Η συχνή πυκνή αναφορά μέσα από
αρθρογραφία, σε κάθε είδους έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο, αλλά και οι διαδοχικές
δημόσιες δηλώσεις από κυβερνητικά στελέχη και όχι μόνο αναφορικά με τα
ενεργειακά
project που κατακλύζουν
τελευταία τη χώρα μας, (βλέπε ΤΑΡ,
IGB,
IGI,
Turkish
Stream,
East
Med,
Euroasia
Interconnector, Ηλεκτρική Διασύνδεση Κρήτης κλπ) δίδουν την εντύπωση
ότι η Ελλάδα έχει αίφνης καταστεί το επίκεντρο εάν όχι του διεθνούς ,
οπωσδήποτε του Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Μια εικόνα που ενισχύεται ακόμη
περισσότερο με την έναρξη του νέου γεωτρητικού προγράμματος από την κοινοπραξία
ENI-
TOTAL στην Κυπριακή ΑΟΖ καθώς και με την δεδηλωμένη πρόθεση της
ExxonMobil να αναλάβει ερευνητικό πρόγραμμα
στην περιοχή νότια της Κρήτης.
Όμως εάν εξετάσουμε τα πράγματα
λίγο πιο σφαιρικά θα διαπιστώσουμε ότι το επίκεντρο του παγκόσμιου
ενδιαφέροντος στον τομέα της ενέργειας και της οικονομίας εξακολουθεί να
ευρίσκεται στην Ευρασία, καθότι αυτή όπως πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο
πρόσφατα αποθανών Zbigniew Brzeziński, “αποτελεί το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία”. Στην
καρδιά της ευρίσκεται η κεντρική Ασία, όπου ως γνωστό συνέβησαν τεκτονικές
γεωπολιτικές αλλαγές μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης το
1991 και η οποία σε διάστημα 25 ετών μετατράπηκε από ένα αχανή - και μάλλον άγνωστο
για τον έξω κόσμο - χώρο, σε μια περιοχή όπου το διακύβευμα της διεθνούς
κοινότητας είναι πλέον στρατηγικό. Η περιοχή αυτή τόσο λόγω του όχι
ευκαταφρόνητου ενεργειακού πλούτου της αλλά κυρίως διότι, όπως και στους
αρχαίους χρόνους, εξακολουθεί να αποτελεί βασική μεταφορική αρτηρία, έχει προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον όλων των μεγάλων
διεθνών παικτών και κυρίως των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στον 19ο αιώνα το
«Μεγάλο παιχνίδι» ως γνωστό παίχτηκε ανάμεσα στην Ρωσία και την τότε Βρετανική αυτοκρατορία
για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας και είχε ως έπαθλο τον έλεγχο της χερσαίας
διέλευσης προς την Ινδία, η οποία αποτελούσε το Βρετανικό προπύργιο στην
Ανατολή. Σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, το «Μεγάλο Παιχνίδι» εξακολουθεί να ορίζεται
από την αναμέτρηση δυνάμεων στην Κεντρική Ασία για τον έλεγχο των ενεργειακών
πόρων και των διαμετακομιστικών οδών. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Δρ. Μαρίκα
Καραγιάννη, «Μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος και μέχρι σήμερα η Ρωσία
διατηρεί τον έλεγχο της περιοχής του «Εγγύτερου Εξωτερικού», όπως συνήθως
αποκαλούνται οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής
Ασίας, καθώς μέχρι στιγμής όλοι οι μεγάλοι αγωγοί περνούν από ρωσικό έδαφος. Οι
ΗΠΑ μαζί με τους συμμάχους τους στην περιοχή- Τουρκία, Γεωργία,
Αζερμπαϊτζάν- προωθούν εναλλακτικές
πετρελαϊκές οδούς, οι οποίες περνούν μέσω Γεωργίας και Τουρκίας και
παρακάμπτουν το ρωσικό έδαφος. Η ιρανική οδός είναι βέβαια η συμφερότερη από
όλες τις απόψεις- πιο σύντομη και πιο οικονομική ενώ υπάρχει ήδη η υποδομή στο
Ιράν- ωστόσο σκοντάφτει στις αμερικανικές κυρώσεις.»
Υπό το πρίσμα του εν εξελίξει νέου
«Μεγάλου παιχνιδιού» τρεiς είναι οι σημαντικές ειδήσεις των τελευταίων
εβδομάδων. Η πρώτη αφορά την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της Κίνας, η οικονομία της
οποίας δεν σταματά να εκπλήσσει, αφού, βάσει των τελευταίων στοιχείων το Α’
και Β’ τρίμηνο του 2017, αυτή αναπτύχθηκε με ρυθμούς 6,9% υπερβαίνοντας κατά πολύ τις
όποιες εκτιμήσεις της ίδιας της Κινεζικής Κυβέρνησης και διεθνών οργανισμών.
