Τόσο η επιβεβαίωση πριν λίγες
εβδομάδες της ύπαρξης μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων νοτίως της Κύπρου,
εντός του Ισραηλινού και Κυπριακού τομέα ερευνών, όσο και η απόφαση της
κυβέρνησης Παπανδρέου για την ίδρυση ανεξάρτητου φορέα στην Ελλάδα, που θα
αναλάβει την οργάνωση των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με την
ταυτόχρονη ανακοίνωση του σχετικού σχεδίου νόμου που τέθηκε ήδη σε δημόσια
διαβούλευση, αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν
θετικά και μάλιστα σχετικά σύντομα την διαμόρφωση των ενεργειακών και
οικονομικών δεδομένων της περιοχής.
Για την Ελλάδα η προοπτική ίδρυσης
ενός μικρού και ευέλικτου φορέα, όπως ακριβώς εισηγείται η κυβέρνηση, που θα αναλάβει
την προσέλκυση διεθνών εταιρειών που θα επενδύσουν στην έρευνα και θα έχει την
ευθύνη για τον συντονισμό των ερευνών αλλά και της μετέπειτα διαχείρισης της
παραγωγής, είναι το πρώτο βήμα στην διαδικασία αξιοποίησης του πετρελαϊκού
πλούτου της χώρας. Μία διαδικασία η οποία ως γνωστό είχε ξεκινήσει την εποχή
της 7χρόνης δικτατορίας για να συνεχισθεί επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή του
πρεσβυτέρου και επί Ανδρέα Παπανδρέου και για να διακοπεί άδοξα και επιπόλαια
επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη το 1998, με την διάλυση του τότε φορέα ΔΕΠ-ΕΚΥ. Η
περίοδος αυτή, δηλαδή 1970-1998 χαρακτηρίζεται από έντονη ερευνητική
δραστηριότητα τόσο από τις εταιρείες στις οποίες είχαν δοθεί παραχωρήσεις
(βλέπε κοιτάσματα Πρίνου, Ν. Καβάλας, Δυτική Ελλάδα) όσο και από την ίδια την
ΔΕΠ-ΕΚΥ η οποία εκτός από τις δικές της έρευνες (βλέπε κοιτάσματα Επανομής και
Κατάκολου) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και διαχείριση των δεδομένων που
προέκυψαν από τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα (δηλαδή γεωλογικά, γεωφυσικά,
γεωχημικά και σεισμικά στοιχεία).
Βασικό σημείο αναφοράς της περιόδου
αυτής είναι το κοίτασμα του Πρίνου το οποίο, μαζί με τα πέριξ κοιτάσματα (βλέπε
Ν. Καβάλα και Βόρειου Πρίνου) εκμεταλλεύτηκε από την Κοινοπραξία Πετρελαίων
Βορείου Αιγαίου, την γνωστή
NAPC, προς όφελος των μετόχων της αλλά κυρίως του
Ελληνικού Δημοσίου το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια της εκμετάλλευσης απεκόμισε
έσοδα της τάξεως των 3,0 δις. ευρώ σε σημερινές τιμές. Και αυτά τα έσοδα μόνο
από ένα σχετικά μικρό, για τα διεθνή δεδομένα, κοίτασμα με μέση ετήσια παραγωγή
όλη αυτή την περίοδο 11.000 βαρέλια ημερησίως (την περίοδο 1982-1988 υπήρξε ένα
peak της τάξης
των 25.000 βαρελιών την ημέρα το οποίο όμως δεν διήρκησε πολύ).
Ίσως το πλέον
σημαντικό στοιχείο του Πρίνου πέρα από τα έσοδα που απέφερε είναι το γεγονός
ότι το μέγεθος του απεδείχθη κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι είχε αρχικά
εκτιμηθεί. Και αυτό λέει κάτι για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στον Ελλαδικό
χώρο. Έτσι ενώ οι πρώτες μελέτες και έρευνες, βάσει των οποίων ανεπτύχθη ο
Πρίνος, έδειχναν ένα μέγεθος της τάξης των 35-40 εκατ. βαρελιών, η παραγωγή ξεπέρασε μέχρι
σήμερα τα 120 εκατ. βαρέλια αναδεικνύοντας έτσι ένα πολύ μεγαλύτερο κοίτασμα η
παραγωγή από το οποίο ακόμη συνεχίζεται, (περί τα 4.000 βαρέλια την ημέρα) και
μάλιστα με αυξητικές τάσεις χάρις στις επενδύσεις της
Kavala
Oil (του διαδόχου της
NAPC) των τελευταίων δύο ετών.
