Οι πόλεις του Σαν Φρανσίσκο και του Όκλαντ κατέθεσαν μήνυση
εναντίον μερικών από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες παγκοσμίως για την
αλλαγή του κλίματος, συμμετέχοντας σε μια αναδυόμενη προσπάθεια να ασκηθεί
νομική δράση προκειμένου η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων να καταστεί υπεύθυνη για
τις ζημίες που προκαλούνται από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
Οι αγωγές κατατέθηκαν ξεχωριστά στο Ανώτατο Δικαστήριο του
Σαν Φρανσίσκο και στην κομητεία Alameda όπως ανακοινώθηκε την Τετάρτη. Σύμφωνα
με ρεπορτάζ της
San
Francisco
Chronicles,
στο κείμενο των αγωγών υποστηρίζεται ότι μία ομάδα παραγωγών πετρελαίου,
φυσικού αερίου και άνθρακα όχι μόνο ευθύνεται για τα αέρια του θερμοκηπίου που
προκάλεσαν αύξηση της στάθμης της στάθμης της θάλασσας, αλλά ότι προχώρησε σε
αυτό έχοντας πλήρη γνώση των συνεπειών.
Και οι δύο πόλεις ζητούν από τις εταιρείες -συμπεριλαμβανομένων
των Chevron (με έδρα στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο), ConocoPhillips,
ExxonMobil, Shell και BP- να πληρώσουν δισεκατομμύρια σε αποζημιώσεις για παλαιότερες
και επερχόμενες πλημμύρες, για τη διάβρωση των ακτών και τις υλικές ζημίες που
προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή.
«Ήρθε η ώρα να πληρωθεί ο λογαριασμός», δήλωσε ο δικηγόρος της
πόλης του Σαν Φρανσίσκο Dennis Herrera. «Είναι ώρα οι εταιρείες αυτές να
αναλάβουν την ευθύνη».
Οι αγωγές που κατατέθηκαν την Τρίτη, έρχονται δύο μήνες μετά από ανάλογες μηνύσεις που κατέθεσαν οι επαρχίες Marin και San Mateo, καθώς και
η πόλη Imperial Beach του Σαν Ντιέγκο, εν μέσω της αυξανόμενης πίεσης να χρησιμοποιηθεί
η δικαστική οδός κατά μεμονωμένων εταιρειών για τη συμβολή τους στην
υπερθέρμανση του πλανήτη.
Προηγούμενες νομικές προσπάθειες με στόχο να συνδεθούν
συγκεκριμένες εταιρείες με το πρόβλημα ήταν ελάχιστες και σε μεγάλο βαθμό
αναποτελεσματικές. Όμως, καθώς οι επιστημονικές εξελίξεις καθιστούν όλο και περισσότερο
δυνατό τον εντοπισμό των αιτιών της κλιματικής αλλαγής και με τη διοίκηση του
Trump να παραγκωνίζει το ζήτημα, οι νομικοί αναλυτές αναφέρουν πως τόσο ο
αριθμός των αγωγών κατά της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, όσο και οι
πιθανότητες επιτυχίας τους θα αυξηθούν.
«Με την υπαναχώρηση της ομοσπονδιακής διοίκησης, δεν με
εκπλήσσει ότι περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται προς τα δικαστήρια», δήλωσε στη
San
Francisco
Chronicles
ο
Sean Hecht, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Emmett για την Κλιματική
Αλλαγή και το Περιβάλλον στη Σχολή Νομικών του UCLA. «Είναι πιθανό ότι τα
δικαστήρια θα είναι περισσότερα δεκτικά σε τέτοιους ισχυρισμούς όταν δεν
υπάρχει ταυτόχρονη ομοσπονδιακή κανονιστική δράση».
Εκπρόσωποι της βιομηχανίας πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων
αξιωματούχων της Chevron, δήλωσαν ότι η νομική δράση δεν κινείται σε παραγωγική
κατεύθυνση.
«Η Chevron χαιρετίζει τις σοβαρές προσπάθειες αντιμετώπισης
του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής, αλλά οι μηνύσεις αυτές δεν κάνουν κάτι
τέτοιο», δήλωσε η εκπρόσωπος της εταιρείας Melissa Ritchie στη
San
Francisco
Chronicles. «Η μείωση των
εκπομπών αερίων θερμοκηπίου είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που απαιτεί παγκόσμια
δέσμευση και δράση».
Ο Eric Wohlschlegel, εκπρόσωπος του εμπορικού συνδέσμου
American Petroleum Institute, δήλωσε ότι η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού
αερίου είχε ήδη θέσει ως προτεραιότητα την κλιματική αλλαγή και θα «διαδραματίσει
ηγετικό ρόλο στην μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και των άλλων εκπομπών στις
ΗΠΑ».
Όπως οι αγωγές που κατέθεσαν οι κομητείες Marin και San
Mateo, έτσι και οι μηνύσεις εκ μέρους του Σαν Φρανσίσκο και του Όκλαντ
υποστηρίζουν ότι οι παραγωγοί πετρελαίου αποτελούν δημόσια όχληση.
Οι αγωγές υποστηρίζουν ότι η εξόρυξη και η επεξεργασία
ορυκτών καυσίμων οδήγησε σε σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, η
οποία οδήγησε στην τήξη των πάγων και την αύξηση της θερμοκρασίας των θαλασσών,
με αποτέλεσμα η στάθμη των ωκεανών να αυξηθεί σχεδόν είκοσι εκατοστά στην
Καλιφόρνια τον περασμένο αιώνα. Έως τρία επιπλέον μέτρα ενδέχεται να αυξηθεί η στάθμη
της θάλασσας μέχρι το 2100, σύμφωνα με το κείμενο των αγωγών.
«Είναι πιθανό τα δικαστήρια να κάνουν δεκτούς τους ισχυρισμούς
περί δημόσιας όχλησης και να προχωρήσουν σε δίκη», δήλωσε ο Hecht. «Το ερώτημα
είναι εάν τα δικαστήρια θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αιτιώδης
συνάφεια και ότι η βλάβη υπερκεράζει τα οφέλη που παρέχονται στο κοινό».