Αυτή η πολύ θετική εξέλιξη είναι ενδεικτική των τεράστιων δυνατοτήτων της
Κινέζικής οικονομίας, η οποία κατά τα φαινόμενα εισέρχεται σε νέο ανοδικό κύκλο
μετά το τέλος του προηγούμενου το 2010, και θα έχει ως αποτέλεσμα την
αυξανόμενη ζήτηση για ενεργειακές πρώτες ύλες με την συνεπακόλουθη ενίσχυση των
υποδομών και των μεταφορικών αξόνων.
Γι' αυτό η δεύτερη σημαντική είδηση
αφορά την μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην κατασκευή του τεράστιου αγωγού
της
Gazprom, μήκους 3,000 χλμ που θα
μεταφέρει φυσικό αέριο από τα πλούσια ενεργειακά κοιτάσματα της Σαχαλίνης και
Ανατολικής Σιβηρίας (βλέπε
Urengoy,
Koviktinskoye,
Chayandinskoye,
Sakhalin) προς την
Κινέζικη ενδοχώρα. Το σύστημα αγωγών γνωστό ως
Power of Siberia (βλέπε χάρτη ) αποτελεί ένα τεχνολογικά προηγμένο έργο
αξίας $55 δις μέσω του οποίου η Κίνα θα καλύπτει περίπου το 12% των ετήσιων
αναγκών της σε φυσικό αέριο (38
BCM/έτος) μέσω
μιας 30ετούς συμφωνίας με την
Gazprom, ύψους
$400 δις. Για την
Gazprom η
ολοκλήρωση του αγωγού αυτού, που προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία στα τέλη
του 2019, ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω διείσδυση προς Ανατολάς, όπου οι
οικονομίες αναπτύσσονται ραγδαία και σε αντίθεση με την Ευρώπη (όπου η
Gazprom καλύπτει το 35% των αναγκών της
παλαιάς ηπείρου),η Ρωσική ενεργειακή δεν αντιμετωπίζει
αμφισβήτηση και εμπόδια, όπως διαφάνηκε τελευταία στην διαδικασία αδειοδότησης
του αγωγού
Nord Stream II.
Αναμφίβολα, η τρίτη εξ ίσου
σημαντική είδηση στο Ασιατικό ενεργειακό τοπίο αποτελεί η υπογραφή πριν δύο
εβδομάδες της συμφωνίας μεταξύ της Γαλλικής
Total και της Κινεζικής
CNPC με την
Ιρανική κρατική
Petropars
(θυγατρική της
NIOC) για την
ανάπτυξη της τελευταίας φάσης του γιγάντιου κοιτάσματος φυσικού αερίου
South
Pars
στον Περσικό Κόλπο. Πρόκειται για ένα από τα
μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου στον κόσμο και η επένδυση της Total είναι
η μεγαλύτερη στην οποία έχει προβεί δυτική εταιρεία στον πετρελαϊκό κλάδο του
Ιράν, μετά την επανάσταση το 1979 και την εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας
του Ιράν. Ο γαλλικός πετρελαϊκός κολοσσός θα ηγείται του έργου, το οποίο, όμως,
θα εκτελείται σε συνεργασία με την κινεζική China National Petroleum Corp. και
την ιρανική Petropars. Οριστικοποιήθηκε, έτσι, η αρχική συμφωνία στην οποία
κατέληξαν οι τρεις εταίροι στα τέλη του περασμένου έτους για επένδυση ύψους 4,8
δισ. δολαρίων στο South Pars. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Total,
Πατρίκ Πουγιάν, το πρώτο 1 δισ. δολάρια θα διοχετευθεί για τη χρηματοδότηση της
αρχικής φάσης ανάπτυξης του κοιτάσματος. Η εταιρεία εκτιμά ότι το φυσικό αέριο
από το South Pars θα μπορεί να καλύψει ανάγκες της εγχώριας αγοράς από το 2021.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι παίκτες του
νέου «Μεγάλου Παιχνιδιού» εξακολουθούν να προέρχονται από τις ίδιες περίπου
χώρες (Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Ευρώπη) μόνο που τώρα το διακύβευμα δεν συνίσταται στον
έλεγχο της χερσαίας πρόσβασης προς την Ινδία αλλά στην εξασφάλιση της ενεργειακής προμήθειας
των ίδιων των χωρών της περιοχής (Κίνα, Ινδία ,Ιράν), και στην διείσδυση στις γρήγορα αναπτυσσόμενες εγχώριες αγορές, τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες, καθώς και στην αξιοποίηση των εξαγωγικών
δυνατοτήτων που αυτές υπόσχονται.