Ο εφετινός εορτασμός της «Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος», στις 5 Ιουνίου, που καθιέρωσε ο ΟΗΕ, συνέπεσε με την απόφαση του προέδρου Donald Trump για την απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία των Παρισίων του Δεκεμβρίου 2015, μια παγκόσμια συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Τελείως αναπάντεχα, ο Donald Trump απέκτησε έναν συμπαραστάτη στην Ελλάδα, την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, που με ανακοίνωσή της χαρακτηρίζει μύθο την κλιματική αλλαγή. Τόσο για την ημέρα όσο και για την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ θα ήταν χρήσιμο να δούμε πώς φθάσαμε εδώ και πού οδηγούμεθα

Ο εφετινός εορτασμός της «Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος», στις 5 Ιουνίου, που καθιέρωσε ο ΟΗΕ, συνέπεσε με την απόφαση του προέδρου Donald Trump για την απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία των Παρισίων του Δεκεμβρίου 2015, μια παγκόσμια συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. 

Τελείως αναπάντεχα, ο Donald Trump απέκτησε έναν συμπαραστάτη στην Ελλάδα, την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, που με ανακοίνωσή της χαρακτηρίζει μύθο την κλιματική αλλαγή. Τόσο για την ημέρα όσο και για την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ θα ήταν χρήσιμο να δούμε πώς φθάσαμε εδώ και πού οδηγούμεθα.

Ο ΟΗΕ με ευαισθησία για το περιβάλλον έλαβε την πρωτοβουλία και συγκρότησε την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (WCED, World Commission on Environment and Development) το 1983, σαν ένα ανεξάρτητο όργανο του ΟΗΕ με γενικό γραμματέα την κα Gro Harlem Brundtland, πρώην πρωθυπουργό της Νορβηγίας. Η Επιτροπή παρουσίασε το 1987 την τελική Έκθεση με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον» (Our Common Future). Στην Έκθεση του WCED εισάγεται η ιδέα του “sustainable development” και στα Ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως βιώσιμη ανάπτυξη ή αειφόρος ανάπτυξη, που σημαίνει κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των ανθρώπων και δυνατότητες ευκαιριών σε όλους να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους για μια καλύτερη ζωή, στα όρια οικολογικών δυνατοτήτων.

Τελικά, βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια διαδικασία αλλαγής στη χρήση των πηγών, την κατεύθυνση των επενδύσεων, τον προσανατολισμό της τεχνολογικής ανάπτυξης και έρευνας, καθώς και θεσμικές αλλαγές που όλα μαζί οδηγούν στην κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών σήμερα και αύριο.

Ακολούθησε η Περιφερειακή Υπουργική Διάσκεψη για το Περιβάλλον (UNECE) τον Μάιο του 1990 στο Bergen της Νορβηγίας, με συμμετοχή 34 χωρών της ECE (Economic Commission for Europe). Η Διάσκεψη αυτή εντάσσονταν στην προετοιμασία της Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΟΗΕ για το περιβάλλον (ECO ’92) που έγινε στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας το 1992.

Στην διάσκεψη του Bergen οι ΗΠΑ συμμετείχαν σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων από τη NASA και ήταν αντίθετοι με την αρχή της πρόληψης χωρίς επιστημονική απόδειξη και ριζικά αντίθετοι στην σταθεροποίηση των εκπομπών CO2. Μάταια ο Βρετανός υπουργός με ολονύκτιες τηλεφωνικές συζητήσεις προσπαθούσε να βρει μια λύση και να πείσει τον ομόλογό του των ΗΠΑ. Οι 34 χώρες της ECE κατανάλωναν τότε το 70% των πρωτογενών ενεργειακών πηγών με τις ΗΠΑ ως τον μεγαλύτερο καταναλωτή ορυκτών καυσίμων, οπότε η σταθεροποίηση και εν συνεχεία μείωση των εκπομπών αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα. Αρκετές χώρες της Ευρώπης ήταν από τότε έτοιμες να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, λαμβάνοντας ως βάση το έτος 1990. Η Ελλάς και μερικές ακόμη χώρες με χαμηλότερο βαθμό ανάπτυξης μπορούσαν να αυξήσουν τις εκπομπές.

Το τελικό κείμενο της Διακήρυξης “Ministerial Declaration”, κατά βάση ήταν μια διακήρυξη προθέσεων με κοινή αποδοχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτή ήταν η αρχή, κάνοντας το πρώτο βήμα με πολλές δυσκολίες και αντιθέσεις που εμφανίσθηκαν στις χώρες της ECE, αλλά με τις διασκέψεις που ακολούθησαν αργότερα αμβλύνθηκαν οι αντιθέσεις και διαφάνηκε μια διάθεση για σύγκλιση.

