Παρασκευή μεσημέρι στη φθινοπωρινή Πλάκα. Οι θαμώνες των εστιατορίων
της οδού Αδριανού γίνονται αξιοθέατο των επιβατών στο μικρό τρενάκι που
κάνει τον γύρο της πόλης. Δύο Γιαπωνέζοι κοιτάζουν με φευγαλέα ζήλια τη
χωριάτικη σαλάτα που αφήνει ο σερβιτόρος στον Κώστα Καρρά, τον ιδρυτή
της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της
Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η κουβέντα μας έχει μόλις αρχίσει.
Με
βρετανική ευγένεια, αλλά ελληνική φλόγα, ο άνθρωπος που ταύτισε τον
δημόσιο λόγο του με την έγνοια για τη Φύση και την Ιστορία μας, διαθέτει
ειρμό σκέψης, επιχειρήματα και ακατάβλητη μαχητικότητα. Ξεκινά τη
συζήτηση με τη δική του ιστορία. «Είμαι από τους Ελληνες της Διασποράς
που γνώρισαν σταδιακά την Ελλάδα. Η οικογένειά μου ήταν από τα Καρδάμυλα
της Χίου, αλλά οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Γεννήθηκα και
μεγάλωσα στην Αγγλία. Λίγο πριν από τον πόλεμο οι δικοί μου φοβήθηκαν
ότι η Βρετανία θα πέσει στα χέρια των Ναζί. Ο πατέρας μου ήρθε στην
Ελλάδα εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό, ενώ εμένα με έστειλε με τη θεία
μου στη Νέα Υόρκη να τελειώσω το σχολείο. Το μεγαλύτερο και πιο έμπρακτο
δίδαγμα που πήρα από την ανατροφή μου ήταν ο πατριωτισμός και η διάθεση
προσφοράς στην κοινωνία. Ο πατέρας μου, που χρημάτισε πρόεδρος της
Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας, προσπάθησε να
“επαναπατρίσει’’ στην Ελλάδα ένα τμήμα της ναυτιλιακής δράσης που είχε
αναπτυχθεί από τους συμπατριώτες μας στο Λονδίνο. Η μητέρα μου τον καιρό
του Εμφυλίου ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα για να μαζέψει
χρήματα και αγαθά για την πατρίδα που σπαρασσόταν από την αδελφοκτόνο
σύγκρουση. Οργωνε τα ελληνικά βουνά για να μοιράσει τη βοήθεια όπου ήταν
απαραίτητο».
Μπορεί να μην μεγάλωσε στην Αθήνα, απέκτησε όμως μια
στέρεη σχέση με την Ελλάδα και την παράδοσή της, καθώς πέρασε στη Σίφνο
και στη Χίο όλα του τα παιδικά καλοκαίρια. «Η κατοπινή μου πορεία, οι
επιλογές μου και οι προτεραιότητές μου έχουν να κάνουν με τις εμπειρίες
που αποκόμισα στο Αιγαίο εκείνης της εποχής, αλλά και τη φοίτησή μου στο
Βρετανικό Σχολείο, όπου σε διδάσκουν τη μεθοδικότητα και την
αυτοπειθαρχία. Στα νησιά αυτά, όπου οι κάτοικοι ζούσαν με λιγοστά μέσα,
πήρα μερικά από τα πιο σημαντικά διδάγματα της ζωής μου. Δεν ήταν μόνο η
ομορφιά του τοπίου που σε δονούσε αλλά η κοινωνική συνοχή. Θυμάμαι μια
μεγάλη θύελλα στη Σίφνο, η οποία δεν διέθετε ούτε προκυμαία. Οι κάτοικοι
στις Καμάρες έπεσαν όλοι μαζί μέσα στα κύματα και έβγαζαν τις βάρκες.
Δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του πλεούμενου. Ο ένας βοηθούσε
τον άλλο μέχρι που σώθηκε και το τελευταίο σκαρί. Στα πανηγύρια,
σύσσωμη η τοπική κοινωνία εόρταζε και συνέτρωγε σαν μια οικογένεια που
τα μοιραζόταν όλα. Η αλληλοβοήθεια ήταν πανταχού παρούσα, συγκινητική».
Πώς
λοιπόν φτάσαμε από την αλληλεγγύη στον σημερινό εγωισμό; Ο Κώστας
Καρράς έχει χαρτογραφήσει τη διαδρομή. «Η πορεία μας προς την κρίση
αξιών και οικονομίας μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: ύστερα από την ένταση
των ιστορικών γεγονότων που βιώσαμε τον τελευταίο αιώνα, την απώλεια
του μικρασιατικού Ελληνισμού, την προσφυγιά, τον διχασμό, τον πόλεμο στο
Αλβανικό Μέτωπο, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, αποκτήσαμε κατά την
περίοδο της Επταετίας την αίσθηση του αδικημένου που όλοι του οφείλουν
και εκείνος μπορεί να βυθιστεί στη λήθη και την αμεριμνησία. Ηταν ο
τρόπος να ξεπεράσουμε τα τραύματα, αλλά συνεχίσαμε να έχουμε την ίδια
συμπεριφορά ακόμα και όταν επουλώθηκαν αυτές οι πληγές. Επιλέξαμε τον
δρόμο της μικρότερης αντίστασης σε όποια δυσκολία βρισκόταν μπροστά μας
και βουλιάζαμε όλο και περισσότερο σε ένα τέλμα».
«Την ένδοξη αλλά
ταλαιπωρημένη ιστορία μας, την κάναμε αποκούμπι», συνεχίζει. «Δεν
είχαμε μια ζωντανή και έμπρακτη σχέση μαζί της, αλλά την υμνούσαμε μόνο
στη θεωρία. Δεν τη μεταβολίσαμε. Σας αναφέρω δύο παραδείγματα. Κατά την
Χούντα, η ρητορική περιστρεφόταν γύρω από τον Ελληνισμό και την
παράδοση, αλλά ήταν η περίοδος κατά την οποία έγιναν οι μεγαλύτερες
καταστροφές που είτε αφορούσαν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική είτε τα
μνημεία μας. Επίσης, σήμερα πια καταλαβαίνουμε ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε
να σπάσει τα στεγανά στον τρόπο σκέψης που είχε παγιώσει η
Τουρκοκρατία. Οσο και να αρνούμαστε να το παραδεχθούμε, η ελληνική
Δημόσια Διοίκηση έχει ακόμα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκείνης της
εποχής και έτσι η χώρα τρώει τα πιο άξια παιδιά της».
Στην
Ελλάδα δεν υπάρχει διαγενεακή δικαιοσύνη
Μαζί με το κυρίως
πιάτο, ήρθε η ώρα να περάσουμε στη φιλοσοφία της Ελληνικής Εταιρείας,
την οποία ίδρυσαν ο Κώστας και η σύζυγός του Λυδία το 1972. Εκτοτε, ο
φορέας έχει αναπτύξει πληθώρα δραστηριοτήτων: από την αναστήλωση
μνημείων μέχρι την ευαισθητοποίηση για την πανίδα και τη χλωρίδα, την
ανάδειξη του ελληνικού τοπίου με προγράμματα, διαλέξεις, εκδόσεις,
εκθέσεις και συνεργασία με οργανώσεις από το εξωτερικό.
