Εκατό χιλιάδες. Τόσοι υπολογίζονται (το πολύ) οι Έλληνες πολίτες με διαταραχή φύλου. Σύμφωνα με κάποιους επιστημονικούς υπολογισμούς, το ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τέτοιου τύπου διαταραχές (και, εξ όσων μπορέσαμε να διαπιστώσουμε από μια πρόχειρη έρευνα, η επιστήμη επιμένει στην χρήση του όρου «διαταραχή» ή «δυσφορία») ανέρχεται περίπου στο 1%. Ο νέος νόμος της κυβέρνησης για την ταυτότητα και αλλαγή φύλου επομένως αφορά δυνητικά έως περίπου 100.000 Έλληνες

Εκατό χιλιάδες. Τόσοι υπολογίζονται (το πολύ) οι Έλληνες πολίτες με διαταραχή φύλου. Σύμφωνα με κάποιους επιστημονικούς υπολογισμούς, το ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τέτοιου τύπου διαταραχές (και, εξ όσων μπορέσαμε να διαπιστώσουμε από μια πρόχειρη έρευνα, η επιστήμη επιμένει στην χρήση του όρου «διαταραχή» ή «δυσφορία») ανέρχεται περίπου στο 1%. Ο νέος νόμος της κυβέρνησης για την ταυτότητα και αλλαγή φύλου επομένως αφορά δυνητικά έως περίπου 100.000 Έλληνες.

Ποιο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτοί οι 100.000 συμπολίτες μας; Από πολύ μικρή ηλικία, η λειτουργία του μυαλού δεν ευθυγραμμίζεται με την λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος. Λόγω μιας βιολογικής-σωματικής δυσλειτουργίας, προκύπτουν σημαντικές ψυχολογικές διαταραχές. Ουσιαστικά, γυναίκες και άντρες βρίσκονται παγιδευμένοι μέσα σε σώματα του αντίθετου φύλου. Το μυαλό και η ψυχή γίνονται έγκλειστοι στην φυλακή του σώματος.

Πόσοι από εμάς άραγε θα είχαν αντίρρηση σε μια ρύθμιση που θα αναγνώριζε το πρόβλημα που ένας μικρός, αλλά όχι ασήμαντος, αριθμός συμπολιτών μας αντιμετωπίζει, που θα παρείχε σε αυτούς τους ανθρώπους την δυνατότητα να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ μυαλού και σώματος και να ζήσουν μια ομαλή ζωή; Η απάντηση είναι εύκολη: Όλοι αυτοί που βλέπουν στον νέο νόμο και στην περιρρέουσα πολεμική όχι την στήριξη μιας κατηγορίας συμπολιτών μας, αλλά το ξεδίπλωμα μιας ατζέντας η οποία οικειοποιείται τις ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, προκειμένου από ένα άθροισμα εξαιρέσεων να δημιουργήσει μια νέα εναλλακτική κανονικότητα.

Στον πυρήνα αυτής της ατζέντας βρίσκεται η έννοια του «δικαιώματος», το οποίο μετατρέπει την βιολογική εξαίρεση σε πολιτικό διεκδικούμενο με αξιώσεις γενίκευσης στην βάση της προσωπικής επιλογής. Η έννοια του δικαιώματος υπονοεί διεκδίκηση εκ μέρους του ατόμου έναντι της κοινωνίας, γιατί ένα δικαίωμα δεν υπάρχει γενικώς και αορίστως αλλά «ασκείται», δηλ. κατά κυριολεξία διατυπώνεται ως διεκδίκηση. Η δε ανώτερη αξιακή θέση του δικαιώματος προκύπτει από το γεγονός ότι αυτό εκπορεύεται από την φύση του ατόμου, δηλ. από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι-ως-άτομα είναι ίδιοι ως φορείς δικαιωμάτων.

Στην περίπτωση της ταυτότητας φύλου, η κατανόηση της διαδικασίας αλλαγής με όρους «δικαιώματος» αλλάζει ουσιωδώς το περιεχόμενο της συζήτησης. Από την παραχώρηση ενός καθεστώτος εξαίρεσης στην βάση επιστημονικών δεδομένων και αυστηρών κριτηρίων (π.χ. ψυχολογική γνωμάτευση και ώριμη, ανεπηρέαστη έκφραση βούλησης από τον χρήστη της εξαίρεσης), περνάμε στην άσκηση του γενικευμένου για όλα τα άτομα δικαιώματος «επιλογής» μιας εκ διαφόρων διαθέσιμων «ταυτοτήτων». Από την αποδοχή της διαφορετικότητας στην βάση της αναγνώρισής της ως τέτοια, περνάμε στην αναβάπτιση της διαφορετικότητας σε δυνητική κανονικότητα που αρκεί να διατυπωθεί με όρους δικαιώματος για να επιβληθεί και πρακτικά ως τέτοια.

