Επιπλέον 4.670.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα μη καταγεγραμμένων δασών που βρίσκονται σε ξηρές περιοχές της Γης, ανακάλυψε διεθνής ομάδα επιστημόνων, ανεβάζοντας την δασική κάλυψη σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον κατά 9%

Επιπλέον 4.670.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα μη καταγεγραμμένων δασών που βρίσκονται σε ξηρές περιοχές της Γης, ανακάλυψε διεθνής ομάδα επιστημόνων, ανεβάζοντας την δασική κάλυψη σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον κατά 9%.

Οι ερευνητές έδειξαν ότι το 2015, από τα εκτιμώμενα 61,32 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα συνολικού ξηρού εδάφους στην επιφάνεια της γης, τα 10,77 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα καλύπτονται από δάση, ενώ άλλα 13,26 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα διαθέτουν περισσότερο από 10% δασική κάλυψη.

Οι βιότοποι σε αυτές τις περιοχές, όπου η βροχόπτωση αντισταθμίζεται από την εξάτμιση από τις επιφάνειες και τη διαπνοή των φυρών, καλύπτουν περίπου το 40% της επιφάνειας της Γης, και περιέχουν μερικά από τα πιο απειλούμενα οικοσυστήματα στον πλανήτη, με ιδιαίτερα υψηλή βιοποικιλότητα.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης και οικολόγο στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, Ζαν-Φρανσουά Μπαστέν, εξεπλάγη από τις αναπάντεχες νέες εκτιμήσεις.

Προηγούμενες μελέτες που επιχείρησαν να περιγράψουν τα δάση σε ξηρούς βιοτόπους χαρακτηρίζονται από ανακριβή στοιχεία, που προκύπτουν από προβλήματα όπως οι διαφορές στη χωρική ανάλυση των δορυφόρων, τις μεθοδολογίες χαρτογράφησης και τον ορισμό του τι αποτελεί δασική έκταση, αναφέρει το σχετικό δελτίο τύπου των ερευνητών.

Στην δική της προσέγγιση, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε δορυφορικά δεδομένα και εικόνες του προγράμματος Google Earth που ελήφθησαν με υψηλότερη συχνότητα και ανάλυση, γεγονός που επέτρεψε μια ακριβέστερη εκτίμηση.

Το πλεονέκτημα αυτής της ενημερωμένης εκτίμησης είναι ότι θα επιτρέψει στους ερευνητές να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια πόσο διοξείδιο του άνθρακα μπορούν να απορροφήσουν τα δάση της Γης.

Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή δεν θερμαίνει απλά την Ανταρκτική αλλά θα την καταστήσει επίσης δραματικά πιο πράσινη, προκαλώντας απότομη αύξηση της ανάπτυξης των φυτών τα τελευταία 50 χρόνια.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Έξετερ μελέτησαν δείγματα βρύων από την ανατολική πλευρά της Ανταρκτικής και ανέλυσαν το πώς οι αυξήσεις της θερμοκρασίας τα τελευταία 150 χρόνια έχουν επηρεάσει την ανάπτυξη των φυτών.

Τα αποτελέσματα δείχνουν μια άνευ προηγουμένου αύξηση της ανάπτυξης σε μία έκταση 600 χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτογραμμής, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, παλαιοκλιματολόγο Μάθιου Έμσμπερι, τα καταγεγραμμένα κλιματικά δεδομένα για την Ανταρκτική ξεκίνησαν πριν από περίπου 50 χρόνια, ενώ οι πυρήνες των βρύων παρέχουν ιστορικό αρκετών χιλιάδων ετών.

