Tα Ελληνοτουρκικά σε Έξαρση και Πώς να τα Αντιμετωπίσουμε

Η πρόσφατη έξαρση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με απόλυτη ευθύνη της γειτονικής μας χώρας, έχει προκαλέσει τη δημιουργία ενός νέου σκηνικού για τα δύο κράτη. Το τελευταίο επεισόδιο στη νήσο Ρω είναι το αποκορύφωμα των προκλητικών ενεργειών και δηλώσεων της Τουρκίας που έχει πυκνώσει την ερεθιστική πολιτική της εναντίον της Ελλάδας. Σημαντικότερο, πάντως, δείγμα αυτής της προκλητικότητας είναι οι δηλώσεις από επίσημα κυβερνητικά στελέχη ότι τα νησιά, των οποίων την κυριαρχία αμφισβητεί, δεν αποτελούν απλά γκρίζες ζώνες (μια θεωρία που επικράτησε για πολλά χρόνια στην τουρκική ρητορική), αλλά ανήκουν σε αυτήν, έχει δηλ. αδιαμφισβήτητη κυριαρχία επάνω τους. Αυτή η νέα αντίληψη που επικρατεί, δηλ. η προσαρμογή των γκρίζων ζωνών σε καθαρή κυριαρχία, είναι μια καινοτομία που αλλάζει ριζικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Απομένει, βέβαια, και η πραγμάτωση της λεκτικής διατύπωσης, δηλ. η εφαρμογή της απειλής σε πράξη, που, όμως, ελπίζω να μην έρθει ποτέ. Σε τι οφείλεται, όμως, αυτός ο πολλαπλασιασμός των προκλήσεων και των ρητορικών υπερβολών; Είναι αποκλειστικά εφευρήματα που στοχεύουν στην εσωτερική πολιτική σκηνή, στην ικανοποίηση των αντιπολιτευόμενων ομάδων ή των περιστασιακών συνοδοιπόρων του κ. Ερντογάν ή είναι μια μελετημένη στρατηγική που πηγαίνει πέρα από αυτά και σηματοδοτεί μια στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα και την Κύπρο;
energia.gr
Τρι, 17 Απριλίου 2018 - 09:35

Η πρόσφατη έξαρση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με απόλυτη ευθύνη της γειτονικής μας χώρας, έχει προκαλέσει τη δημιουργία ενός νέου σκηνικού για τα δύο κράτη. Το τελευταίο επεισόδιο στη νήσο Ρω είναι το αποκορύφωμα των προκλητικών ενεργειών και δηλώσεων της Τουρκίας που έχει πυκνώσει την ερεθιστική πολιτική της εναντίον της Ελλάδας. Σημαντικότερο, πάντως, δείγμα αυτής της προκλητικότητας είναι οι δηλώσεις από επίσημα κυβερνητικά στελέχη ότι τα νησιά, των οποίων την κυριαρχία αμφισβητεί, δεν αποτελούν απλά γκρίζες ζώνες (μια θεωρία που επικράτησε για πολλά χρόνια στην τουρκική ρητορική), αλλά ανήκουν σε αυτήν, έχει δηλ. αδιαμφισβήτητη κυριαρχία επάνω τους.

Αυτή η νέα αντίληψη που επικρατεί, δηλ. η προσαρμογή των γκρίζων ζωνών σε καθαρή κυριαρχία, είναι μια καινοτομία που αλλάζει ριζικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Απομένει, βέβαια, και η πραγμάτωση της λεκτικής διατύπωσης, δηλ. η εφαρμογή της απειλής σε πράξη, που, όμως, ελπίζω να μην έρθει ποτέ.

Σε τι οφείλεται, όμως, αυτός ο πολλαπλασιασμός των προκλήσεων και των ρητορικών υπερβολών; Είναι αποκλειστικά εφευρήματα που στοχεύουν στην εσωτερική πολιτική σκηνή, στην ικανοποίηση των αντιπολιτευόμενων ομάδων ή των περιστασιακών συνοδοιπόρων του κ. Ερντογάν ή είναι μια μελετημένη στρατηγική που πηγαίνει πέρα από αυτά και σηματοδοτεί μια στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα και την Κύπρο; Καθαρές απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν σε αυτό το στάδιο των εξελίξεων. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η συμπεριφορά του όμορου κράτους δεν ξεπερνάει, εκτός από τις λεκτικές ακρότητες, τα όρια που οι Τούρκοι μας έχουν συνηθίσει με τις κατά καιρούς εξάρσεις τους. Ισως η συχνότητα και η ένταση να διαφέρουν, αλλά τα ενεστωτικά γεγονότα είναι πολύ κοντά στα επεισόδια που δοκίμασαν τις σχέσεις μας στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα.

