Η δέσμευση του Λευκού Οίκου να βάζει «πρώτα την Αμερική» στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων σημαίνει πως ο πρόεδρος έχει την ευθύνη να βάζει σε προτεραιότητα τα προβλήματα της δικής του χώρας, αντί των προβλημάτων του υπόλοιπου κόσμου. Όμως, η τήρηση της υπόσχεσης αυτής δεν είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Άλλωστε, οι εξωτερικές πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων δημιουργούνται, δεν επιβάλλονται

Η δέσμευση του Λευκού Οίκου να βάζει «πρώτα την Αμερική» στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων σημαίνει πως ο πρόεδρος έχει την ευθύνη να βάζει σε προτεραιότητα τα προβλήματα της δικής του χώρας, αντί των προβλημάτων του υπόλοιπου κόσμου. Όμως, η τήρηση της υπόσχεσης αυτής δεν είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Άλλωστε, οι εξωτερικές πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων δημιουργούνται, δεν επιβάλλονται.

Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως κάθε έθνος ακολουθεί τα δικά του συμφέροντα, τότε μπορούμε να περιμένουμε πως ο εκτελεστής της εξωτερικής πολιτικής τους πρέπει να βγάζει νόημα από ένα περίπλοκο γεωπολιτικό σκηνικό, εσωτερικεύοντας τις επιτακτικές ανάγκες και τους περιορισμούς που διαμορφώνουν τη δική του συμπεριφορά και αυτή των εταίρων του. Αυτό σημαίνει εν μέρει την αναγνώριση πιθανών σημείων ανταγωνισμού και συνεργασίας, δίνοντας προτεραιότητα στα θέματα που αποτελούν στρατηγική απειλή για τη δημοκρατία.

Σημαίνει επίσης δοκιμή και έλεγχο των επιπτώσεων, καθορίζοντας τα πιο κρίσιμα σημεία στα οποία θα πρέπει να δοθεί προσοχή. Η υπερβολική φιλοδοξία, είτε λόγω εγωϊσμού είτελόγω ρομαντισμού, αναπόφευκτα θα περάσει στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, όμως μπορεί να περιοριστεί. Και όσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη, τόσο πιο πολλά εργαλεία έχει στη διάθεσή της για να σχηματίσει μια πολιτική σχεδιασμένη ώστε να κατευθύνει διακριτικά τους αντιπάλους και τους συμμάχους της προς την επιθυμητή πορεία, χωρίς να ντροπιάζεται κανείς.

Φυσικά, αυτή η προσέγγιση δεν αποκλείει τη σύγκρουση. Μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική, ωστόσο, θα αναμένει, θα διαχειρίζεται ή ακόμα και θα εκμεταλλεύεται τις συγκρούσεις για να διασφαλίσει μια ισορροπία δυνάμεων που τελικά προορίζεται να διατηρήσει την ισχύ της δημοκρατίας.

Η μοναδική συλλογή προκλήσεων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σήμερα θα απαιτήσει ένα ιδιαίτερα επιδέξιο «χέρι» για να τις αντιμετωπίσει, καθώς η Ουάσινγκτον προσπαθεί να ξεχωρίσει τις αναπόφευκτες διαφορές από αυτές που μπορούν να αποφευχθούν και να προετοιμάσει τους Αμερικανούς γι’ αυτές. Όμως, η συνεχιζόμενη πάλη εξουσίας μεταξύ των ιδεολόγων και των επαγγελματιών στην ομάδα πολιτικής του Λευκού Οίκου φαίνεται σίγουρο ότι θα ενταθεί, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για στρατηγικό σχεδιασμό και μεγάλο περιθώριο για λάθη σε κάποιες από τις πιο πιεστικές συγκρούσεις του κόσμου.