«Δεν μπορούμε να μετρήσουμε την θερμοκρασία απευθείας από τα δείγματα, αλλά μπορούμε να μετρήσουμε άλλα πράγματα που ανταποκρίνονται στη θερμοκρασία», όπως δήλωσε. Αυτά περιλαμβάνουν τον κάθετο ρυθμό ανάπτυξης των βρύων, πόση μάζα συσσωρεύεται και το μέγεθος της μικροβιακής δραστηριότητας, στοιχεία που δείχνουν πώς τα βρύα ανταποκρίνονται στις μεταβολές της θερμοκρασίας και της διαθεσιμότητας νερού.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα βρύα αναπτύσσονται περισσότερο και δείχνουν περισσότερη μικροβιακή δραστηριότητα καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, πράγμα που σημαίνει ότι εάν οι θερμοκρασίες στην περιοχή συνεχίσουν να ανεβαίνουν, η Ανταρκτική είναι πιθανό να γίνει πολύ πιο πράσινη, όπως και η Αρκτική.

Ενδεικτικά, οι ετήσιες θερμοκρασίες στην περιοχή αυξήθηκαν κατά 0,56 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία από τη δεκαετία του 1950. Εάν οι θερμοκρασίες βρίσκονται σταθερά κάτω από το μηδέν, δεν έχει σημασία αν αυξηθούν ελάχιστα, επειδή όλο το νερό είναι ακόμη σε μορφή πάγου. Ωστόσο, αφού ξεπεραστεί το μηδέν, όσο επιμηκύνεται το διάστημα που υπάρχει περισσότερο νερό διαθέσιμο, τόσο αυξάνεται η ευνοϊκή εποχή για ανάπτυξη. Εξάλλου, η υπερθέρμανση μπορεί ενδεχομένως να απελευθερώσει αέρια θερμοκηπίου από αρχαία θαμμένα βρύα, τα οποία μέχρι σήμερα παραμένουν παγωμένα, αναφέρει η έρευνα.

Εξαφάνιση ειδών

Ωστόσο, η πρόσφατη πρώτη παγκόσμια βάση δεδομένων των δέντρων αποκαλύπτει ότι ότι 9.600 είδη δέντρων απειλούνται με εξαφάνιση, από τα συνολικά 60.065 που εντόπισε ότι υπάρχουν. Η Βραζιλία είναι η χώρα με τον πιο ποικιλόμορφο πληθυσμό δέντρων, με 8.715 είδη, σύμφωνα με την Διεθνή Ομάδα Προστασίας Βοτανικών Κήπων (BGCI). Η Βραζιλία διαθέτει επίσης το μεγαλύτερο αριθμό ειδών δέντρων που συναντώνται μόνο εκεί, με 4.333.

Συνολικά το 58% των δέντρων είναι ενδημικά μόνο σε μία χώρα, με 2.991 είδη να βρίσκονται μόνο στη Μαδαγασκάρη και 2.584 μόνο στην Αυστραλία. Μετά τη Βραζιλία, η Κολομβία είναι η χώρα με τη δεύτερη υψηλότερη ποικιλομορφία, με 5.776 διαφορετικά είδη δέντρων, ακολουθούμενη από την Ινδονησία, με 5.142.

Η BGCI έχει έδρα το Λονδίνο και αντιπροσωπεύει περίπου 2.500 βοτανικούς κήπους σε όλο τον κόσμο. Η ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα από περισσότερες από 500 δημοσιευμένες πηγές για να δημιουργήσει τη λίστα, με κύριο στόχο να παρέχει ένα εργαλείο για τους ανθρώπους που εργάζονται για την προστασία σπάνιων και απειλούμενων ειδών δέντρων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της οργάνωσης.

Από τα 60.065 είδη δέντρων, μόνο περίπου 20.000 έχουν αξιολογηθεί για την κατάστασή τους, και από αυτά τα 9.600 απειλούνται με εξαφάνιση. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει πάνω από 300 είδη που είναι άκρως απειλούμενο με λιγότερα από 50 δέντρα να απομένουν στην άγρια φύση.

Εκτός από την Αρκτική και την Ανταρκτική, όπου δεν υπάρχουν δέντρα, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αμερικής έχει τη χαμηλότερη ποικιλομορφία, με λιγότερα από 1.400 είδη δέντρων. Η βάση δεδομένων θα ενημερώνεται συνεχώς, καθώς περίπου 2.000 νέα είδη φυτών ανακαλύπτονται κάθε χρόνο.

(Πηγή: Ημερησία)