Η Μέση Ανατολή είναι το νεκροταφείο των ηθικών εξωτερικών
πολιτικών. Κάθε φορά που οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες μιλούν περήφανα για
την δέσμευσή τους προς τον πολιτικό πλουραλισμό, το δίκαιο και την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, η περιοχή αυτή έρχεται για να τους ντροπιάσει.
Οι ντόπιοι κάνουν συνήθως λόγο για την διγλωσσία της Δύσης.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Ακόμα και αν αφήσει κανείς στην άκρη την
αποικιοκρατία, η πρόσφατη ιστορία είναι γεμάτη με άσχημα παραδείγματα της εξύψωσης
των εγωπαθών συμφερόντων πάνω από τις διακηρυγμένες αξίες. Ένα καλό σημείο για
να αρχίσει κανείς είναι το 1953 και η ανατροπή του Μοχάμεντ Μοσαντέγκ από τις ΗΠΑ
(με την προτροπή της Βρετανίας). Η επιλογή του τότε Ιρανού πρωθυπουργού να
αγκαλιάσει τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και την κοινωνική αναμόρφωση υποσχόταν ένα
λαμπρό μοντέλο για την περιοχή. Έκανε όμως το λάθος να πιστέψει ότι το Ιράν και
όχι η Βρετανία θα έπρεπε να ελέγχει το πετρέλαιο.
Τα αρχεία των δυτικών υπουργείων εξωτερικών βρίθουν αποδείξεων
για τις αντιφάσεις και την υποκρισία. Οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί διπλωμάτες
που βρίσκονταν στην περιοχή έγραψαν τις προηγούμενες δεκαετίες πάμπολλες αναφορές
που θέτουν ερωτήματα για το αν η στήριξη αυταρχικών καθεστώτων ταιριάζει με τις
οικουμενικές αξίες. Ή αν η μονόπλευρη στήριξη του Ισραήλ παραβιάζει τα δικαιώματα
των Παλαιστινίων. Τα τηλεγραφήματα αυτά δεν διαβάστηκαν. Οι τύραννοι είχαν το
πετρέλαιο και οι Παλαιστίνιοι ήταν ανίσχυροι.
Πάνω από 50 χρόνια αργότερα, οι εντάσεις έχουν εμφανιστεί
και πάλι με τη μορφή της αντίδρασης απέναντι στην Αραβική Άνοιξη. Μετά από κάποιο
δισταγμό, οι δυτικοί ηγέτες αποφάσισαν ότι η λαϊκή έκκληση για δημοκρατία είναι
γενικά ένα θετικό πράγμα. Ακούγοντας τους πολιτικούς αυτούς, θα φανταζόταν κανείς
ότι πάντα κουβαλούσαν τον πυρσό της αραβικής δημοκρατίας.
Αυτό ισχύει μέχρι να φτάσεις στην ουσία. Η δημοκρατία είναι
πολύ καλή, αρκεί να μην απειλεί τα δυτικά συμφέροντα. Οι εκλογές είναι μια χαρά,
εκτός αν οι ψηφοφόροι θέλουν να εκλέξουν τους ισλαμιστές. Η στήριξη για τις εξεγέρσεις
ήταν μέχρι τώρα περιορισμένη και υπό όρους.
Βεβαίως, το ΝΑΤΟ χρησιμοποίησε τις δυνάμεις του για την
ανατροπή του Καντάφι, αλλά αν αναφέρει κανείς την καταπίεση της σιϊτικής
πλειοψηφίας στο Μπαχρέιν, ξαφνικά επικρατεί σιωπή. Κατ’ ιδίαν, οι πολιτικοί
επικρίνουν την βασιλική οικογένεια επειδή αντιστέκεται στην αναμόρφωση. Μόνο κατ’
ιδίαν… Όπως μου είπε ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης, μεγάλο μέρος του παγκόσμιου
εμπορίου πετρελαίου περνάει από τα νερά του Μπαχρέιν και το σιϊτικό Ιράν κοιτάει
απειλητικά από την απέναντι πλευρά του Κόλπου.
Η Σαουδική Αραβία είναι ένας απαγορευμένος τόπος. Μεγάλο μέρος
του ισλαμικού εξτρεμισμού εντός και εκτός του αραβικού κόσμου έχει τις ρίζες
του στον Ουααμπικό φονταμενταλισμό ο οποίος ανθίζει υπό τον οίκο των Σαούδ. Όμως,
η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο. Οι Σαουδάραβες
αγοράζουν επίσης πανάκριβο στρατιωτικό εξοπλισμό και μετά τον πόλεμο του Ιράκ,
λειτουργούν ως ένα κρίσιμο σουνιτικό αντίβαρο προς το Ιράν.
