Η πρώτη 25ετία της ΔΕΗ (1950-1974) χαρακτηρίζεται από την ταχεία ανάπτυξή της: εντός 15 μόλις ετών επιτεύχθηκε ο πλήρης εξηλεκτρισμός της χώρας, με τη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου ηλεκτρικού συστήματος και την αξιοποίηση εγχώριων ενεργειακών πόρων. Κατά την επόμενη περίοδο, έως το 2000, κυριαρχεί η προσπάθεια κάλυψης της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης και η βέλτιστη διαχείριση του συστήματος

Η πρώτη 25ετία της ΔΕΗ (1950-1974) χαρακτηρίζεται από την ταχεία ανάπτυξή της: εντός 15 μόλις ετών επιτεύχθηκε ο πλήρης εξηλεκτρισμός της χώρας, με τη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου ηλεκτρικού συστήματος και την αξιοποίηση εγχώριων ενεργειακών πόρων. Κατά την επόμενη περίοδο, έως το 2000, κυριαρχεί η προσπάθεια κάλυψης της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης και η βέλτιστη διαχείριση του συστήματος. Ομως και μετά την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, το 1974, δεν αποκαθίσταται η προβλεπόμενη στον ιδρυτικό νόμο της ΔΕΗ διοικητική και οικονομική αυτοτέλειά της.

Εμφαση σε εγχώριους ενεργειακούς πόρους

Η διοίκηση της ΔΕΗ που ορίστηκε το 1974, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, αντιμετώπισε τα διοικητικά προβλήματα που είχε αφήσει η προηγούμενη πολιτικά ανώμαλη περίοδος, όπως, π.χ., το θέμα της αποκατάστασης του προσωπικού που είχε διωχθεί, εφαρμόζοντας βέβαια τις γενικότερες ρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν. Επιπλέον, αντιμετωπίστηκαν και άλλες εκκρεμότητες, όπως η έκδοση ενός ολοκληρωμένου κανονισμού καταστάσεως προσωπικού. Ομως οι αλλαγές περιορίστηκαν σε αντικαταστάσεις προσώπων στην κορυφή της ιεραρχίας, χωρίς να επιφέρουν τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησης.

Στο πρόγραμμα ανάπτυξης 1976-86, που εκπονήθηκε στα χρόνια της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, δόθηκε έμφαση στην αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων, σε αντίθεση με την αυξημένη προώθηση της χρήσης πετρελαίου που είχε σημειωθεί τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Υπήρχε γενικότερος προβληματισμός για τη μακροπρόθεσμη κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, ιδίως στον καθορισμό του ρυθμού αξιοποίησης των λιγνιτικών αποθεμάτων και στο ενδεχόμενο παράλληλης χρήσης εισαγόμενου λιθάνθρακα, καθώς και στην εκτίμηση της πιθανής συμβολής των εναλλακτικών μορφών ενέργειας (αργότερα ανανεώσιμων – ΑΠΕ), ενώ απομακρυνόταν το ενδεχόμενο της κατασκευής πυρηνικού σταθμού που προβλεπόταν σε προηγούμενα προγράμματα.

Η πολιτική αλλαγή του 1981 είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του διοικητικού συμβουλίου και πολλών στελεχών των ανώτερων βαθμίδων της ιεραρχίας. Παράλληλα έγινε προσπάθεια εισαγωγής νέων θεσμών, π.χ. με τον νόμο για την κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας το 1983. Εγιναν επίσης ορισμένες άτυπες κυρίως κινήσεις για να εφαρμοστεί η «συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων», πέρα από τη θεσμοθετημένη εκπροσώπηση του προσωπικού στο διοικητικό συμβούλιο. Η κίνηση αυτή, παράλληλα με τη μετά το 1974 σταδιακή κομματικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δημιούργησε αρρυθμίες και αποτέλεσε έκτοτε μια μόνιμη πηγή ανωμαλίας.

