Όταν μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης πρόκειται να έχουν σημαντικές συναντήσεις με ξένους ηγέτες, το επιτελείο τους φροντίζει να προετοιμάσει ένα φάκελο που περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, το προφίλ του ξένου προσκεκλημένου.

Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλος είχε ενημερωθεί διεξοδικά για τον χαρακτήρα του Ταγίπ Ερντογάν και πώς αντιδρά, θα είχε ίσως αποφύγει τις αναφορές στη χθεσινή εθιμοτυπική συνάντηση στο προεδρικό μέγαρο, που «άναψε τα αίματα» και έδωσε τον τόνο στην επίσκεψη.

Κι αυτό γιατί θα είχε ενημερωθεί ότι ο κ. Ερντογάν σηκώνει το γάντι όταν του το πετάνε για κάποια θέματα που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές του ιδίου και του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται στην Τουρκία.

Εχει σοβαρό λόγο. Την επανεκλογή του στην προεδρία της Τουρκίας τον Νοέμβριο του 2019.

Ο κ. Ερντογάν κατόρθωσε να επιζήσει του πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016, το οποίο χρησιμοποίησε στη συνέχεια ως δικαιολογία για να ξεφορτωθεί πολιτικούς αντιπάλους του.

Ο ίδιος κατόρθωσε επίσης να κερδίσει το αμφιλεγόμενο φετινό δημοψήφισμα, που ενίσχυσε σημαντικά τις εξουσίες του.

Όμως, ο Τούρκος πρόεδρος  γνωρίζει πως θα πρέπει να περάσει άλλη εκλογική διαδικασία σε δύο περίπου χρόνια και για να την κερδίσει, θα πρέπει να συμβαίνουν δύο τινά.

Πρώτον, να ικανοποιήσει τη δεξιά πτέρυγα της κομματικής βάσης του και δεύτερον, να αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς η τουρκική οικονομία.

Οι αναφορές στα δικαιώματα των μουσουλμανικών και τουρκικών μειονοτήτων σε χώρες που επισκέπτεται, όπως η Σερβία προηγουμένως και τώρα η Ελλάδα, η επίσκεψη και προσευχή σε τζαμιά εξυπηρετούν αυτό τον στόχο.

Όταν λοιπόν κάποιος εμφανίζεται να του τη λέει δημοσίως, ο Ερντογάν ανταπαντά, γνωρίζοντας ότι αυτό θέλει να ακούσει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται πίσω στην Τουρκία.

Γι’ αυτό δεν έχει διστάσει να τα βάλει λεκτικά ακόμη και με τις ΗΠΑ, π.χ. για τη μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ.

Όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει μικρότερο έλεγχο στην οικονομία, οι επιδόσεις της οποίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την παραμονή του στην εξουσία πρώτα ως πρωθυπουργός και μετά ως πρόεδρος για πάνω από μια δεκαετία.

Για όσους δεν το γνωρίζουν, η τουρκική οικονομία είναι πλέον η 17η μεγαλύτερη στον κόσμο και η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μετά την Κίνα και την Ινδία αυτή τη χρονιά, ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες.

Όμως, αντιμετωπίζει προβλήματα, παρότι είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι.

Σημειωτέον ότι ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 2,9% το 2016 από 6,1% το 2015 αλλά έχει ξεπεράσει το 5% τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2017 σε ετήσια βάση.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα τριγυρίζει γύρω από το 1% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια και το δημόσιο χρέος είναι μικρότερο από 30% του ΑΕΠ.  

Επίσης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν χαμηλότερο από 4% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια αλλά διευρύνθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο υψηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων ετών.

Από την άλλη πλευρά, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός κινείται μεταξύ 8% και 9% τα τρία τελευταία χρόνια,  με την τουρκική λίρα να διολισθαίνει.

Όμως, ο πληθωρισμός ανήλθε στο 13% περίπου τον Νοέμβριο του 2017, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2004, τροφοδοτούμενος από το αδύναμο νόμισμα και την πιστωτική επέκταση.

Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι το μεγαλύτερο ρίσκο στην Τουρκία είναι το εξωτερικό χρέος του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, που ξεπερνά το 50% του ΑΕΠ.

Αυτό συμβαίνει γιατί οι εγχώριες καταθέσεις δεν αρκούν για να χρηματοδοτηθεί η επέκταση της πιστωτικής πίστης που επιδιώκει η κυβέρνηση, ώστε να τροφοδοτηθεί η ανάπτυξη.

Επομένως, ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα προσφέρει μια διέξοδο, αλλά καταλήγει σε διεύρυνση του εξωτερικού χρέους.  

Εξυπακούεται ότι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης αυτών των δανείων σε τοπικό νόμισμα, εξυφαίνοντας  κινδύνους για την οικονομία.

Όμως, ο Ερντογάν θεωρεί απαραίτητο να συνεχισθεί αυτή η πρακτική για να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της τουρκικής οικονομίας, ώστε να ενισχυθούν οι πιθανότητες επανεκλογής του το 2019.

Αυτό έχει δημιουργήσει κάποιες τριβές μεταξύ του προέδρου και της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας.

Η τελευταία βλέπει τον πληθωρισμό να φουντώνει λόγω (και) της πιστωτικής επέκτασης, υπονομεύοντας τη λίρα και επομένως ανησυχεί για την ικανότητα της χώρας να εξυπηρετήσει το εξωτερικό χρέος σε ξένο νόμισμα.

Η κεντρική τράπεζα θα ήθελε να αυξήσει περισσότερο τα επιτόκια παρέμβασης αλλά δεν είναι αυτό που θέλει ο Ταγίπ Ερντογάν.

Οτιδήποτε βοηθά τον ρυθμό ανάπτυξης της Τουρκίας, ιδίως αν πρόκειται για ξένες επενδύσεις, είναι ευπρόσδεκτο.

Εξυπακούεται ότι οι οικονομικές εξελίξεις επηρεάζουν εν μέρει τα γεωπολιτικά σχέδια της χώρας, γιατί χρειάζονται κονδύλια για να υποστηριχθούν, π.χ. στρατιωτικές επιχειρήσεις  στη Συρία.

Εχει λοιπόν πολιτικούς και άλλους λόγους ο κ. Ερντογάν να επιθυμεί να συνεχισθεί η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.

Επιδιώκει λοιπόν την τόνωση των επενδύσεων και των τουρκικών εξαγωγών με άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα.

Επομένως εκεί υπάρχει περιθώριο συνεργασίας με την Τουρκία, γιατί εξυπηρετεί τα σχέδιά του και η επίσκεψη εδώ διευκολύνει κάτι τέτοιο.

Από την άλλη πλευρά, όμως, ο κ. Ερντογάν θα πρέπει να ικανοποιήσει επίσης το εσωτερικό του ακροατήριο, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα των μουσουλμάνων και γενικά της Τουρκίας σε  άλλες χώρες.

Θα μπορέσει να κουβαλήσει αυτά τα δυο καρπούζια κάτω από τη μασχάλη του;

Ο χρόνος θα δείξει.

Πάντως, η πρόκληση δεν είναι μικρή και όλοι στην Αθήνα θα έπρεπε να τα γνωρίζουν αυτά και να συμπεριφερθούν ανάλογα.