Οι σχέσεις Γερμανίας - Τουρκίας βρίσκονται στο ναδίρ. Η Αγκυρα χρεώνει στο Βερολίνο χλιαρή υποστήριξη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, παροχή προστασίας σε γκιουλενικά και κουρδικά στοιχεία και εν γένει περιφρόνηση των ειδικών καταστάσεων που αυτή βιώνει. Η καγκελάριος Μέρκελ, από την πλευρά της, διαπιστώνει συνεχή διολίσθηση της Τουρκίας στον προσωποκεντρικό αυταρχισμό και τη συστηματική απομάκρυνσή της από την Ε.Ε.

Οι σχέσεις Γερμανίας - Τουρκίας βρίσκονται στο ναδίρ. Η Αγκυρα χρεώνει στο Βερολίνο χλιαρή υποστήριξη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, παροχή προστασίας σε γκιουλενικά και κουρδικά στοιχεία και εν γένει περιφρόνηση των ειδικών καταστάσεων που αυτή βιώνει.

Η καγκελάριος Μέρκελ, από την πλευρά της, διαπιστώνει συνεχή διολίσθηση της Τουρκίας στον προσωποκεντρικό αυταρχισμό και τη συστηματική απομάκρυνσή της από την Ε.Ε. (θεσμικά και πολιτικά). Οι συλλήψεις Γερμανών πολιτών σε τουρκικό έδαφος, τα πολλαπλά αιτήματα έκδοσης προς τις γερμανικές αρχές που συνήθως απορρίπτονται και ο υπερδιπλασιασμός των αιτήσεων ασύλου Τούρκων προς τη Γερμανία έχουν επιδεινώσει το κλίμα. Σε αυτά αθροίζεται και η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από τη βάση του Ιντσιρλίκ. Ενώ η επιλογή Ερντογάν να δαιμονοποιήσει την Ε.Ε. ώστε να διατηρήσει ζωντανή την ιδεολογική/πολιτισμική αντιπαράθεση με τη Δύση, προς τέρψη ενός μεγάλου κομματιού του εγχώριου ακροατηρίου, τον έχει οδηγήσει σε ακρότητες, όπως η προτροπή σε 1,3 εκατ. Τούρκων με δικαίωμα ψήφου να «δώσουν ένα χαστούκι σε όσους επιτίθενται στην Τουρκία».

Μπορεί μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία να αναμένεται μερική αποκλιμάκωση της έντασης, πλην όμως φαίνεται πως οι σχέσεις θα επαναπροσδιοριστούν πάνω σε νέες βάσεις. Παρότι η παραίνεση της Μέρκελ για διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και αναστολή των διαβουλεύσεων για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης δεν απηχεί τις θέσεις πολλών κρατών-μελών (αφού απαιτείται ομοφωνία, δεν θα γίνει δεκτή τουλάχιστον ως προς το πρώτο), η τάση είναι εμφανής: προκρίνεται μία ειδικού τύπου σχέση, με γνώμονα τη συνεργασία στους τομείς όπου υφίσταται μεγαλύτερη σύγκλιση (εμπόριο, ενέργεια, προσφυγικό, ασφάλεια). Αυτό συνεπάγεται επιπλέον ενδυνάμωση του απολυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης και επιπλέον εξασθένηση του κράτους δικαίου, αποξένωση των φιλελεύθερων φωνών εντός της Τουρκίας και ακόμη πιο συρρικνωμένο ενδιαφέρον επίδειξης υπεύθυνης συμπεριφοράς εκ μέρους της Aγκυρας σε φλέγοντα για τις Βρυξέλλες ζητήματα.

Πάντως, παρατηρώντας τα οικονομικά και γεωπολιτικά δεδομένα, τα περιθώρια για πλήρη ρήξη είναι μηδενικά. Ο όγκος των ετήσιων εμπορικών συναλλαγών προσεγγίζει τα 130 δισ. ευρώ, με την Ε.Ε. να αποτελεί τον υπ’ αριθμόν 1 εμπορικό εταίρο της Τουρκίας και αυτή τον πέμπτο μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι απαραίτητες για την Τουρκία άμεσες ξένες επενδύσεις προήλθαν το πρώτο εξάμηνο του 2017 σε ποσοστό 68% από ευρωπαϊκές εταιρείες, με το συνολικό ποσό των ευρωπαϊκών επενδύσεων την τελευταία δεκαετία να αγγίζει τα 100 δισ. ευρώ. Ο Ερντογάν, συνεπώς, δεν θα ρισκάρει περαιτέρω αναταράξεις οικονομικής φύσεως. Από την άλλη, η Τουρκία αποτελεί «οικόπεδο» στο οποίο η Δύση δεν θα ήθελε να απολέσει την επιρροή της. Προσφέρει στρατηγικό βάθος στη Μέση Ανατολή, αποτελεί (για πόσο ακόμη;) μαξιλάρι ασφαλείας έναντι των περιμετρικών κινδύνων, αν και κινδυνεύει να ενσωματώσει τις επισφάλειες της περιοχής, συγκρατεί προσφυγομεταναστευτικά ρεύματα και λειτουργεί ως δυνάμει κόμβος μεταφοράς ενέργειας μέσω projects που αποκλείουν τη Ρωσία. Ποιο, όμως, θα είναι το νέο σημείο ισορροπίας, δεδομένης της εκατέρωθεν έλλειψης εμπιστοσύνης και της διάχυτης καχυποψίας;

 

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

 

(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)