Οι ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας στις 24 Σεπτεμβρίου είδαν την Άγκελα Μέρκελ να διατηρεί τη θέση της στην καγκελαρία. Ωστόσο, η φύση της μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής της χώρας θα διαμορφωθεί από τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται για να καθοριστούν οι εταίροι του κυβερνητικού συνασπισμού.

Οι ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας στις 24 Σεπτεμβρίου είδαν την Άγκελα Μέρκελ να διατηρεί τη θέση της στην καγκελαρία. Ωστόσο, η φύση της μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής της χώρας θα διαμορφωθεί από τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται για να καθοριστούν οι εταίροι του κυβερνητικού συνασπισμού.

Προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση, η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της Μέρκελ πρέπει να δημιουργήσει συνασπισμό με ένα ή δύο από τα μικρότερα κόμματα, κάτι που σημαίνει πως θα χρειαστεί προσπάθεια για τη συμπόρευση πολιτικών με διαφορετικές απόψεις, πιθανότατα των Πρασίνων και του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών ( FDP).

Oι συνομιλίες μόλις ξεκίνησαν και το CDU αγωνίζεται να συμφωνήσει σε κοινή πλατφόρμα πολιτικής με το αδελφό του κόμμα στη Βαυαρία, τη Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (CSU). Αυτό πρέπει να γίνει πριν μπορέσει να προχωρήσει στην αντιμετώπιση άλλων, ακόμα πιο σύνθετων συμπράξεων. Η συμμαχία CDU/CSU έλαβε το 33% των ψήφων και αναδείχτηκε η μεγαλύτερη ομάδα στο κοινοβούλιο.

Ο Cem Ozdemir, συμπρόεδρος των Πρασίνων, δήλωσε μετά τις εκλογές ότι το κόμμα του θα επικεντρωθεί στην κλιματική αλλαγή σε κάθε συνομιλία για τη δημιουργία συνασπισμού. Οι Πράσινοι θα πιέζουν για την αποδοχή της Συμφωνίας του Παρισιού στην ολότητά της, την αφαίρεση των ορυκτών καυσίμων από το γερμανικό ενεργειακό μίγμα το συντομότερο δυνατό και την επίτευξη της μετάβασης του στόλου των αυτοκινήτων στην ηλεκτροκίνηση. Οι Πράσινοι επιδιώκουν την κατάργηση τόσο των ορυκτών καυσίμων, όσο και των βενζινοκίνητων οχημάτων ως το 2030, ενώ προωθούν και την υιοθέτηση ενός ελάχιστου επιπέδου στις τιμές του άνθρακα.

Το FDP, από την άλλη, αν και υποστηρίζει τη Συμφωνία του Παρισιού, έχει μια πιο ευέλικτη άποψη για το πώς θα εφαρμοστεί. Το κόμμα θεωρεί τα ορυκτά καύσιμα ως απαραίτητες πηγές ενέργειας για το άμεσο μέλλον. Υποστηρίζει τη συνεχιζόμενη χρήση του ντίζελ, παρά τα πρόσφατα σκάνδαλα - ειδικά αυτό που αφορά τη Volkswagen της Γερμανίας - που σχετίζονταν με την υποβολή εκθέσεων που υποτιμούσαν τις επιβλαβείς εκπομπές από τα οχήματα ντίζελ. Τέλος, το FDP δεν υποστηρίζει την υιοθέτηση ελάχιστου επιπέδου στις τιμές του άνθρακα.

Η Μέρκελ έχει καλλιεργήσει την εικόνα της πρωτοπόρου σε ότι αφορά τη λήψη μέτρων για την κλιματική αλλαγή, αν και η απόδοση της Γερμανίας στην επίτευξη των στόχων της για την αλλαγή του κλίματος δεν ήταν εντυπωσιακή έως τώρα.

Μακροπρόθεσμος στόχος της κυβέρνησης είναι να μειώσει τις εκπομπές κατά 80 - 95% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2050, με ένα φιλόδοξο, επίσης, ενδιάμεσο στόχο για μείωσή τους κατά 40% έως το 2020. Ωστόσο, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο στόχος αυτός δε θα επιτευχθεί, προβλέποντας μείωση μόνο κατά περίπου 30%. Η Γερμανία ενδέχεται επίσης, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Petroleum Economist, να αποτύχει την κάλυψη του στόχου της ΕΕ για 18% ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2020.

