Η αντιπαράθεση Τουρκίας και Ισραήλ μετά τα πρόσφατα δραματικά
γεγονότα στα ανοιχτά της Γάζας είναι ένα ακόμη –και μάλλον όχι το
τελευταίο– σοβαρό επεισόδιο μιας διαδικασίας επαναπροσδιορισμού των
στρατηγικών ισορροπιών μεταξύ δύο πάλαι ποτέ στενών συμμάχων. Αυτή
κινείται με πρωτοβουλία της Τουρκίας, η οποία αισθάνεται αρκετά ισχυρή
ώστε να μπορεί να διεκδικήσει έναν αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο.
Μπορεί το επεισόδιο μεταξύ του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν και του προέδρου του Ισραήλ Σιμόν Πέρες που συνοδεύθηκε από την
επιδεικτική αποχώρηση του πρώτου από το Φόρουμ του Νταβός, τον
Ιανουάριο του 2008, να συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητος. Ωστόσο, η
αλλαγή της τουρκικής στρατηγικής είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Ηδη στις
αρχές του 2006 αντιπροσωπεία της Χαμάς επισκέφθηκε την Αγκυρα, μεσούσης
της κρίσεως που είχε προκαλέσει η αντίδραση του Ισραήλ στην εκλογική
νίκη της Χαμάς και η άρνηση της τελευταίας να αναγνωρίσει το κράτος του
Ισραήλ. Η επίσκεψη είχε τότε προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Ισραήλ,
αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών που είχαν κινητοποιηθεί για τη μη
αναγνώριση της κυβερνήσεως της Χαμάς από τη διεθνή κοινότητα.
Αξιοσημείωτη είναι και η τήρηση ίσων αποστάσεων από την Τουρκία μεταξύ
των δύο σπαρασσομένων παλαιστινιακών πολιτικών παρατάξεων, της Φατάχ με
έδρα τη Δυτική Οχθη και της Χαμάς με έδρα τη Λωρίδα της Γάζας. Αυτό
συμβαίνει τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητος
ταυτίζεται με τη Φατάχ και τον πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς.
Στο
πλαίσιο της αντιπαραθέσεως Τουρκίας - Ισραήλ, πρέπει να συνυπολογισθεί
και η τουρκική στάση στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Ο
πρωθυπουργός Ερντογάν έχει επανειλημμένως επισημάνει σε αυτούς που
κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ο ίδιος υποστηρίζει μια
αποπυρηνικοποιημένη Μέση Ανατολή. Ετσι υπενθυμίζει ότι δεν είναι μόνον
το Ιράν το οποίο έχει πυρηνικές φιλοδοξίες: υπάρχει και το Ισραήλ, το
οποίο δεν είναι μέρος της Διεθνούς Συνθήκης για τη Μη Εξάπλωση των
Πυρηνικών Οπλων και πανθομολογουμένως διαθέτει πυρηνικά όπλα, χωρίς να
υφίσταται συνέπειες γι’ αυτό. Η πρόσφατη κοινή πρωτοβουλία της Τουρκίας
με τη Βραζιλία για τον εμπλουτισμό του ιρανικού ουρανίου έγινε αντιληπτή
στο Ισραήλ –αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες– ως προσπάθεια να
διαρραγεί το μέτωπο της διεθνούς κοινότητος και να αποφευχθεί η επιβολή
διεθνών κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Ο πρόεδρος του Ιράν Μαχμούντ
Αχμεντινετζάντ έχει κατ’ επανάληψιν δηλώσει ότι το Ισραήλ «πρέπει να
απαλειφθεί από τον χάρτη της Μέσης Ανατολής». Προφανώς οι δηλώσεις αυτές
αποκτούν άλλη διάσταση, αν το Ιράν όντως αναπτύξει πυρηνικά όπλα.
Εν
τω μεταξύ, η όξυνση της αντιπαραθέσεως με το Ισραήλ έχει οδηγήσει στα
ύψη την δημοτικότητα του πρωθυπουργού Ερντογάν στη Μέση Ανατολή. Ο
πρωθυπουργός της Τουρκίας είναι αυτή τη στιγμή μάλλον δημοφιλέστερος στη
Γάζα, στη Δαμασκό ή στο Αμμάν, παρά στην Αγκυρα και στην
Κωνσταντινούπολη. Είναι αλήθεια ότι και η τουρκική κοινή γνώμη
–ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και κοινωνικών καταβολών– συμφωνεί με
τις κινήσεις του πρωθυπουργού της. Φαίνεται ότι ο κ. Ερντογάν
υποκύπτει, όπως πολλοί άλλοι Αραβες και Ισραηλινοί πολιτικοί κατά το
παρελθόν, στον πειρασμό της χρήσεως του Παλαιστινιακού για σκοπούς
αλλοτρίους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην ανάδειξη του ιδίου σε
ηγετική φυσιογνωμία της Μέσης Ανατολής και του ισλαμικού κόσμου. Η
χρησιμότητα, ωστόσο, αυτής της εξελίξεως είναι μάλλον αμφίβολη. Οι
Παλαιστίνιοι και οι Σύροι δεν πρόκειται να ψηφίσουν στις προσεχείς
τουρκικές εκλογές και τα μηνύματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων δεν
επιτρέπουν εφησυχασμό στο κυβερνών κόμμα της Τουρκίας.
Πέραν όμως
των επικοινωνιακών παιγνίων, τα πραγματικά ερωτήματα είναι άλλα. Αυξάνει
αυτή η δημοφιλία τις πιθανότητες να αρθεί ο απάνθρωπος αποκλεισμός της
Γάζας; Βελτιώνει τις προοπτικές επιλύσεως του παλαιστινιακού
προβλήματος; Ενισχύει τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι μάλλον αρνητικές. Η Τουρκία δεν
είναι σε θέση ούτε να «σωφρονίσει» το Ισραήλ ούτε να άρει τον αποκλεισμό
της Γάζας με άλλα από διπλωματικά μέσα. Με την προϊούσα προσέγγισή της
με ακραίες πολιτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή μετατρέπεται σταδιακώς
από διαμεσολαβητή και επίδοξο καταλύτη για την επίλυση των περιφερειακών
προβλημάτων σε μέρος αυτών. Αυτό τελεί σε πλήρη δυσαρμονία και με τον
πυρήνα του «Δόγματος Νταβούτογλου», κατά το οποίο η πολιτική της
Τουρκίας είναι η άρση όλων των διμερών διαφορών με τους γείτονες και η
ανάδειξή της ως «ήπιας δυνάμεως» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτόν
ακριβώς τον ρόλο είχε παίξει η Τουρκία προ δύο ετών περίπου, όταν με τη
διαμεσολάβησή της Ισραήλ και Συρία είχαν φθάσει πολύ κοντά σε συμφωνία
σχετικά με την επιστροφή των κατεχομένων Υψωμάτων του Γκολάν στη Συρία.
Αυτό όμως προϋποθέτει ένα μίνιμουμ επικοινωνίας με το Ισραήλ, κάτι που
έχει πλέον μετατραπεί σε ζητούμενο από δεδομένο.
(Ο Ιωάννης Ν.
Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης
του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ).