασχόλησης επιθυμεί να εργαστεί περισσότερες ώρες, ενώ ήδη από την αρχή της κρίσης οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας έχουν αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο και ανέρχονται συνολικά σε επτά εκατομμύρια. Μάλιστα, παρά την πτώση της ανεργίας, αυτό το ποσοστό δεν έχει μειωθεί καθόλου τα τελευταία δύο χρόνια. Επίσης, το 3,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι «οριακά συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας». Ενδιαφέρον είναι ότι στις χώρες της Ευρωζώνης το ποσοστό ανεργίας των νέων υπερβαίνει κατά 2,2% το συνολικό ποσοστό ανεργίας, με τη διαφορά να κυμαίνεται στην Ελλάδα περίπου στο 2%

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «παρά τη βελτιωμένη εικόνα ορισμένων δεικτών της αγοράς εργασίας, στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία, η αγορά εργασίας απαρτίζεται από μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης». Το φαινόμενο της ημιαπασχόλησης οδηγεί σε στασιμότητα ή και σε μείωση των μισθών των εργαζομένων, γεγονός που προκαλεί το ενδιαφέρον των αναλυτών της έρευνας, καθώς απαιτείται μεγαλύτερη δυναμική των μισθών ώστε να καταστεί βιώσιμη η αύξηση του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ, ωστόσο, δεν προβλέπει άμεση αύξηση των μισθών εντός της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να αλλάξει σύντομα τη νομισματική της πολιτική.

Ανησυχητική μείωση παραγωγικότητας

Η μελέτη της ΕΚΤ δεν έθεσε εν αμφιβόλω μόνον τα επίσημα στοιχεία που είχαν δημοσιευθεί για τη μείωση της ανεργίας στην Ευρωζώνη και τις εκτιμήσεις για τη δημιουργία 5 εκατ. νέων θέσεων εργασίας.

Δείχνει ακόμη ότι η παραγωγικότητα στην αγορά εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης κινείται σε χαμηλά επίπεδα, ήδη πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, την περίοδο 2013-2016 η μέση ετήσια ανάπτυξη της παραγωγικότητας στην αγορά εργασίας υπολογίζεται στο 0,6%, ενώ την περίοδο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, 1999-2007, το αντίστοιχο ποσοστό κυμαινόταν στο 1,1%.

Οι λόγοι για τους οποίους παρουσιάζεται επιδείνωση της παραγωγικότητας οφείλονται, σύμφωνα με την έρευνα, εν μέρει και στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Ωστόσο, αρκετοί αναλυτές επικεντρώνονται και στις επιπτώσεις από τη μείωση του εργατικού δυναμικού. Το φαινόμενο της μείωσης της παραγωγικότητας φέρνει στην επιφάνεια την ύπαρξη ενός δομικού προβλήματος που είχε παγιωθεί στις χώρες της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας της ΕΚΤ, η μείωση της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με την έλλειψη εργατικού δυναμικού σε νευραλγικούς τομείς της αγοράς εργασίας, όπως στον χώρο της μεταποίησης και των υπηρεσιών, η αυξημένη ανεργία και η μείωση των μισθών αποτελούν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις χώρες της Ευρωζώνης.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")