Αν δεν είναι χαλασμένο, μην το φτιάχνεις

Σκεφτείτε τη Βενεζουέλα, όπου μια κυβέρνηση της οποίας ηγούνται ναρκο-πολιτικοί που είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την αυτοκαταστροφή της οικονομίας, χρησιμοποιεί μια Συντακτική Συνέλευση για να δημιουργήσει ένα μονοκομματικό κράτος. Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν θέλουν ένα αποτυχημένο κράτος της Βενεζουέλας να αποσταθεροποιήσει τη σφαίρα επιρροής της στην Καραϊβική. Τα αδέσμευτα κράτη, η οικονομία των οποίων εξαρτάται από το εμπόριο ναρκωτικών, ανθούν με την αμερικανική κατανάλωση ναρκωτικών και δημιουργούν μια εύρωστη αγορά για τους διακινητές όπλων, που με τη σειρά του προκαλεί βίαια εγκλήματα και κύματα μετανάστευσης.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια της «βασιλείας» του Κολομβιανού Πάμπλο Εσκομπάρ, οι ΗΠΑ κατάφεραν να βρουν θεσμικούς εταίρους στην Μπογκοτά, με τους οποίους να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη απειλή της Κολομβίας. Φανταστείτε πόσο δύσκολο θα είναι να γίνει το ίδιο στο Καράκας, όταν οι ναρκο-πολιτικοί θα έχουν επισημοποιήσει τη θέση τους στην εξουσία, την ώρα που οι συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των διαδηλωτών φέρνουν φωνές που ζητούν παρέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους.

Αν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον αισθάνονται υποχρεωμένοι να απαντήσουν σε αυτή την κατάφωρη αρπαγή της εξουσίας, η φύση της απάντησής τους έχει τεράστια σημασία. Κατά τα φαινόμενα, η αμερικανική κυβέρνηση προετοιμάζει νέες σκληρές κυρώσεις κατά του ενεργειακού κλάδου της Βενεζουέλας και ορισμένων προσώπων. Στόχος των κυρώσεων θα μπορούσε να είναι η κρατική Petroleos de Venezuela, η απαγόρευση των εξαγωγών αμερικανικού αργού στη Βενεζουέλα και η αποκοπή των εισαγωγών πετρελαίου της Βενεζουέλας. Τέτοια μέτρα θα επιτάχυναν στην ουσία το πτωτικό σπιράλ στο οποίο έχει εισέλθει η χώρα.

Αναλόγως του εύρους των κυρώσεων, τα δολάρια από το ζωτικής σημασίας εμπόριο της Βενεζουέλας θα στέρευαν, οι ήδη σοβαρές ελλείψεις βασικών αγαθών θα γίνονταν ανυπόφορες, οι αναταραχές θα εντείνονταν και ο διχασμός εντός του κυβερνώντος κόμματος, του στρατού ή και των δύο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάρρευση της κυβέρνησης, δημιουργώντας ένα χάος που κανένας δεν θα ήταν πρόθυμος ή ικανός να ξεκαθαρίσει.

Έτσι, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ζυγίσουν τις επιλογές τους. Έχει στρατηγική λογική να επιδεινώσει την κρίση στη Βενεζουέλα, γνωρίζοντας πως εξακολουθούν να υπάρχουν άλλα, μεγαλύτερα θέματα εξωτερικής πολιτικής που χρειάζονται την προσοχή της Ουάσινγκτον; Ή θα πρέπει να αποφύγει μια πρόωρη σύγκρουση, αυξάνοντας ουσιαστικά τις κυρώσεις, υπονομεύοντας τα πιο αδιόρθωτα στοιχεία στο Καράκας και συνεργαζόμενη με αυτούς που είναι αρκετά απελπισμένοι, ώστε να κλείσουν μια συμφωνία για να δημιουργηθεί μια πιο ομαλή προσγείωση για το κράτος της Καραϊβικής;

Υπό παρόμοιο πρίσμα μπορεί να ιδωθεί και το Ιράν. Η περασμένη εβδομάδα έφερε στο φως μια ιδιαίτερα σκληρή διαμάχη εντός του Λευκού Οίκου ως προς το αν ο εκτελεστικός κλάδος θα θεωρούσε ότι το Ιράν συμμορφώνεται με το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action). Οι πέντε άλλοι υπογράφοντες της συμφωνίας, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας και επαγγελματίες του χώρου της εξωτερικής πολιτικής εντός της κυβέρνησης -όπως ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Χέρμπερτ Ρέιμοντι Μακ Μάστερ και ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις- υποστηρίζουν πως η Τεχεράνη τηρεί τους όρους της συμφωνίας.

Όμως ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και μια ομάδα ομοϊδεατών στελεχών του φαίνονται αποφασισμένοι να δείξουν πως το Ιράν δεν τηρεί τους όρους της συμφωνίας και έχουν θέσει την προοπτική της μονομερούς αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία στην επόμενη αξιολόγηση της συμμόρφωσης του Ιράν, σε περίπου 90 μέρες.