«Η
μεγαλύτερη προσπάθειά μας ήταν να εργαστούμε ώστε να εξασφαλίσουμε πως
ορισμένα αγαθά, πνευματικά και υλικά, θα περάσουν ανέπαφα στις επόμενες
γενεές. Ομως στην Ελλάδα δεν υπάρχει διαγενεακή δικαιοσύνη, δηλαδή η
αίσθηση του καθήκοντος πως πρέπει να παραδώσουμε ό, τι καλύτερο έχουμε
σε αυτούς που θα μας διαδεχθούν ηλικιακά. Μου λένε ότι το επίθετο
“διαγενεακός” δεν υπάρχει. Δεν πειράζει, ας το δημιουργήσουμε διότι
περιγράφει μια πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο θύμα της οικονομικής κρίσης
θα είναι οι νέοι. Εκείνοι που έχουν γεννηθεί από το 1980 και μετά, οι
οποίοι θα αναγκαστούν να φύγουν στο εξωτερικό για να ζήσουν καλά και
δημιουργικά. Οι νέοι αυτοί θα πληρώσουν το τίμημα του δόγματος “Τα θέλω
όλα τώρα και τα θέλω όλα εύκολα”, το οποίο καθιέρωσε η γενιά του ’80,
αφού καρπώθηκε χωρίς κόπο τα οφέλη από τους αγώνες των μεγαλύτερων. Οι
νέοι θα κληθούν να αντιμετωπίσουν περισσότερο απ’ όλες τις άλλες γενιές
την καταστροφή της οικονομίας και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Πρόκειται για ένα βαρύ και δυσανάλογο κόστος».
Σε λίγο καιρό, η
Ελληνική Εταιρεία συμπληρώνει τέσσερις δεκαετίες ζωής και ο Κώστας
Καρράς διαπιστώνει τουλάχιστον με κάποια αισιοδοξία ότι η ελληνική
νεολαία είναι σαφώς πιο προσανατολισμένη στην οικολογία. «Τα νέα παιδιά
κάνουν ανακύκλωση, αγαπούν το ποδήλατο, ενημερώνονται από το Διαδίκτυο,
συμμετέχουν σε εθελοντικές δράσεις. Ομως, ακόμα κι αν έχουν αναπτύξει
οικολογική συνείδηση, δεν έχουν πολιτιστική συνείδηση. Ο λόγος είναι ότι
δεν έχει γίνει προσπάθεια ποτέ να αποκτήσουν έμπρακτη σύνδεση με την
ελληνική παράδοση. Ετσι, υιοθετούν την παράλογη συμπεριφορά που έχουν οι
μεγαλύτεροι: μιλούν για τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία μόνο
ρητορικά και δεν τους πειράζει τόσο αν καταστραφεί κάποιο μνημείο. Από
την άλλη πλευρά, είδαμε με έκπληξη ότι χιλιάδες Αθηναίοι υπέγραψαν για
τη διάσωση των δύο νεοκλασικών μπροστά από την Ακρόπολη. Αν, πάντως, δεν
γεφυρωθεί το προαναφερθέν χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης, θα
αντιμετωπίσουμε μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον».
Οι
επενδύσεις πρέπει να κρίνονται ανά περίπτωση
Μέρος της
κριτικής που έχουν δεχθεί κατά καιρούς οι οικολογικές οργανώσεις είναι
πως αντιμετωπίζουν με καχυποψία κάθε μεγάλη επένδυση. Ο Κώστας Καρράς
αντιδρά: «Είναι μύθος. Επενδύσεις πρέπει να πραγματοποιούνται, αλλά δεν
μπορούμε να δίνουμε το “πράσινο φως” χωρίς να αξιολογούμε το ποιόν και
τα κίνητρα του επενδυτή και τις μακροχρόνιες συνέπειες της επένδυσης
στον ανθρώπινο και τον φυσικό παράγοντα. Δείτε, λ. χ., την τεράστια
επένδυση του καπετάν Βασίλη Κωσταντακόπουλου, στον οποίο αξίζουν
συγχαρητήρια. Σε αντίξοες και γραφειοκρατικές συνθήκες, δημιούργησε το
“Κόστα Ναυαρίνο”, ένα μικρό θαύμα, σεβάστηκε το τοπίο, τους ανθρώπους
της περιοχής και δεν βρήκε κανέναν οικολόγο απέναντί του».
Μοιραία
η συζήτηση καταλήγει σε ένα λογικό ερώτημα: Η σημερινή κυβέρνηση είναι
σαν να μας δίνει ένα διπλό μήνυμα, από τη μία εξπρές επενδύσεις και από
την άλλη, προώθηση οικολογικής πολιτικής. Γίνονται και τα δύο; «Νομίζω
ότι ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ειλικρινής και στα δύο. Στην πράξη θα
δούμε τι θα γίνει τελικά. Για τον πρωθυπουργό, πάντως, γνωρίζω από πρώτο
χέρι ότι έχει γνήσιο ενδιαφέρον για το φυσικό περιβάλλον. Ας του
αφήσουμε, πάντως, το χρονικό περιθώριο να μας δείξει πώς θα υλοποιήσει
τις δεσμεύσεις του».
Η ώρα περνάει και το τρενάκι με τους ξένους
επιστρέφει ξανά στην Αδριανού. Η σκυτάλη περνάει στον τουρισμό. «Δεν θα
γίνουμε ποτέ Τουρκία που ναι μεν κατέστρεψε τις ακτές της με άθλια
δόμηση, αλλά το πληθυσμιακό της μέγεθος της επιτρέπει να έχει φθηνές
υπηρεσίες προσελκύοντας low budget τουρισμό. Είμαστε μια μικρή χώρα που
για να επιζήσει πρέπει να επενδύσει στην ποιότητα και όχι την ποσότητα.
Δεν λέω ότι πρέπει να γίνουμε η μπουτίκ του τουρισμού. Και ο φοιτητής
που δεν έχει πολλά χρήματα αλλά σέβεται την ιστορία και τη φύση μας
πρέπει να είναι καλοδεχούμενος, αυτός που θέλει να κάνει οικοτουρισμό ή
θρησκευτικό τουρισμό, το ίδιο.
«Ομως, στα ελληνικά νησιά οι
εναπομείναντες κάτοικοι κοιτάζουν να βγάλουν τα χρήματα μιας ολόκληρης
χρονιάς σε μια σεζόν που κρατάει ενάμιση μήνα, στριμώχνοντας ξένους στα
rooms to let. Ακόμα και τώρα που αυτό το μοντέλο κινδυνεύει λόγω της
ύφεσης, δεν αποφασίζουν να αναπτύξουν διαφορετικές μορφές τουρισμού που
να διαρκούν όλο τον χρόνο, αλλά καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον με
κακή δόμηση. Να, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαγενεακής
αδικίας. Διότι οι σημερινοί νέοι θα στερηθούν ακριβώς αυτά τα αγαθά του
τοπίου που έφεραν εδώ τους ξένους πριν από δεκαετίες. Ποιο είναι το
αντίδοτο σε αυτό; Κάτι που προωθούμε εδώ και χρόνια μέσα από τα
προγράμματα της Ελληνικής Εταιρείας: την επιμήκυνση της τουριστικής
περιόδου με ανάδειξη άλλων στοιχείων, όπως στην Αμοργό που έχουν φτιάξει
όλα τα παλιά μονοπάτια και έχουν προσελκύσει χιλιάδες ξένους που
αγαπούν τη φυσιολατρική πεζοπορία».
Εξι χρόνια μετά τους
Ολυμπιακούς Αγώνες, ο ιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας αξιολογεί το
εγχείρημα από άλλη σκοπιά. «Οικονομικά και περιβαλλοντικά θεωρώ ότι οι
αγώνες δεν έκαναν καλό στη χώρα. Είχαν τεράστιο κόστος. Ομως, ο λαός
τους επιθυμούσε, οι Ελληνες της Διασποράς συσπειρώθηκαν γύρω από την
ιδέα και η διοργάνωσή τους ήταν πράγματι επιτυχής. Επιδείξαμε φιλοξενία
και εθνική καπατσοσύνη. Εκεί που διαψευστήκαμε ήταν στην πεποίθηση ότι η
επιτυχής διοργάνωση θα άλλαζε θετικά την εικόνα της Ελλάδα για μια
γενιά. Την άλλαξε μόνο για τρία χρόνια».