Το πρόγραμμα ανάπτυξης 1982-86-92, διατηρούσε την προτεραιότητα αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πόρων, έδιδε δε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανικών και κατασκευαστικών εταιρειών στα έργα της ΔΕΗ, καθώς και στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ενσωμάτωνε την απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως για την εισαγωγή του φυσικού αερίου (Φ.Α.) στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, με πρωταρχική τη συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή. Η έναρξη της χρήσης του Φ.Α., που έγινε το 1987, επιβάρυνε σημαντικά τη ΔΕΗ, διότι η τιμή προμήθειας που της επιβλήθηκε οδηγούσε σε κόστος παραγωγής μεγαλύτερο από αυτό του λιγνίτη. Η ΔΕΗ υπέβαλε πρόταση για τη γενικότερη αναθεώρηση των τιμολογίων, ώστε να αντανακλούν το μακροπρόθεσμο οριακό κόστος σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, χωρίς όμως αυτό να γίνει δεκτό.

Δύσκολη προσαρμογή στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο

Οι δύο κυβερνητικές μεταβολές (Ιούλιος 1989 και Οκτώβριος 1993) συνοδεύθηκαν, κατά τα καθιερωμένα πλέον, από αντίστοιχες αλλαγές προσώπων στην κορυφή της διοίκησης. Στην αρχή της περιόδου εκδηλώνεται και πάλι ο έντονος προβληματισμός των στελεχών της ΔΕΗ, αλλά και άλλων εμπλεκομένων με ενεργειακά θέματα προσώπων, σχετικά με την όλη πορεία της Επιχείρησης, καθώς και ανησυχίες για «την υπερχρέωση και τον αλόγιστο δανεισμό της ΔΕΗ» που είχε προηγηθεί. Ο εκσυγχρονισμός της επιχειρήθηκε το 1991, με τη βοήθεια της γαλλικής EDF, ατυχώς όμως δεν προχώρησε για εσωτερικούς λόγους αλλά και λόγω της μη αποδοχής, από την κυβέρνηση, προτάσεων που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της αυτοτέλειας της ΔΕΗ.

Η μετά το 1993 περίοδος σηματοδοτείται ιδίως από τους προβληματισμούς για τις επιπτώσεις από το νέο καθεστώς που θα δημιουργείτο με την προωθούμενη από την Ευρωπαϊκή Ενωση απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η ρύθμιση αυτή, η οποία τελικά μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον Ν. 3727/1999, θεσμοθετούσε την ελεύθερη αγορά για την παραγωγή και την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου, ενώ ο μακροχρόνιος ενεργειακός προγραμματισμός ανατίθετο σε εκτός ΔΕΗ φορείς. Επιπλέον, όριζε τις ρυθμιστικές αρχές και τα λοιπά όργανα που θα έπρεπε να δημιουργηθούν από τα κράτη-μέλη. Η Ελλάδα προσαρμόστηκε με «δυσφορία» στο νέο καθεστώς, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις, οπωσδήποτε όμως έγινε η μετατροπή της ΔΕΗ σε ανώνυμη εταιρεία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, με κατοχή του 51% των μετοχών από το κράτος.

Κατά την περίοδο 1975-81 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,8%, έναντι 4,7% των επόμενων δύο περιόδων 1982-90 και 1991-2000. Παρατηρείται δηλαδή σταθεροποίηση του ρυθμού ανάπτυξης σε χαμηλότερα επίπεδα, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι αντίστοιχοι ρυθμοί της πρώτης 25ετίας, που ήταν 15,5% την περίοδο 1956-66 και 10,8% την 1967-74.

Οσον αφορά την προέλευση της παραγόμενης ενέργειας, η μεν λιγνιτική αυξήθηκε από 49% το 1974-81 σε 61% το 1982-90 και σε 65% το 1990-99. Αντιθέτως, η πετρελαϊκή μειώθηκε από 46% κατά την περίοδο 1974-81 σε 27% το 1982-90 και σε 24% το 1991-99.

Τα εκάστοτε υπολειπόμενα ποσοστά κάλυπτε η υδροηλεκτρική. Είναι δηλαδή σαφής η επαναφορά στην προτεραιότητα αξιοποίησης των εγχώριων πόρων.

Ουσιαστική συμβολή στη γενικότερη τεχνολογική αναβάθμιση της χώρας

Εκτός από την κάλυψη των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια, θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η γενικότερη προσφορά της ΔΕΗ σε πολλούς άλλους τομείς, καθ’ όλη την πορεία της: από τα πρώτα χρόνια διαπιστώνεται η εισαγωγή πρωτοποριακών τεχνικών και μεθόδων, όπως η τυποποίηση των υλικών και κατασκευών των εγκαταστάσεών της, αργότερα και η εκτεταμένη χρήση της μηχανογράφησης.