Θυμάμαι μια συζήτηση με τον Τόνι Μπλερ κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης
προσπάθειας του Μπους να οδηγήσει τη Μέση Ανατολή στη δημοκρατία μέσω των
βομβαρδισμών. «Η προέλαση της ελευθερίας είναι ασταμάτητη», δήλωσε τότε ο
Βρετανός πρωθυπουργός. Τότε γιατί μόλις είχε επιστρέψει από μια αποστολή με
σκοπό την πώληση νέων μαχητικών αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία; Ο κ. Μπλερ δεν
είχε απάντηση.
Οι κυβερνήσεις πάντως δεν είναι μόνες τους στην διγλωσσία. Τις
προάλλες, ο κ. Μπλερ ήρθε αντιμέτωπος στο Λονδίνο με έναν διαδηλωτή που τον
αποκαλούσε εγκληματία πολέμου. Έχει γίνει ευαγγέλιο στην προοδευτική ελίτ ότι η
στήριξη της Βρετανίας προς τον πόλεμο του Μπους στο Ιράκ ήταν στην καλύτερη των
περιπτώσεων μια πράξη ματαιόδοξου αποικιοκρατισμού και πιθανότατα μια
εγκληματική συνομωσία.
Παρόλα αυτά, καθώς η Συρία βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στον
εμφύλιο, οι επικριτές της ανατροπής του Σαντάμ παραπονιούνται ότι η διεθνής
κοινότητα παρακολουθεί αμέτοχη τη στιγμή που ο Ασάντ συνεχίζει να σκοτώνει τους
πολίτες του. Και δεν έχει σημασία για αυτούς αν ο Σαντάμ είχε σφάξει τους σιίτες
στο νότιο Ιράκ ή αν είχε χρησιμοποιήσει χημικά όπλα ενάντια στους Κούρδους στον
βορρά.
Το χάος στη Συρία θέτει ένα δίλημμα, το οποίο κυμαίνεται πέρα
της κυνικής επιλογής ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό. Οι δυτικοί ηγέτες
μοιράζονται την λαϊκή κατακραυγή για την σφαγή αμάχων από το καθεστώς του Ασάντ.
Θέλουν να τον απομακρύνουν. Αλλά το να λέει κάποιος ότι υπάρχει μια εύκολη στρατιωτική
λύση είναι παράλογο.
Η Συρία δεν είναι Λιβύη. Ο στρατός του Ασάντ είναι εξοπλισμένος
με σύγχρονα ρωσικά όπλα και μεγάλα αποθέματα χημικών όπλων. Θα έσωζε ζωές ένας βομβαρδισμός
της Συρίας; Υποπτεύομαι ότι ο συνδυασμός των βίαιων εκτελέσεων στη Χούλα και η
αντίδραση της Ρωσίας στον ΟΗΕ τελικά θα ωθήσουν την Δύση υπέρ του να εξοπλίσει τους
αντάρτες. Αλλά κανείς δεν θεωρεί ότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα ευτυχές τέλος.
Αντιμέτωποι με τις κατηγορίες για υποκρισία, οι δυτικοί ηγέτες
αδιαφορούν και απαντούν ότι αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε. Όσον αφορά το Μπαχρέιν
και τη Σαουδική Αραβία, η κριτική είναι εύστοχη. Αυτό όμως που δεν βλέπει η
realpolitik, πιστεύω, είναι
το βαθιά διαβρωτικό αποτέλεσμα που έχουν οι συσσωρευμένες υποκρισίες στη θέση
και την επιρροή της Δύσης.
Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους
μπορούσαν να επικαλεστούν την ανάγκη της αντίστασης απέναντι στον σοβιετικό
κομουνισμό. Μπορούσαν να υποθέσουν ότι παρά τις περιστασιακές προκλήσεις, οι
αραβικοί δρόμοι δεν ήταν μια απειλή για το
status
quo. Η δορυφορική τηλεόραση, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης ανήκαν στο μακρινό μέλλον.
Τώρα, ο Ομπάμα, ο Όλάντ, ο Κάμερον και οι άλλοι αντιμετωπίζουν
ένα επίπονο παράδοξο: Οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και η πολιτική
αποδυνάμωση στον αραβικό κόσμο έχουν εξασθενήσει σημαντικά την ικανότητά τους να
επηρεάζουν τις αλλαγές στη Μέση Ανατολή.
Εντούτοις, η συνεχής μετάδοση αιματηρών εικόνων καταστολής
απαιτεί δράση. Η Δύση δεν μπορεί να νικήσει. Και με βάση την άσχημη εικόνα των
τελευταίων 50 ετών, δεν της αξίζει.