Η παρουσίαση των αντιδράσεων στον νόμο ως οπισθοδρομικές αντιρρήσεις από γραφικούς και αντιδραστικούς (κάποιες εκ των οποίων όντως ήταν) αποτελεί μια δοκιμασμένη μέθοδο αποφυγής κρίσιμων ερωτημάτων, θεωρητικών και πρακτικών. Οι εκφραστές της δικαιωματιστικής ατζέντας για παράδειγμα δεν εξηγούν την εσωτερική αντίφαση της ταυτόχρονης επίκλησης της επιστήμης και της βιολογίας από την μια μεριά, και της επιλογής και του δικαιώματος από την άλλη.

Υποστηρίζουν ότι το φύλο, όπως και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, δεν είναι επιλογή αλλά αποτέλεσμα της βιολογίας του κάθε ανθρωπίνου σώματος. Από την άλλη όμως, μιλούν για «κοινωνικές ταυτότητες» οι οποίες πρέπει να αναγνωρίζονται άμα τη επικλήσει τους. Αν όμως τα πάντα είναι υποκειμενική «ταυτότητα» και ατομική επιλογή, τότε ποια αξία έχει το βιολογικό-επιστημονικό επιχείρημα; Εφόσον το φύλο είναι ατομική, ταυτοτική, ιδεολογικοπολιτική επιλογή, οι όποιες αντιρρήσεις στον τρόπο κατανόησής του προφανώς δεν μπορούν να απορρίπτονται περιπαικτικά ως «αντιεπιστημονικές» και «σκοταδιστικές».

Οι υποστηρικτές των νέων αιτημάτων πρέπει να διαλέξουν: Ή ομιλούν εξ ονόματος συγκεκριμένου αριθμού ανθρώπων με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά οι οποίοι δικαιούνται ξεχωριστής μεταχείρισης στην βάση αξιών δικαιοσύνης και αλληλεγγύης και των επιστημονικών πορισμάτων. Ή εκφράζουν πολιτικές και αξιακές διεκδικήσεις στην βάση της ρευστότητας της ατομικής ταυτότητας, κάτι που σημαίνει όμως ότι κάποιοι άλλοι (συχνά πολύ περισσότεροι) κάλλιστα μπορεί να έχουν τις ακριβώς αντίθετες, αλλά εξ ίσου βάσιμες, απόψεις στην βάση της δικής τους αυτοσυνειδησίας.

Εξ άλλου, το παιχνίδι του «δικαιώματος» μπορούν να το παίξουν και άλλοι. Ποιος προστατεύει π.χ. το «δικαίωμα» ενός παιδιού να ζει με γονείς διαφορετικού φύλου; Ποιος προστατεύει το «δικαίωμα» στην ψυχική ηρεμία ανθρώπων που νιώθουν άνετα στο φύλο τους, αλλά βομβαρδίζονται καθημερινά με την προτροπή να εξερευνήσουν την «ρευστότητα» των «έμφυλων» ταυτοτήτων; Δεν υπάρχουν τομείς άλλωστε όπου στην αντιπαράθεση μεταξύ του δικαιώματος επιλογής των λίγων και του δικαιώματος προστασίας των πολλών οι νόμοι έχουν πάρει το μέρος των τελευταίων (π.χ. κάπνισμα); Από πού προκύπτει ότι σε ζητήματα φύλου, οικογένειας και σεξουαλικότητας το δικαιωματιστικό επιχείρημα εξ ορισμού αφορά τους λίγους και όχι τους πολλούς;

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αλλαγής φύλου, είναι ειρωνικό επίσης ότι πολλοί εκφραστές αυτής της ατζέντας διακηρύσσουν το μεγαλείο και την γοητεία του «διαφορετικού» και της «ρευστότητας», την στιγμή που το αίτημα αυτών των ανθρώπων είναι η ευθυγράμμιση της βιολογικής με την ψυχολογική και κοινωνική τους πραγματικότητα, δηλ. η απόκτηση επιτέλους μιας μονοδιάστατης κανονικότητας ανάλογης με αυτήν που η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας απολαμβάνει. Στον πυρήνα του το αίτημα αφορά το ξεπέρασμα μιας διαταραχής, όχι την αναβάπτισή της σε «ταυτότητα» και «δικαίωμα» με αποτέλεσμα την γενίκευσή της.