Επίσης, η ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια για τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής ελληνικών βιομηχανιών στην προμήθεια υλικών και στη μελέτη και εκτέλεση των έργων με ελληνικό προσωπικό. Η καθιέρωση της εφαρμογής των διεθνών κανονισμών και προτύπων οδήγησε στην παραγωγή υλικών από ελληνικές βιομηχανίες εφάμιλλων αυτών των ξένων προηγμένων χωρών. Μέχρι την ίδρυση ειδικότερων φορέων από την πολιτεία (π.χ. τον ΕΛΟΤ), η ΔΕΗ κάλυπτε μόνη τις ανάγκες της, ενώ ενίοτε πρωτοπορούσε σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε συνεργασία με άλλες προηγμένες χώρες. Π.χ. στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών αποφασίστηκε το 1980 η πειραματική εγκατάσταση αιολικού πάρκου 5x20=100 kW στην Κύθνο, προκειμένου να κριθούν οι δυνατότητες ένταξης των ΑΠΕ στα ηλεκτρικά συστήματα, καθώς και του πανευρωπαϊκά πρώτου φωτοβολταϊκού σταθμού 100 kW στην Αγία Ρουμέλη Κρήτης. Η δημιουργία του Κέντρου Δοκιμών, Ερευνών και Προτύπων, περί το 1970, υπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Στην ίδια κατεύθυνση ωθούσε και η δημιουργία Σχολών Τεχνικών ΔΕΗ, στις αρχές της δεκαετίας 1960, ενώ ήταν συνεχής η συνεργασία με τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με προφανείς ευνοϊκές επιπτώσεις και στις δύο πλευρές.

Γενικότερα, θεωρείται βασικής σημασίας για την πορεία της ΔΕΗ το ότι οι διοικούντες απέβλεπαν στην αυτοδύναμη κατά το δυνατόν ανάπτυξή της, με την αξιοποίηση εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού για τη δημιουργία στελεχών και τη μελέτη των θεμάτων που την αφορούσαν, περιορίζοντας στο ελάχιστο την προσφυγή σε εξωτερικούς συμβούλους. Π.χ., όταν η πενταετής σύμβαση με την EBASCO ολοκληρώθηκε το 1955, τα στελέχη της αντικαταστάθηκαν από Ελληνες. Ειδικότερα δε, ο κλάδος της Διανομής, που ανατέθηκε στη ΔΕΗ το 1956, αναπτύχθηκε αποκλειστικά από ελληνικό προσωπικό. Αλλά και πολλά άλλα έργα, όπως τα νέα υδροηλεκτρικά, το δίκτυο μεταφοράς υπερυψηλής τάσης 400kV και το δίκτυο διανομής υψηλής τάσης 150kV της Αττικής σχεδιάστηκαν από στελέχη της ΔΕΗ με μικρή ξένη βοήθεια.

Τα παραπάνω επιτεύχθηκαν διότι από την αρχή στα στελέχη της ΔΕΗ προσφερόταν η δυνατότητα ενημέρωσής τους στις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις και συνεργασίας με ξένους οργανισμούς και επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα, όμως, σημαντική, για όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, ήταν η δημιουργία κλίματος αξιοκρατίας και «πίστης προς την επιχείρηση και τους προϊσταμένους». Το προσόν αυτό είχε στα φύλλα αξιολόγησης του προσωπικού τον μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Οι δυσκολίες προσαρμογής της χώρας μας στο καθεστώς της απελευθέρωσης της αγοράς, εκτός των άλλων γενικότερων λόγων και αντιλήψεων των πολιτικών ηγεσιών αλλά και του κοινού, μπορεί εν μέρει να αποδοθούν στην προϊστορία της ΔΕΗ και στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, την οποία απέκτησε από τα πρώτα της βήματα. Η επαναφορά της αυτοτέλειας, δυνατότητα που παρέχουν οι πρόσφατες ρυθμίσεις για τη ΔΕΗ Α.Ε., θα συμβάλει αποφασιστικά στην αρχή μιας νέας πορείας προσφοράς της.

* Ο κ. Μιχάλης Παπαδόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 22/04/2018)