 

Η ενεργειακή πολιτική υπό το πρίσμα των νέων πολιτικών συσχετισμών

Το μεταβαλλόμενο κλίμα της γερμανικής πολιτικής σκηνής ενδέχεται ακόμη και να συμβάλει στην επιτάχυνση της πολιτικής για την ενεργειακή μετάβαση. Το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη της χώρας, ήταν βασικός εταίρος στον προηγούμενο συνασπισμό. Σήμερα έχει ήδη αποκλείσει τη συμμετοχή του σε οποιοδήποτε συνασπισμό, αφού στις εκλογές έλαβε ποσοστό 20,2%, σημειώνοντας μεγάλες απώλειες της τάξης του 5,2% σε σύγκριση τα ποσοστά του 2013.

Το SPD διέθετε ισχυρή παρουσία στην κυβέρνηση και προέβαλε το επιχείρημα της υπεράσπισης των χιλιάδων εργαζόμενων των οποίων οι θέσεις εργασίας εξαρτώνται από τους γερμανικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που τροφοδοτούνται από άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων των λιγνιτικών μονάδων. Χωρίς αυτή την υποστήριξη του SPD, μια νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει με μικρότερο πολιτικό κόστος στον τερματισμό της λειτουργίας των μονάδων αυτών.

Ωστόσο, το ενδεχόμενο του άμεσου τερματισμού της λειτουργίας των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που στηρίζονται στον άνθρακα δε θα εξαλείψει το πρόβλημα της διαχείρισης του κύματος ανεργίας που θα προκληθεί, δεδομένου ότι δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία λιγνίτη και στις εταιρείες προμήθειας θα καταστούν επισφαλείς. Πολλοί από αυτούς τους εργαζόμενους κατοικούν στις εργατικές περιφέρειες της Γερμανίας, όπου το ακροδεξιό κόμμα Af D σημείωσε μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα ποσοστά στις πρόσφατες εκλογές. Η Μέρκελ έχει αποκλείσει κάθε διαπραγμάτευση με το AfD, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αγνοήσει όσους το ψήφισαν ή ενδέχεται να το ψηφίσουν στο μέλλον.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Rainer Baake δήλωσε ότι η Γερμανία θα χρειαστεί να τερματίσει τη λειτουργία εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα δυναμικότητας 25 GW έως το 2030, προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό της τρέχουσας δυναμικότητας της χώρας και μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αλλαγές.

Αυτό που φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να συμβεί είναι μια αναβίωση της πυρηνικής ενέργειας της Γερμανίας, την οποία η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει μετά την καταστροφή του εργοστασίου της Φουκουσίμα το 2010 στην Ιαπωνία. Το 2011, περισσότεροι από το 80% των βουλευτών ψήφισαν υπέρ του κλεισίματος των πυρηνικών σταθμών μέχρι το 2022. Οι μόνοι που διαφώνησαν ήταν οι Πράσινοι, οι οποίοι ζητούσαν ο τερματισμός λειτουργίας των πυρηνικών μονάδων να γίνει συντομότερα.

Δεδομένου του προγραμματισμένου τερματισμού λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων και της ανάγκης περιορισμού του άνθρακα, το φυσικό αέριο αναμένεται να παραμείνει βασικό συστατικό του ενεργειακού μίγματος της Γερμανίας για το άμεσο μέλλον, ανεξάρτητα από το ποια κόμματα θα συμμετάσχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Η εξέλιξη αυτή είναι προφανώς θετική για τη Ρωσία, αφού η Gazprom έχει προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις, όπως οι αγωγοί Nord Stream και Nord Stream 2, προκειμένου να προωθήσει τον εφοδιασμό της Γερμανίας με ρωσικό φυσικό αέριο. Ωστόσο, η αποχώρηση του SPD από τον κυβερνητικό συνασπισμό αποτελεί πλήγμα για τη ρωσική επιρροή στη γερμανική πολιτική. Οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν ισχυροί υποστηρικτές των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου όσο συμμετείχαν στην κυβέρνηση, ενώ ο πρώην ηγέτης του SPD και πρώην καγκελάριος της χώρας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, ορίστηκε πρόσφατα ως ανεξάρτητος διευθυντής της ρωσικής Rosneft.

Με την αποχώρηση του SPD, ενδέχεται να πέσει στους Πράσινους -και τις παραχωρήσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν από τη Μέρκελ σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους, εφόσον εκείνη τη χρειαστεί- το βάρος για τη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής της Γερμανίας.