Μετά την διάσκεψη του Rio de Janeiro το 1992 ακολούθησε η διάσκεψη του Kyoto το 1997 (Kyoto Protocol) και μερικές ακόμη στα επόμενα χρόνια, επιτυγχάνοντας κάθε φορά αργά βήματα σύγκλισης, ενώ αναπτύσσονταν και οι τεχνολογίες που άνοιγαν νέους ορίζοντες τόσο για τις αναπτυγμένες όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η διάσκεψη των Παρισίων (COP) τον Δεκέμβριο του 2015 ήταν καλά προετοιμασμένη και οδήγησε στην συμφωνία όλων των χωρών (195) εκτός δύο, της Νικαράγουα και της Συρίας. Τώρα με την αποχώρηση των ΗΠΑ του Donald Trump έγιναν τρεις. Όμως, ο δρόμος έχει πλέον χαραχθεί με γνώμονα κυρίως την οικονομία, την τεχνολογία και το περιβάλλον, οπότε δεν φαίνεται να ανατρέπεται η πορεία που έχουν χαράξει Δήμοι και Πολιτείες των ΗΠΑ, όπως η Καλιφόρνια που ακολουθεί την πολιτική της ΕΕ και ίσως με πιο φιλόδοξους στόχους.

Οι τάσεις που επικρατούν στον ενεργειακό τομέα παγκοσμίως με κριτήρια περιβαλλοντικά και οικονομικά είναι η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η χρήση ενεργειακών πηγών με μηδενικές ή χαμηλές εκπομπές CO2, όπως είναι οι ΑΠΕ και το φυσικό αέριο. Χάρις στην εξέλιξη των τεχνολογιών, ο ηλεκτρικός τομέας χαράσσει την στρατηγική του με αυτούς τους στόχους. Πρόσφατες λεπτομερείς μελέτες από το NREL (Εθνικό Κέντρο Ερευνών για τις ΑΠΕ στις ΗΠΑ) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ευρεία αξιοποίηση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι οικονομικά συμφέρουσα έναντι των ορυκτών καυσίμων. Αντίστοιχες μελέτες στην Γαλλία οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα και η κυβέρνηση αναπτύσσει τις ΑΠΕ και προοδευτικά αποσύρει τις πυρηνικές μονάδες.

Στις ΗΠΑ της ελεύθερης οικονομίας και του ανταγωνισμού, οι εταιρείες ηλεκτρισμού αντικαθιστούν τις παλαιές μονάδες άνθρακα που αποσύρονται με μονάδες φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών. Στο Wyoming των ΗΠΑ με τα μεγαλύτερα ανθρακωρυχεία και το υψηλό αιολικό δυναμικό οι άνεργοι ανθρακωρύχοι εκπαιδεύονται για να εργασθούν στην βιομηχανία αιολικής ενέργειας και τα μεγάλα αιολικά πάρκα που σχεδιάζονται. Σε πρόσφατο διαγωνισμό στην Ισπανία για 3GW αιολικών οι τιμές που δόθηκαν ανταποκρίνονται στις τιμές της ημερήσιας ανταγωνιστικής αγοράς και μάλιστα σταθερές για τα επόμενα χρόνια. Στην Ινδία επελέγη με οικονομικά κριτήρια η κατασκευή μεγάλων φωτοβολταϊκών σταθμών ματαιώνοντας την επένδυση 14GW σταθμών άνθρακα.

Μια συλλογική εθνική πρωτοβουλία επί προεδρίας Barack Obama στις ΗΠΑ είναι το πρόγραμμα SunShot (“SunShot Initiative”) για την μείωση του κόστους των ηλιακών ενεργειακών εφαρμογών. Επιτυγχάνοντας ήδη τους στόχους για το 2020, οι στόχοι για το 2030 είναι ακόμη πιο φιλόδοξοι, $0.03/ kWh για τις ΗΠΑ. Τέτοιες τιμές επιτυγχάνονται και σήμερα μετά από διαγωνισμούς σε περιοχές με υψηλή ηλιακή ακτινοβολία.

Είναι γενικά αποδεκτό σήμερα ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια επιτυγχάνουν το χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των ορυκτών καυσίμων και με πολλές νέες θέσεις εργασίας, μεγιστοποιώντας έτσι τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη.