Απέναντι σε αυτή τη βιαιότητα της Τουρκίας ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας; Κατ’ αρχάς, για μια χώρα που αντιμετωπίζει το διεθνές περιβάλλον με χρήση βίας, που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τα όπλα για τη λύση των προβλημάτων που ανακύπτουν, η ανάλογη συμπεριφορά του «θύματος» δεν μπορεί να είναι η ίδια ή παρόμοια. Γιατί η Ελλάδα, στην προκείμενη περίσταση το «θύμα», έχει πολλά να χάσει από μια αναμέτρηση με την Τουρκία, τη στιγμή που πάει να ορθοποδήσει, ύστερα από μια κρίση περίπου οκτώ ετών. Το ίδιο δεν μπορούμε να πούμε για την Τουρκία, που μπορεί να παίζει με τα όπλα με την άνεση ενός κράτους που δεν έχει πολλά να χάσει, ούτε στο βιοτικό επίπεδο ούτε στο κόστος της ανθρώπινης ζωής, μια και το μέγεθός της, αλλά, κυρίως, ο βαθμός της πολιτιστικής ωρίμανσης επιτρέπει τη σπατάλη αγαθών, που στον πολιτισμένο κόσμο είναι αναντικατάστατα, όπως η ανθρώπινη ζωή. Και ένα περιορισμένης έκτασης πολεμικό επεισόδιο θα έχει κόστος για την Ελλάδα, έστω και αν βγει νικήτρια στην αναμέτρηση, δυσανάλογα μεγάλο και επιβαρυντικό, σε σχέση με τη γειτονική χώρα.

Ποια είναι, λοιπόν, η εναλλακτική λύση σε αυτό το δίλημμα που μας έχει φέρει η συμπεριφορά της Τουρκίας; Είναι φυσικό, βέβαια, πως στην περίπτωση που προκληθεί εδαφικό επεισόδιο από την Τουρκία, και η άσκηση βίας γίνει αναπότρεπτη, η Ελλάδα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ανάλογα μέσα για να αμυνθεί. Αυτός είναι ο χρυσός κανόνας που και το Καταστατικό του ΟΗΕ αποδέχεται ως νόμιμο και θεμιτό (νόμιμη άμυνα). Και η Ελλάδα οφείλει να είναι προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, χωρίς κραυγές και φανφάρες. Αλλά σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο κατευνασμός –όρος που έχει αποκτήσει αρνητικό πρόσημο, ιδιαίτερα ύστερα από τα παθήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– είναι η μόνη αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τις σειρήνες του εθνολαϊκισμού, που προτάσσει σε κάθε περίπτωση τη χρήση των όπλων, ως τη μόνη λύση σε τέτοιου είδους προβλήματα. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να τα αντιμετωπίσουμε: όπως η προσπάθεια διαλόγου με τον αντίπαλο σε διμερές επίπεδο, οι διεθνείς Οργανισμοί που μπορούμε να καταφύγουμε, η Ευρωπαϊκή Ενωση. Γι’ αυτή την τελευταία πρέπει να πούμε ότι η Τουρκία τρέφει κρυφές και ανομολόγητες (φρούδες) ελπίδες πως μια μέρα θα τη δεχθεί, ή τουλάχιστον θα επιτύχει μια ειδική σχέση που θα είναι συμφέρουσα γι’ αυτήν. Εξάλλου, αυτό το ενδεχόμενο είναι που φαίνεται σήμερα να τη συγκρατεί από το να δείξει τις πραγματικές της προθέσεις για μια συνολική αναθεώρηση του καθεστώτος του Αιγαίου. Για τους Ελληνες, αυτή η προστατευτική ασπίδα είναι το καλύτερο όπλο που διαθέτουμε απέναντι στην τουρκική βουλιμία να αποκτήσει τα «σύνορα της καρδιάς της», κατά τη ρήση του κ. Ερντογάν.

Και για να καταλήξουμε: δεν πρέπει να υπερβάλλουμε για τη σημερινή τουρκική επιθετικότητα, που είναι άλλος ένας κύκλος στη μακρά πορεία της αντιπαράθεσης των δύο κρατών. Αλλά να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις με ψυχραιμία, χαμηλούς τόνους και υπομονή.

 

(του κ. Χρήστου Ροζάκη, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)