Η νέα αιγυπτιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε τις προηγούμενες
ημέρες ότι θα συνεχίσει το σχέδιο του Μουμπάρακ για κατασκευή σειράς πυρηνικών
αντιδραστήρων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις ηλεκτρισμού στη
χώρα. Έτσι, μετά από ανάλογα προγράμματα στην Τουρκία και δεδομένης της ύπαρξης
του Κοζλοντούι, η Ελλάδα και η Κύπρος μάλλον θα βρεθούν στο μέλλον περικυκλωμένες
από πυρηνικές μονάδες τουλάχιστον σε ότι αφορά τον Βορρά, το Νότο και την
Ανατολή.
Ως γνωστόν, η βουλγαρική κυβέρνηση προχωρά με την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του Κοζλοντούι, το οποίο έχει απασχολήσει την ελληνική κοινή γνώμη ουκ ολίγες
φορές στο παρελθόν. Αντίστοιχα, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει θέσει σε κίνηση
μεγαλεπήβολα σχέδια για την υλοποίηση τριών πυρηνικών σταθμών με συνολική ισχύ
άνω των 10
GW
και βρίσκεται σε επαφές με μεγάλους ασιατικούς ομίλους.
Όσον αφορά τα δυτικά μας σύνορα, γρίφος αποτελεί η στάση που
θα ακολουθήσει στο μέλλον η Ιταλία, η οποία συνεχίζει να απορρίπτει την
πυρηνική ενέργεια. Πέρυσι, το ατύχημα της Φουκουσίμα έδωσε την χαριστική βολή
στις προσπάθειες αναθέρμανσης ανάλογων σχεδίων, αλλά δεν μπορεί να αποκλείσει
κανείς μια νέα αλλαγή πορείας στο μέλλον.
Πόσο κινδυνεύει όμως η Ελλάδα από την ύπαρξη τόσο πολλών
πυρηνικών σταθμών στην ευρύτερη περιοχή της; Πρόσφατα, οι Βούλγαροι ολοκλήρωσαν
τις δοκιμές αντοχής που διέταξε η Ε.Ε. να γίνουν στο Κοζλοντούι (όπως και σε
όλες τις ευρωπαϊκές πυρηνικές μονάδες) και παρουσίασαν τα αποτελέσματα. Σύμφωνα
με αυτά, η λειτουργία του σταθμού κρίνεται ως ασφαλής και μάλιστα τονίζεται ότι
η συγκεκριμένη περιοχή χαρακτηρίζεται από χαμηλή σεισμική δραστηριότητα.
Γενικότερα, η ομοφωνία των ειδικών, όπως διαμορφώνεται και
μετά την Φουκουσίμα, είναι ότι η ασφάλεια μιας πυρηνικής μονάδας εξαρτάται από
μια σειρά παραγόντων, όπως η ηλικία της, η ευαισθησία σε έκτακτα φυσικά
φαινόμενα, η συντήρηση, η τεχνολογία που χρησιμοποιείται, η ποιότητα του
ανθρώπινου δυναμικού, η προστασία από τρομοκρατικές επιθέσεις και η επαρκής
εποπτεία από τις εθνικές και διεθνείς αρχές. Αλλά πάνω από όλα εξαρτάται από
την ύπαρξη ή όχι μιας «κουλτούρας» ασφαλείας τόσο στο εσωτερικό της εταιρείας
που την διαχειρίζεται, όσο και στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές του κράτους που
την φιλοξενεί. Αυτή είναι μια έννοια που δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί εύκολα,
αλλά παίζει κρίσιμο ρόλο σε εγκαταστάσεις όπως αυτές. Σημαίνει μεταξύ άλλων ότι
η διαχειρίστρια εταιρεία δεν θα πρέπει ποτέ να κάνει εκπτώσεις στα ζητήματα
ασφαλείας προκειμένου να βελτιώσει τα αποτελέσματά της.
Η Ιαπωνία πέρυσι πίστευε ότι διέθετε όλα τα παραπάνω
στοιχεία, αλλά δεν περίμενε ποτέ ότι θα σημειωνόταν μια τόσο μεγάλη καταστροφή.
Επίσης, τα εφεδρικά συστήματα παροχής ενέργειας στον σταθμό της Φουκουσίμα δεν
ήταν επαρκώς προστατευμένα ώστε να επιτελέσουν το έργο τους. Βλέπουμε λοιπόν
ότι οι πυρηνικές καταστροφές είναι μέσα στο πρόγραμμα, ακόμα και στις «καλύτερες
οικογένειες». Έχει όμως διαφορά το να συμβαίνει ένα ατύχημα κάθε τριάντα χρόνια
με το να συμβαίνει κάθε δέκα. Και έχει διαφορά το να συμβαίνει ένα ατύχημα στον
Ειρηνικό Ωκεανό με το να συμβαίνει σε μια κλειστή θάλασσα, όπως η Μεσόγειος.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εγκατάσταση πυρηνικών μονάδων
από τις γειτονικές μας χώρες είναι ένα ζήτημα με σαφείς διεθνείς προεκτάσεις.
Και αν στην περίπτωση της Βουλγαρίας υπάρχει η Ε.Ε. ως πρόσθετο «μαξιλαράκι»
ασφαλείας, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας και της Αιγύπτου.
Καλό λοιπόν θα ήταν να τεθεί κάποια στιγμή το όλο θέμα σε επίπεδο εξωτερικής
πολιτικής ώστε τουλάχιστον να ενημερωθούμε για τις προβλέψεις που θα ληφθούν
από αυτές τις δύο χώρες, αλλά και για τα σχέδιά τους σε περίπτωση ατυχήματος.