Η ευρύτερη περιοχή του Πρίνου και της
Νότιας Καβάλας, όπου είχαν δοθεί οι αρχικές παραχωρήσεις, θα είχαν αποδώσει
πολύ περισσότερο πετρέλαιο εάν οι τότε κυβερνήσεις είχαν επιτρέψει στην
κοινοπραξία να αξιοποιήσει πλήρως τις παραχωρήσεις αυτές. Ορισμένα στελέχη που
γνωρίζουν ονόματα και πράγματα ομιλούν για μια δυνατή παραγωγή άνω των 100.000
βαρελιών την ημέρα μόνο από το κοίτασμα του Μπάμπουρα ανατολικά της Θάσου, και
εντός της Ελληνικής υφαλοκριπίδος. Παρομοίως εάν οι πολιτικοί υπεύθυνοι μετά το
1989 είχαν επιτρέψει στην ΔΕΠ-ΕΚΥ να δραστηριοποιηθεί ελεύθερα και να κάνει
σωστά την δουλειά της, χωρίς συνεχείς και άστοχες παρεμβάσεις, που τελικά την
οδήγησαν στην διάλυση σήμερα θα είχαμε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Φωτεινή
εξαίρεση η παρουσία του Αναστάσιου Πεπονή, του τότε Υπουργού Ενέργειας και
Φυσικών Πόρων την περίοδο 1993-1995, όπου με την υποστήριξη του η ΔΕΠ-ΕΚΥ
πραγματοποίησε τον πρώτο διεθνή γύρο παραχωρήσεων στην Δυτική Ελλάδα.
Βάσει των εκτιμήσεων που περιέχονται
στην γνωστή έκθεση του ΣΕΕΣ (Απρίλιος 2008) που βασίζεται σε γεωλογικά, και
σεισμικά δεδομένα αλλά και στοιχεία από γεωτρήσεις η Ελλάδα διαθέτει ένα
υπολογίσιμο δυναμικό υδρογονανθράκων «Τα συνολικά αποθέματα των ελληνικών
υδρογονανθράκων (
in
situ) ανέρχονται περίπου σε 40 δις. βαρέλια πετρελαίου και 600
δις. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι, από αυτά, έχουν ανακαλυφθεί
μέχρι σήμερα περίπου 0,6 δις. βαρέλια πετρελαίου και 1,5 δις. κυβικά μέτρα
φυσικού αερίου, τα αποθέματα που είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν στο μέλλον
(εφόσον ενταθούν και αναβαθμιστούν οι σχετικές έρευνες) εκτιμώνται περίπου σε
3,5 δις. βαρέλια πετρελαίου και 60 δις. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Από
στατιστικές μελέτες που βασίζονται στην διεθνή εμπειρία, εκτιμάται επίσης ότι
πάνω από 10% των
in
situ αποθεμάτων υδρογονανθράκων βρίσκονται σε οικονομικά εκμεταλλεύσιμα
κοιτάσματα.»
