«Παγώνει» τις αυξήσεις στην τιμή του νερού για οικιακή ή αγροτική χρήση η Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Οπως αποφάσισε, οι αυξήσεις για ανάκτηση του πραγματικού κόστους του νερού, όπως επιβάλλει κοινοτική οδηγία, δεν μπορούν να υπερβαίνουν την αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ της προηγούμενης χρονιάς, η οποία ήταν πέρυσι αρνητική
«Παγώνει» τις αυξήσεις στην τιμή του νερού για οικιακή ή αγροτική χρήση η Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Οπως αποφάσισε, οι αυξήσεις για ανάκτηση του πραγματικού κόστους του νερού, όπως επιβάλλει κοινοτική οδηγία, δεν μπορούν να υπερβαίνουν την αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ της προηγούμενης χρονιάς, η οποία ήταν πέρυσι αρνητική. Με την εφαρμογή των νέων κανόνων πρέπει να σταματήσει και η δωρεάν διάθεση αρδευτικού νερού –όπου αυτή εξακολουθεί να συμβαίνει–, χωρίς όμως να επηρεάζεται η βιωσιμότητα των καλλιεργειών. Η έγκριση του νέου πλαισίου τιμολόγησης αποτελούσε αιρεσιμότητα (προϋπόθεση για ένταξη στο ΕΣΠΑ) στον τομέα των υδάτων.

Το νέο πλαίσιο, το οποίο ενέκριναν οι επτά υπουργοί που συμμετέχουν στην Εθνική Επιτροπή Υδάτων (με επικεφαλής το υπουργείο Περιβάλλοντος, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν τα νερά) δίνει τους γενικούς κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης που πρέπει να ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια όλοι οι πάροχοι νερού: οι ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΥΑ και λοιπές υπηρεσίες των δήμων για το οικιακό νερό και οι ΓΟΕΒ, ΤΟΕΒ κ.λπ. για το αρδευτικό νερό. Να σημειωθεί ότι η συγκριμένη απόφαση έπρεπε να είχε εκδοθεί από το 2010 και αποτελούσε αιρεσιμότητα για τη χώρα στον τομέα των υδάτων. Οπως εκτιμά το ΥΠΕΝ, η μη εκπλήρωσή της θα σήμαινε απώλεια πόρων, ύψους 1,2 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ, ενώ η δημοσίευσή της «απελευθερώνει» σημαντικές πράξεις προκήρυξης και χρηματοδότησης υποδομών άρδευσης σε όλη την Ελλάδα.

Οπως ορίζει η απόφαση, στην τιμή του νερού πρέπει να συνυπολογίζεται το περιβαλλοντικό κόστος (το οποίο και θα αποδίδεται στο Πράσινο Ταμείο), το «κόστος πόρου» (εκεί όπου ο πόρος υφίσταται μεγάλη πίεση) και γενικώς τα έργα, οι υποδομές και το κόστος λειτουργίας τους. Το περιβαλλοντικό τέλος και το κόστος πόρου προσδιορίzονται κάθε φθινόπωρο από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, με βάση μια γενική μεθοδολογία. Επί της αρχής, τα έσοδα πρέπει να καλύπτουν όχι μόνο τα έξοδα, αλλά το συνολικό κόστος του νερού. Ομως αυξήσεις δεν μπορούν να επιβληθούν άμεσα, καθώς δεν πρέπει να ξεπερνούν το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ.

Επί της αρχής, το νερό ύδρευσης πρέπει να χρεώνεται κλιμακωτά. Η πρώτη κλίμακα θα «αντιστοιχεί στις βασικές ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού» και θα παρέχεται «σε οικονομικά προσιτή τιμή, που μπορεί να προσεγγίζει και τη μηδενική». Μέριμνα επίσης πρέπει να λαμβάνεται για τις ευπαθείς ομάδες, αλλά χωρίς να επιτρέπεται η σπατάλη νερού.

Οσον αφορά στην άρδευση, κάθε νέο οργανωμένο δίκτυο πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει υδρομετρητές. Οσα δεν διαθέτουν πρέπει εντός τριετίας να αποκτήσουν – αν όμως αυτό δεν είναι εφικτό, τότε να καταθέσουν ένα σχέδιο δράσης (που να μην ξεπερνά τα επτά χρόνια). Η δωρεάν παροχή νερού αποκλείεται, ωστόσο η τιμολόγηση του νερού δεν πρέπει «να ανατρέπει τις συνθήκες βιωσιμότητας των αγροτικών χρήσεων». Οπου δεν υπάρχουν υδρομετρητές, ο πάροχος πρέπει να χρεώνει εκτιμώντας την ποσότητα που καταναλώθηκε κατά έκταση γης και καλλιέργεια. Οι αγρότες που θα εφαρμόζουν καλές πρακτικές άρδευσης δεν θα επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη, ενώ από την καταβολή περιβαλλοντικών τελών θα εξαιρούνται οι πιο αδύναμοι οικονομικά.

Γενικά, οι αλλαγές δεν αναμένονται σύντομα, καθώς τα περιβαλλοντικά τέλη δεν θα επιβληθούν πριν από την αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής (το νωρίτερο το 2018, ενδεχομένως και αργότερα). Το νέο πλαίσιο συνεπάγεται ότι τόσο οι ΔΕΥΑ όσο και οι ΤΟΕΒ πρέπει να πάψουν να χρησιμοποιούνται ως «εργαλεία» παροχών και πρέπει να τιμολογούν το νερό πιο κοντά στην πραγματικότητα (κάτι που σε ορισμένες περιοχές, όπως, λ.χ., στα νησιά όπου υπάρχει σοβαρό έλλειμμα νερού δεν ήταν ο κανόνας).

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")