Αντί η υπόθεση αυτή να βασίζεται στους πραγματικούς όρους της συμφωνίας, ο πρόεδρος και οι σύμμαχοί του έχουν βασίσει τη θέση τους σε άλλες διαφορές που έχουν οι ΗΠΑ με το Ιράν, περιλαμβανομένης της δοκιμής όπλων και της στήριξης σε περιφερειακές ένοπλες ομάδες, καθώς και στη γενική πεποίθηση πως η Τεχεράνη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «άξονας του κακού».

Έχει, όμως, λογική από στρατηγικής απόψεως να εγκαταλειφθεί η συμφωνία, όταν αυτό θα επαναφέρει τις προοπτικές στρατιωτικής αντιπαράθεσης στον Περσικό Κόλπο και όταν οι ΗΠΑ δεν έχουν την ευρωπαϊκή στήριξη που χρειάζονται για να συντηρήσουν αποτελεσματικές κυρώσεις κατά του Ιράν; Ή θα λάβει η Ουάσινγκτον υπόψη πως η κυβέρνηση του Ιράν δεν θα ανατραπεί εύκολα δια της βίας, πως είναι σοβαρή σε ό,τι αφορά στη διατήρηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά και ότι ήδη έχει πολλά να κάνει διότι ανταγωνίζεται τους γείτονές του για επιρροή;

Αν στόχος των ΗΠΑ είναι να αποφύγει την περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, την ώρα που έχει τόσα άλλα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής να αντιμετωπίσει, τότε το να βασιστεί στα πιο διακριτικά εργαλεία των μυστικών υπηρεσιών για να διατηρήσει την επίβλεψη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν ενώ ταυτόχρονα θα αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες εντάσεις μεταξύ του Ιράν και των μεγάλων σουνιτικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, ίσως είναι ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κρατήσει υπό έλεγχο τις φιλοδοξίες της Τεχεράνης από το να αναζωπυρώσει μια πυρηνική κρίση που θα μπορούσε εύκολα να αναλώσει τη στρατιωτική ικανότητα των ΗΠΑ.

Προσοχή στη Ρωσία

Εν τω μεταξύ, παρά το πρόσφατο «δράμα» που περιβάλλει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, η πολιτική της Ουάσινγκτον έναντι της Μόσχας είναι σχετικά έντιμη. Γνωρίζοντας τα εσωτερικά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια, το Κρεμλίνο προσπαθεί να καταλήξει σε κατανόηση με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, που θα αναγνωρίζει τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Για παράδειγμα, προσπαθώντας να «τραβήξει γραμμή» στην επέκταση του ΝΑΤΟ και να πείσει τη Δύση να άρει τις κυρώσεις, η Μόσχα ελπίζει πως θα προστατευθεί από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους όσο ακόμα είναι αρκετά ισχυρή για να το κάνει αυτό.

Για τον σκοπό αυτό, η Ρωσία έχει αφιερώσει αρκετή ενέργεια για να μπει σε συγκρούσεις στις οποίες οι ΗΠΑ έχουν συμφέροντα. Εκεί, η Μόσχα πιστεύει πως μπορεί να δημιουργήσει μια «συλλογή καρότων και μαστιγίων», που μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να καθοδηγήσει την Ουάσινγκτον προς πιο αποδοτικές διαπραγματεύσεις.

Οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται ενάντια στη Ρωσία σε έναν ιδεολογικό πόλεμο, όπως συνέβαινε στον Ψυχρό Πόλεμο, και υπάρχει οπωσδήποτε περιθώριο συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος. Όμως οι ρωσικές υποχωρήσεις -ακόμα και σε ζητήματα τακτικής- συχνά ενέχουν υψηλό τίμημα, και το να «πουλήσει» τους Ευρωπαίους συμμάχους που βρίσκονται στην πόρτα της Μόσχας είναι απλά πολύ μεγάλο κόστος για να το πληρώσει η Ουάσινγκτον.

Ακόμα και χωρίς τις τεράστιες επιπλοκές που δημιουργούν οι δραστηριότητες των υπηρεσιών πληροφοριών στην αμερικανική κυβέρνηση και την αυξανόμενη πίεση του Κογκρέσου να ελέγξει την επιρροή του προέδρου στη ρωσική πολιτική της Ουάσινγκτον, η Μόσχα και η Ουάσινγκτον παραμένουν θεμελιωδώς σε αντίθεση σε αρκετά μέτωπα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ θα πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση για σημεία αναδυόμενων συγκρούσεων, όπου η Ρωσία θα προσπαθήσει να βάλει εμπόδια στα σχέδια της Ουάσινγκτον -όπως για παράδειγμα στη Βόρεια Κορέα.