Η αξιοποίηση και η οικονομική
εκμετάλλευση των ανωτέρω κοιτασμάτων θα αποτελέσει τον στόχο του υπό ίδρυση
φορέα τον οποίο και θα πρέπει να στηρίξουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ώστε να
προχωρήσει απρόσκοπτα στο έργο του που δεν είναι άλλο από την προσέλκυση
επενδύσεων από την παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά. Εάν τεθεί ως στόχος η ανακάλυψη
και εκμετάλλευση ενός μόνο μέρους του ανωτέρω δυναμικού η Ελλάδα μέσα σε
διάστημα 10 ετών μπορεί να καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των καθημερινών αναγκών
της από εγχώρια παραγωγή σε πετρέλαιο, οι οποίες υπολογίζονται στα 420.000
βαρέλια την ημέρα. Χαρακτηριστικά να σημειώσουμε ότι μια παραγωγή 100.000
βαρελιών την ημέρα μπορεί να αποφέρει ετήσια έσοδα για το κράτος της τάξης των
1,2 δις. ευρώ με τιμή πετρελαίου στα 75δολάρια/βαρέλι, βάσει του ισχύοντος
νομοθετικού πλαισίου (βλέπε Ν. 2289/95) το οποίο ασφαλώς μπορεί να βελτιωθεί
προς όφελος του δημοσίου. Η δε οργάνωση χερσαίων και υποθαλάσσιων ερευνών από
πλευράς του νέου φορέα μπορεί να αρχίσει άμεσα με επίκεντρο την Δυτική Ελλάδα,
όπου δεν υπάρχει ουδεμία αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας και όπου η
υφαλοκρηπίδα στο Ιόνιο και Αδριατική έχει καθορισθεί προ ετών με συμφωνία
μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Όπως αναφέραμε η ίδρυση του φορέα και
η ενεργοποίηση του αποτελεί ένα πρώτο βήμα στον δρόμο για την αξιοποίηση του
υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας. Ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής
Ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο, και νοτίως της Κρήτης, αποτελεί το δεύτερο βήμα το
οποίο είναι και το δυσκολότερο λόγω των γνωστών αντιδράσεων της Τουρκίας.
Αντιδράσεις οι οποίες, όπως έπραξε η Κύπρος, θα πρέπει να παρακαμφθούν χωρίς
συζήτηση με μονομερή εφαρμογή των κανόνων και προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου
της Θάλασσας (
Montego
Bay, 1982) και με επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας στα 12νμ,
πριν τον καθορισμό της ΑΟΖ. Ο δε καθορισμός της ΑΟΖ θα πρέπει να γίνει σε
συνεννόηση με Κύπρο, Αίγυπτο, Λιβύη και ασφαλώς με την Τουρκία. Μπορεί ένα
τέτοιο εγχείρημα να ακούγεται παράτολμο ή και επικίνδυνο. Όμως για την Ελλάδα
αυτή την στιγμή υπάρχει μια μοναδική ευνοϊκή συγκυρία (εν μέσω μιας πράγματι
αρνητικής οικονομικής κατάστασης) που θα επιτρέψει διπλωματικούς και άλλους
χειρισμούς για μια αναίμακτη λύση στον καθορισμό των ΑΟΖ. Τρείς είναι οι
παράγοντες που διαμορφώνουν σήμερα ένα ευνοϊκό κλίμα σε μια Ελληνική επιδίωξη
για καθορισμό των ΑΟΖ προς όφελος της χώρας μας:
(α) Η κυβέρνηση, και ο ίδιος ο
πρωθυπουργός έχουν ισχυρά ερείσματα στην Ουάσινγκτον η οποία είναι πλήρως
δυσαρεστημένη με την συμπεριφορά της Τουρκίας. Άρα μια υποστήριξη της
κυβέρνησης των ΗΠΑ στο θέμα του ΑΟΖ πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
(β) Οι δανειστές μας (ΔΝΤ και ΕΕ) θα
υποστηρίξουν κάθε δυνατή προσπάθεια της Ελληνικής κυβέρνησης που στόχο θα έχει την
σημαντική αύξηση των εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου ώστε να ξεκινήσει κάποτε η
ουσιαστική μείωση του υπέρογκου εξωτερικού χρέους της χώρας ενώ θα εγγυάται ένα
σταθερό
cash
flow. Άρα και εδώ η υποστήριξη μιας Ελληνικής πρωτοβουλίας για
τον ορισμό των ΑΟΖ από Ευρωπαϊκής πλευράς πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
(γ) Η διπλωματική και στρατιωτική
συμμαχία με το Ισραήλ έρχεται να βοηθήσει και να ενισχύσει την ετοιμότητα της
Ελληνικής πλευράς η οποία θα απαιτηθεί την δεδομένη στιγμή.