Το
Ισραήλ δεν μπορεί από μόνο του να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις ευκαιρίες που
ανοίγονται στο φυσικό αέριο. Η εταιρεία συμβούλων
TASC θεωρεί ότι ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσα από την συμμετοχή ενός
μεγάλου διεθνούς ενεργειακού ομίλου, ο οποίος θα παρέχει την απαραίτητη
χρηματοδότηση, την εμπειρία και την τεχνογνωσία.
Οι
απόψεις αυτές διατυπώθηκαν σε πρόσφατη ανάλυση της συγκεκριμένης εταιρείας και
δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα
Globes
του Ισραήλ. Στα πλαίσια αυτά
εξετάστηκαν οι προοπτικές της ενεργειακής οικονομίας της χώρας για την επόμενη
δεκαετία. Η
TASC θεωρεί ότι παράλληλα με την
αποδυνάμωση των παραδοσιακών ενεργειακών επιχειρήσεων του Ισραήλ, υπάρχει
μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης στο φυσικό αέριο και σε ένα βαθμό και στην παραγωγή
ηλιακής ενέργειας.
Σύμφωνα
με τα πορίσματα, η εκμετάλλευση των πηγών αυτών μπορεί να τριπλασιάσει την
οικονομική δραστηριότητα στην ενέργεια μέχρι το 2020, από τα 16 δις
NIS στα 50 δις
NIS. Όμως
για να γίνει αυτό, θα πρέπει το Ισραήλ να ξεπεράσει ορισμένα εμπόδια όπως το να
επιτρέψει τις εξαγωγές αερίου σε σημαντικές ποσότητες, να δεσμεύσει περιοχές
για την κατασκευή σταθμών
LNG και να πείσει μια από τις δέκα
μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές να επενδύσει στην εγχώρια οικονομία.
Πλήγμα έχουν δεχτεί οι
παραδοσιακοί παίκτες
Η
TASC υπογραμμίζει ότι εδώ και 70 χρόνια στην εσωτερική αγορά
του Ισραήλ κυριαρχεί η δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού (
IEC), οι εταιρείες καυσίμων και τα διϋλιστήρια, συνθέτοντας ένα πολύ
συγκεκριμένο πλαίσιο. Τα τελευταία χρόνια όμως, οι παίκτες αυτοί έχουν υποστεί
μια σειρά από σοβαρά πλήγματα:
Η
IEC είχε πρόβλημα ήδη πριν στερηθεί το αιγυπτιακό αέριο. Τα
οικονομικά της αποτελέσματα για το 2010 και το 2011 υποδεικνύουν ένα κενό 3,5
δις
NIS ανάμεσα στα προβλεπόμενα και στα
πραγματικά κέρδη. Τα χρέη συνεχίσουν να αυξάνονται και προσεγγίζουν πλέον τα 70
δις
NIS. Αντίστοιχα, η πιστοληπτική
ικανότητα έχει υποχωρήσει κατά τρεις βαθμίδες τα τελευταία χρόνια.
Οι
εταιρείες καυσίμων επίσης υπέστησαν πλήγμα με τη μορφή των συρρικνούμενων
περιθωρίων κέρδους στις πωλήσεις βενζίνης. Το περιθώριο αυτό υποχώρησε από τα
0,80
NIS στα 0,65
NIS. Η διάβρωση της κερδοφορίας είναι εμφανής σε εταιρείες
όπως η Delek Israel Fuel Corporation και η Granite Hacarmel Investments.
Η
IEC και οι εταιρείες καυσίμων δικαιούνται να κατηγορούν το κράτος
για τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν, αλλά τα διϋλιστήρια δεν έχουν αυτό το
προνόμιο. Η ευθύνη εναπόκειται στην παγκόσμια τάση που περιορίζει τα περιθώρια
των διϋλιστηρίων. Από τη μια η υπερβολική αχρησιμοποίητη παραγωγή και από την
άλλη η περιορισμένη ζήτηση, έχουν μειώσει το περιθώριο από τα 6-9 δολάρια ανά
βαρέλι το 2007-2008 σε 1-3 δολάρια από τις αρχές του 2009.