Η διαφορά μεταξύ συντηρητικών και (σοσιαλ)φιλελευθέρων είναι σε τελική ανάλυση η διαφορά στην οπτική του ανθρώπου ως προσώπου ή ατόμου. Στην μια περίπτωση έχουμε ένα σύνολο εξατομικευμένων αλλά ίδιων μονάδων, όπου οι συνεχώς αναδυόμενες επιμέρους ατζέντες διατυπωμένες στην γλώσσα του δικαιώματος μετατρέπονται σε κανόνα και υποχρέωση για όλους. Στην άλλη περίπτωση έχουμε μια ένωση ιδιοπροσωπιών, η οποία αναγνωρίζει την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Εκεί όπου οι (σοσιαλ)φιλελεύθεροι βλέπουν φορείς δικαιωμάτων των οποίων η «ταυτότητα» καθορίζεται από την τυχόν ιδιαιτερότητά τους (φύλου, σεξουαλική, εθνοτική κ.λπ.), οι συντηρητικοί βλέπουν συνανθρώπους που πέραν των όποιων βιολογικών χαρακτηριστικών τους φέρουν επίσης και πολλές άλλες ιδιότητες που ορίζονται από την συμμετοχή σε ένα ευρύτερο σύνολο: το μέλος του έθνους των Ελλήνων, ο πιστός της Ορθόδοξης Εκκλησίας κ.ο.κ.

Μια συντηρητική πολιτική πρόταση λοιπόν θα μπορούσε να αποδεχτεί στο ζήτημα του φύλου την ανάγκη ρύθμισης και διευκόλυνσης της ζωής συνανθρώπων μας στην βάση επιστημονικών ευρημάτων, με αναλογικό και ισορροπημένο τρόπο. Θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι ένας άνθρωπος, κατόπιν σοβαρής σκέψης και με σεβασμό στην πολυπλοκότητα του ανθρωπίνου σώματος και των κοινωνικών σχέσεων, θα μπορούσε να επανακαθορίσει μέρος της (βιολογικής και ψυχικής) ιδιοπροσωπίας του. Αυτό όμως δεν αποτελεί προϋπάρχον δικαίωμα που ενεργοποιείται, γίνεται αποδεκτό και τελικά γενικεύεται, αλλά ένα καθεστώς εξαίρεσης που η κοινωνία παραχωρεί σε συγκεκριμένες ομάδες με σκοπό την ανανέωση της ενότητας και συνοχής της.

Φυσικά όμως η παραχώρηση αυτού του καθεστώτος εξαίρεσης περιορίζεται από πολύ συγκεκριμένες «κόκκινες γραμμές» οι οποίες χαράσσονται εκεί όπου ο σεβασμός και η αλληλεγγύη προς την εξαίρεση και το πρόσωπο του συνανθρώπου επιδιώκεται να επαναδιατυπωθεί ως νέα κανονικότητα, αυτομάτως ικανοποιηθείσα απαίτηση, δικαίωμα επιλογής χωρίς προσεκτική εξέταση των συνεπειών, προθάλαμος απαξίωσης βασικών εκφάνσεων του ανθρωπίνου προσώπου προς όφελος «ρευστών» και «υβριδικών» ταυτοτήτων. Το περιεχόμενο και η αξιακή πλαισίωση του νέου νόμου για το φύλο σαφέστατα ξεπερνούν αυτές τις κόκκινες γραμμές και τις λογικές ανάγκες κάποιων χιλιάδων συμπολιτών μας με διαταραχή φύλου.

Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι πρόεδρος του ΙΝΣΠΟΛ (Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής) - Ε ργάζεται ως Ερευνητικός Εταίρος στο Hellenic Observatory του London School of Economics and Political Science (LSE)) και είναι διδάκτωρ πολιτικών και κοινωνικών επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας .

(από inspol.gr)