Το γεύμα έχει
ολοκληρωθεί, αλλά η κουβέντα συνεχίζεται με ένα ακόμα ποτήρι λευκό
κρασί. Η επόμενη ερώτηση έρχεται σχεδόν αυτονόητα. Δεν κυριεύθηκε ποτέ
από τη διάθεση να σταματήσει την προσπάθεια; «Οταν έχεις ηττηθεί, τότε
είναι που ξεκινάς να πολεμάς με λύσσα. Δεν ενδίδεις ποτέ σε αυτό που
πιστεύεις. Αυτό μάθαμε στο βρετανικό σχολείο», μας λέει.
Την ίδια
ψύχραιμη στάση κράτησε ο Κώστας Καρράς το 2008, όταν το όνομά του
ενεπλάκη σε υπόθεση που ακόμα δεν έχει εκδικαστεί, σχετικά με το αν είχε
δηλώσει ρωσικές θρησκευτικές εικόνες και αρχαιολογικά αντικείμενα από
τη συλλογή που διατηρούσε σπίτι του. «Οταν κάνεις πολυετείς αγώνες για
θέματα που θίγουν συμφέροντα, συχνά ενοχλείς και γίνεσαι στόχος. Ποτέ
δεν είχα στην κατοικία μου αντικείμενα που δεν είχα δηλώσει στην αρμόδια
υπηρεσία, όμως τηλεοπτικοί σταθμοί έσπευσαν να με χαρακτηρίσουν και να
με σπιλώσουν, όπως συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα. Οταν επιτέλους ε
κδικαστεί το θέμα, θα ξεκαθαρίσουν όλα», επισημαίνει στην «Κ».
Η
συνάντηση τελειώνει με τη γνώμη του για το τι μπορούν να προσφέρουν οι
Ελληνες στον κόσμο: «Εχουμε να δώσουμε πολλά στην ανθρωπότητα ως άτομα
και ως ομάδες, όχι όμως ως σύνολο. Αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε
είναι πως είμαστε ακόμα κοντά στις βασικές αξίες της ζωής. Διατηρούμε
ακόμα ένα υπαρξιακό φορτίο, αλήθειες για τον άνθρωπο που μπορούμε να τις
προσεγγίσουμε μέσα από την ελληνική φύση, την παράδοση και τη ζωή. Ο,
τι και να λέμε αξίζει να είμαστε Ελληνες. Αξίζει ο κόπος, η μάχη με τα
προβλήματα και τα εμπόδια...».
Oι σταθμοί του
1938
Γεννιέται
στο Λονδίνο.
1956
Σπουδάζει Φιλοσοφία, Αρχαία Ιστορία και
Φιλολογία στην Οξφόρδη και αργότερα Οικονομικά στο Χάρβαρντ.
1972
Ιδρύει
μαζί με τη σύζυγό του Λυδία την Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του
Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
1976
Γίνεται
πρόεδρος της Europa Nostra.
1988
Oργανώνει τη διαθρησκευτική
συνάντηση για το περιβάλλον στην Πάτμο.
1997
Μετακομίζει στην
Αθήνα.
2008
Αφήνει την προεδρία της Ελληνικής Εταιρείας.
Η
συνάντηση
Με τον Κώστα Καρρά γευματίσαμε στο εστιατόριο
Kuzina του σεφ Αρη Τσανακλίδη. Καθήσαμε στα τραπέζια που βρίσκονται στο
πεζοδρόμιο της οδού Αδριανού. Παραγγείλαμε μια χωριάτικη σαλάτα με
κουλούρι Θεσσαλονίκης, μια σαλάτα με ρεβύθια, ένα μπιφτέκι γεμιστό με
τυρί και λιαστή ντομάτα και μια ναπολιτάνικη μακαρονάδα με κόκκινη
σάλτσα. Δροσιστήκαμε με δύο ποτήρια λευκό κρασί και πληρώσαμε 63 ευρώ.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 17/10/2010)