Η
ανάλυση της
TASC θεωρεί ότι στα επόμενα χρόνια θα
υπάρχει μια σχετική σταθερότητα για τους παραδοσιακούς αυτούς παίκτες, αλλά θα
αναγκαστούν να μείνουν πίσω σε σύγκριση με τους νέους. Αν το σενάριο αυτό
υλοποιηθεί, τότε το μερίδιο της αγοράς ενέργειας που κατέχει η
IEC και τα διϋλιστήρια θα μειωθεί κατά περισσότερο από 50%
και εκείνο των εταιρειών καυσίμων κατά 65%.
Οι νέοι
παίκτες επενδύουν 50 δις δολάρια
Κατά την
περίοδο 2007-2011 επενδύθηκαν στον κλάδο περί τα 10 δις δολάρια, με το 42% να
αφορά έργα στο φυσικό αέριο, στους ιδιωτικούς σταθμούς παραγωγής και στις ΑΠΕ.
Οι ανεξάρτητοι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού θα αρχίσουν να λειτουργούν από το
2013, αλλά υπάρχουν ήδη 16 ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο
Ισραήλ οι οποίες επένδυσαν 700 εκατ. για την κατασκευή μονάδων τα τελευταία 4
χρόνια.
Σημειώνεται
επίσης ότι ο κλάδος των ΑΠΕ περιλαμβάνει σήμερα 90 επιχειρήσεις, με τις περισσότερες
να αφορούν την ηλιακή ενέργεια. Οι επενδύσεις αγγίζουν τα 300 εκατ. δολάρια και
ως το 2020 αναμένεται να φτάσουν στις ΑΠΕ συνολικά τα 10 δις δολάρια,
προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 10% στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Σύμφωνα
με την
TASC, η ισραηλινή οικονομία είναι σε
θέση να συγκεντρώσει από μόνη της το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης αυτής.
Παρόλα
αυτά, η μεγαλύτερη υπόθεση για τον κλάδο της ενέργειας στην επόμενη δεκαετία
δεν θα είναι ο ηλεκτρισμός, αλλά το φυσικό αέριο. Η
TASC προβλέπει ότι ως το 2020 θα υπάρχουν τρεις μεγάλοι προμηθευτές και
τουλάχιστον δύο από αυτούς θα εξάγουν αέριο στο εξωτερικό. Ο κλάδος έχει τη
δυνατότητα να αναπτυχθεί με πολύ υψηλούς ρυθμούς, αλλά υπάρχουν και ορισμένα
εμπόδια. Πρώτον, το Ισραήλ θα πρέπει να επιτρέψει την εξαγωγή αερίου δίχως
περιορισμούς, τη στιγμή που υπάρχουν φωνές οι οποίες ζητούν να παραμείνει στην
εγχώρια αγορά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Η
TASC θεωρεί ότι οι εξαγωγές είναι επιβεβλημένες, καθώς τα συμβόλαια που έχουν
υπογραφεί μέχρι στιγμής καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας ζήτησης.
Επίσης,
απαιτούνται υποδομές στο
LNG και για το λόγο αυτό προβλέπεται
η κατασκευή πέντε γραμμών παραγωγής (
trains) ως
το 2020, με συνολική παραγωγή 20 εκατ. τόνων. Η υλοποίησή τους εξαρτάται από
την εξεύρεση κατάλληλων περιοχών, από την τεχνογνωσία και φυσικά από την
χρηματοδότηση.