Τι έγινε στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η διοίκηση της ΔΕΗ μετά την μεταπολίτευση, μία από τις καλύτερες διοικήσεις που είχε, κατέστρωσε ένα πρόγραμμα αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πόρων στην ηλεκτροπαραγωγή επιδιώκοντας χαμηλό κόστος και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού μετά τις αλλεπάλληλες πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ‘70’. Ήταν η ευρεία ανάπτυξη λιγνιτικών μονάδων και λιγνιτωρυχείων, η ανάπτυξη υδροηλεκτρικών και η ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, στοχεύοντας κατά προτεραιότητα στα νησιά με τους σταθμούς πετρελαίου. Ακολουθώντας με συνέπεια τις Οδηγίες για την προστασία του περιβάλλοντος, στις λιγνιτικές μονάδες χρησιμοποιήθηκαν υψηλής απόδοσης ηλεκτροστατικά φίλτρα για συγκράτηση της ιπτάμενης τέφρας και μονάδες αποθείωσης, όπου χρειάζονταν, για την αποφυγή της όξινης βροχής.

Η ΔΕΗ τότε, μια από τις καλύτερες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού στην Ευρώπη και με τις χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, έβλεπε το μέλλον να έρχεται με τις νέες τεχνολογίες και ήταν η πρώτη στην ανάπτυξη των ΑΠΕ για να ακολουθήσει εν συνεχεία η ENEL και μετά οι άλλες Ευρωπαϊκές εταιρείες ηλεκτρισμού.

Στα επόμενα χρόνια εντάθηκε ο κρατικός παρεμβατισμός στη ΔΕΗ και κυριάρχησε ο κομματισμός στο εσωτερικό της μένοντας στα «κεκτημένα» και μάλλον απαθείς στις τεχνολογικές εξελίξεις που συντελούνταν στην ηλεκτρική ενέργεια. Ξεχάσθηκε ο ιδρυτικός νόμος της ΔΕΗ για προσιτές τιμές στους καταναλωτές και όταν έγινε ΔΕΗ ΑΕ, βασικός στόχος ήταν τα κέρδη των μετόχων περιορίζοντας τις επενδύσεις.

Πρωταρχικό καθήκον μιας εταιρείας κοινής ωφέλειας, όπως η ΔΕΗ, είναι να προστατεύει τα συμφέροντα των καταναλωτών-πελατών της για να έχει μέλλον και ακολουθούν τα κέρδη των μετόχων. Η παράλειψη αυτή είχε σαν συνέπεια τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ θα έπρεπε να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες και έργα που θα μείωναν το κόστος για μια ανταγωνιστική οικονομία. Οι διασυνδέσεις των νησιών, αρχικά Κυκλάδων και Κρήτης, έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες τόσο για περιβαλλοντικούς λόγους, αλλά κυρίως για οικονομικούς, περιορίζοντας τις επιβαρύνσεις των ΥΚΩ.

Για το θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης των ΑΠΕ στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιήθηκε η καλύτερη Ευρωπαϊκή πρακτική με τα προσδοκώμενα οφέλη. Όταν οι νόμοι έδιναν υπερβολικές τιμές στα φωτοβολταϊκά με προφανείς συνέπειες στους καταναλωτές, η ΡΑΕ έμενε απαθής ως «παράρτημα» του υπουργείου και η ΔΕΗ αντί να αντιδράσει έχοντας το 100% των καταναλωτών που έπρεπε να προστατεύει προσπάθησε να επωφεληθεί, εξαγγέλλοντας έργο 200MW στην Πτολεμαΐδα. Αντιθέτως, η Εκκλησία ματαίωσε έργο 300MW που σχεδίαζε στην Πεντέλη προσδοκώντας έσοδα για το φιλανθρωπικό της έργο, όταν άκουσε ότι αυτό θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους φτωχούς. Η μόνη φωνή ήταν του ΤΕΕ που ζητούσε επίμονα αναστολή εφαρμογής του νόμου για να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις.

Σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα, για να είναι ανταγωνιστική μια εταιρεία ηλεκτρισμού θα βασισθεί στις νέες ιδέες και καινοτόμες τεχνολογίες και σε ένα καλά εκπαιδευμένο με δεξιότητες προσωπικό. Ο ηλεκτρικός τομέας με όραμα τα δίκτυα του 21ου αιώνα με καθαρή ενέργεια, έχει ευρύ μέλλον ανάπτυξης αυξάνοντας και επεκτείνοντας τις χρήσεις, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, οπότε πρέπει να οικοδομηθεί σε στέρεες βάσεις για ένα καλύτερο περιβάλλον και με προσιτό κόστος. Υπόσχεται πολλές νέες θέσεις εργασίες για νέους ανθρώπους με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που διαθέτει η Ελληνική αγορά, για να οδηγηθεί ασφαλώς στην αειφόρο ανάπτυξη και στο μέλλον που ανήκει στους νέους.