Η πραγματική μάχη είναι στην Ασία

Σε ό,τι αφορά τη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Ρωσία, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν επιλογές ως προς το πώς θα κινηθούν. Αναλόγως του πόσο προσεκτικά θα ζυγίσει τις επιπτώσεις των ενεργειών της, η Ουάσινγκτον μπορεί είτε να ερεθίσει είτενα μετριάσει τις απειλές που προκύπτουν από κάθε χώρα. Η Βόρεια Κορέα, από την άλλη πλευρά, αφήνει επικίνδυνα μικρό περιθώριο ελιγμών στις ΗΠΑ.

Η Πιονγιάνγκ και η Ουάσινγκτον έχουν περάσει το σημείο της βιώσιμης διαπραγμάτευσης. Η Βόρεια Κορέα βρίσκεται εντός τροχιάς ανάπτυξης πυρηνικού αποτρεπτικού μέσου και καθώς πλησιάζει στο σημείο κατοχής αξιόπιστου πυρηνικού όπλου και πυραυλικού συστήματος ικανού να πλήξει τις ΗΠΑ, η Ουάσινγκτον θα αναγκαστεί να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο στρατιωτικής ενέργειας κατά της Βόρειας Κορέας.

Αυτή την απόφαση θα πρέπει να λάβει η κυβέρνηση Τραμπ, ενδεχομένως εντός των επόμενων 15 μηνών. Προσπαθώντας να αποφύγουν τη στρατιωτική ενέργεια, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να βασιστούν στη συνεργασία της Κίνας και της Ρωσίας για κυρώσεις ή σε μυστικές αποστολές που στόχο θα έχουν να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση της Β. Κορέας και να ανατρέψουν τις πυρηνικές της φιλοδοξίες. Ωστόσο, αν και η Ουάσινγκτον επιδιώκει αυτή την πολιτική από διπλωματική αναγκαιότητα, γνωρίζει πως είναι απίθανο να καρποφορήσει. Διότι, όσο και αν δεν τους αρέσει η ιδέα μιας Βόρειας Κορέας με πυρηνικά μπροστά στην «πόρτα» τους, η Κίνα και η Ρωσία δεν θέλουν να έχουν να αντιμετωπίσουν τις ευρύτερες επιπτώσεις μιας ασταθούς κορεατικής χερσονήσου ή να ανοίξουν την πόρτα για ένα μεγαλύτερο στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στην περιοχή.

Έτσι, τα δύο κράτη θα προσπαθήσουν να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν από τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑκαιταυτόχρονα να σπρώξουν την Ουάσινγκτον προς την αδράνεια. Καθώς δεν θα μπορούν να βασιστούν στην επιρροή της Κίνας και της Ρωσίας για να μετριάσουν τη συμπεριφορά της Βόρειας Κορέας, οι ΗΠΑ θα αντισταθούν στα αιτήματά τους για περιορισμό της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού καθώς θα εντείνεται η βορειοκορεατική πυρηνική απειλή. Η ανάγκη της Ουάσινγκτον να αντιμετωπίσει την απειλή της Βόρειας Κορέας θα έρθει σε σύγκρουση με την επιτακτική ανάγκη του Πεκίνου να αυξήσει την ναυτική σφαίρα επιρροής της, κάνοντας ακόμα μεγαλύτερο το διακύβευμα σε μια όλο και πιο περίπλοκη ζώνη σύγκρουσης.

Ο ήχος των τυμπάνων του πολέμου στη Βορειοανατολική Ασία είναι εκκωφαντικός σε σύγκριση με την υπόκωφη βοή που βγαίνει από τη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Ρωσία.

Όμως η σύγκλιση αυτών των κρίσεων -ορισμένες εκ των οποίων μπορούν να αποφευχθούν περισσότερο απ’ ό,τι άλλες- είναι που μπορεί να προκαλέσει μια κακοφωνία εξωτερικής πολιτικής που ακόμα και οι πολιτικές διαμάχες στην Ουάσινγκτον δεν θα μπορέσουν να «πνίξουν» τους επόμενους μήνες.

(από euro2day.gr)