Οι
πιθανότητες για την επιλογή θέσης για τους σταθμούς
LNG είναι πολύ περιορισμένες και ουσιαστικά αφορούν τις περιοχές Ασντόντ,
Εϊλάτ και Άσκελον. Μάλιστα, αναμένεται σθεναρή αντίσταση από τις τοπικές
κοινωνίες και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Στην περίπτωση του
LNG
όμως, η εγχώρια χρηματοδότηση δεν θα είναι αρκετή,
αφού μιλάμε για επενδύσεις της τάξης των 40 δις δολαρίων σε βάθος δεκαετίας. Άρα,
οι επιλογές είναι περιορισμένες: Υπάρχουν δέκα παίκτες παγκοσμίως με την
κατάλληλη εμπειρία, ικανότητα και τα κεφάλαια για να κατασκευάσουν σταθμούς
υγροποίησης. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται η
Exxon, η
Shell, η
Total, η
ConocoPhillips, η
Chevron, η
BP, η
GDF
Suez και η
BG.
Ορισμένοι
από αυτούς δεν θα εισέλθουν ποτέ στην ισραηλινή αγορά από φόβο μην διαταράξουν
τις σχέσεις τους με τον αραβικό κόσμο. «Ο αριθμός των κατάλληλων επιχειρήσεων
που προτίθενται να μπουν στο Ισραήλ μετριέται στα δάκτυλα του ενός χερίου»,
τονίζει σχετικά η
TASC. «Είναι απαραίτητο να
δημιουργηθούν σήμερα οι συνθήκες εκείνες που θα προσελκύσουν τις εταιρείες
αυτές και δεν θα τις οδηγήσουν σε ανταγωνιστικά σχέδια ανά τον κόσμο»,
προσθέτει.
«Καμία
πιθανότητα για νέους παίκτες στην αγορά του Ισραήλ»
Οι
εταιρείες που διαχειρίζονται το κοίτασμα Ταμάρ είναι πεπεισμένες ότι με το
ρυθμιστικό καθεστώς του Ισραήλ και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, οι ξένοι
επενδυτές θα φοβηθούν και δεν θα συμμετάσχουν. «Υπάρχει μικρή πιθανότητα να
έρθουν νέοι παίκτες στο χάος που επικρατεί», τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος της
Isramco, Αβί Γκεφέν. «Είχαμε ένα τσουνάμι από ρυθμιστές που
ήθελαν να ξανανοίξουν τα συμβόλαια. Που ήταν αυτοί όταν υπογράφτηκαν;»
Ο
διευθύνοντας της
Delek
Drilling, Γιόσι Αμπού, προσθέτει: «Οι ξένοι επενδυτές δεν θα
έρθουν λόγω της ρυθμιστικής αβεβαιότητας. Πρέπει να αλλάξουμε λειτουργικό
σύστημα. Δεν είναι η κυβέρνηση ενάντια στις εταιρείες, αλλά η κυβέρνηση και οι
εταιρείες ενάντια στους ανταγωνιστές στο εξωτερικό».
Ο Γιαέλ
Κοέν-Παράν, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του
Israel
Energy
Forum, τάσσεται υπέρ της κάλυψης των αναγκών της εγχώριας αγοράς,
έναντι των εξαγωγών: «Τα συμφέροντα των παραγωγών είναι αντίθετα από αυτά του
κοινού, που θέλει αέριο μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση πρέπει να διαλέξει πλευρά:
Το κοινό ή τους παραγωγούς. Από την άλλη, ο Οχάντ Μαρανί της
Israel
Land
Development δήλωσε ότι «χωρίς εξαγωγές δεν
θα γίνει εφικτή η επέκταση της παραγωγής για την εγχώρια οικονομία. Το επόμενο
βήμα πρέπει να είναι η ανάπτυξη των εξαγωγικών υποδομών. Αν όλα τα συμβόλαια τα
αναλάβουν η
Noble
και η
Delek και οι νέοι παίκτες δεν έχουν πιθανότητα να πουλήσουν αέριο, τότε οι
εταιρείες αυτές θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες χρηματοδότησης».