«Τίτλοι τέλους» για τις λάμπες πυρακτώσεως και αλογόνου
χαμηλής ενεργειακής απόδοσης. Από την 1η Σεπτεμβρίου τέθηκε σε εφαρμογή η
κοινοτική οδηγία που απαγορεύει την κυκλοφορία λαμπτήρων πυρακτώσεως,
προκειμένου στο εξής να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά λαμπτήρες εξοικονόμησης.
Από το μέτρο εκτιμάται ότι θα εξοικονομηθούν πανευρωπαϊκά 39.000.000 KW
ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως έως το 2020.
Υπενθυμίζεται ότι η «μετάβαση» έχει ξεκινήσει σταδιακά από
το 2009. Εχουν ήδη αποσυρθεί οι λαμπτήρες των 100, 75 και 60 Watt, ενώ η τωρινή
απαγόρευση αφορά εκείνους των 25 και 40 Watt, που αποτελούν την τελευταία
κατηγορία του είδους. Tα καταστήματα επιτρέπεται να πωλούν τους παλιούς
λαμπτήρες μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων τους.
Η αντικατάσταση των λαμπτήρων πυρακτώσεως, που ουσιαστικά
αποτελούσαν προϊόν του 19ου αιώνα, ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη τόσο για
περιβαλλοντικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Η χρήση τους «φούσκωνε» τον
λογαριασμό της ΔΕΗ. Και παρά το ότι το κόστος αγοράς φάνταζε αμελητέο,
συνυπολογίζοντας τόσο το ρολόι της ΔΕΗ όσο και τον περιορισμένο χρόνο ζωής τους
(1 περίπου χρόνο ή 1.000 ώρες), το πραγματικό κόστος σε βάθος πενταετίας έφτανε
τα 78 ευρώ. Το περιβαλλοντικό «κόστος», φυσικά, ήταν ακόμα πιο δυσβάσταχτο για
τον πλανήτη: το 90% της ενέργειας που καταναλώναμε μετατρεπόταν σε θερμότητα,
ανεβάζοντας και τη θερμοκρασία του μικροκλίματος, π. χ. του σπιτιού μας. Εν
ολίγοις, «ανάβοντας» μια λάμπα επιβαρύναμε την ατμόσφαιρα με επιπλέον 150 κιλά διοξειδίου του
άνθρακα τον χρόνο.
Οι αρετές των λαμπτήρων εξοικονόμησης είναι πολλαπλές:
καταναλώνουν 4 με 5 φορές λιγότερη ενέργεια, έχουν διάρκεια ζωής από 6.500 έως
10.000 ώρες (8 έως 12 χρόνια). Εχουν κατηγορηθεί ως ακριβές, όμως πέρα από τη
μεγαλύτερη διάρκεια χρήσης τους έχουν και μεγαλύτερη απόδοση. Μια λάμπα
εξοικονόμησης 20 Watt φωτίζει όπως μια λάμπα πυρακτώσεως 100 Watt. Με τη χρήση
της εκλύονται μόλις 29 κιλά
διοξειδίου του άνθρακα τον χρόνο. «Μια ακόμα σημαντική διαφορά είναι ότι οι εν
λόγω λαμπτήρες είναι ανακυκλώσιμοι» σχολιάζει στην «Κ» ο κ. Τάκης Γρηγορίου,
υπεύθυνος για ενεργειακά ζητήματα στο γραφείο της Greenpeace στην Αθήνα. «Τα
σημεία εναπόθεσης των παλιών λαμπτήρων πολλαπλασιάζονται, οι πολίτες μπορούν να
απευθύνονται σε καταστήματα ηλεκτρονικών, δημοτικές δομές και στα γραφεία μας».
Ανησυχία γεννάει σε πολλούς, ωστόσο, το γεγονός ότι στους
λαμπτήρες νέας γενιάς εμπεριέχεται υδράργυρος. «Οι πολίτες πρέπει να μην
ανησυχούν, καθώς το ποσοστό του υδραργύρου είναι κάτω από το επιτρεπόμενο όριο
της Ε. Ε., δηλαδή 5 mg, ενώ όσο εξελίσσονται η ποσότητα μειώνεται» απαντά ο κ.
Γρηγορίου. «Είναι αυθαίρετο να τις συγκρίνουμε με το θερμόμετρο, αφού η
ποσότητα υδραργύρου στις λάμπες είναι 100 με 1.000 φορές μικρότερη». Επιπλέον,
καθώς οι λάμπες ανακυκλώνονται, ο υδράργυρος δεν εκλύεται στη φύση, απλώς
μεταφέρεται στην επόμενη λάμπα εξοικονόμησης που θα βγει στην αγορά. «Αλλά και
στην περίπτωση που η λάμπα σπάσει και δεν πάει στην ανακύκλωση, δεν δύναται να
μας επιβαρύνει», διευκρινίζει ο ίδιος. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι υδράργυρος
εκλύεται από τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες
μέχρι πρόσφατα λειτουργούσαν με «πυρετώδεις» ρυθμούς εξαιτίας των λαμπτήρων
πυρακτώσεως.
Τα Led κερδίζουν διαρκώς έδαφος
Ολο και περισσότερο «κερδίζουν» τους καταναλωτές οι
λεγόμενοι λαμπτήρες Led, που αποτελούν την πιο «εξελιγμένη» μορφή των λαμπτήρων
εξοικονόμησης ενέργειας. Συγκεκριμένα, οι δίοδοι εκπομπής φωτός (όπως είναι η
επιστημονική τους ονομασία) είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη τεχνολογία και η
απόδοσή τους είναι παρόμοια με εκείνη των λαμπτήρων φθορισμού μικρού μεγέθους.
Το μεγαλύτερό τους «ατού» είναι ότι δεν περιέχουν υδράργυρο. Στη διάρκεια ζωής
ξεπερνούν τις υπόλοιπες λάμπες εξοικονόμησης. Οι λαμπτήρες Led βρίσκονται
σήμερα ακόμη στα πρώτα στάδια εμπορευματοποίησης στον τομέα φωτισμού δωματίων,
αλλά ήδη έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τις διαφανείς και αδιαφανείς λάμπες.
Εκτιμάται ότι στο μέλλον θα αποτελέσουν ιδανική λύση για κάθε είδους λάμπα. Οι
καταναλωτές έχουν, όμως, και άλλες εναλλακτικές επιλογές. Μία εξ αυτών είναι οι
λαμπτήρες αλογόνου με υψηλότερη ενεργειακή απόδοση, που ακόμη επιτρέπονται (των
κατηγοριών B και C) και είναι ισοδύναμοι με τους παραδοσιακούς λαμπτήρες
πυρακτώσεως ως προς την ποιότητα φωτισμού. Μια δεύτερη επιλογή αποτελούν οι
μεγάλης απόδοσης και διάρκειας ζωής λαμπτήρες φθορισμού μικρού μεγέθους. Τα εν
λόγω μέτρα περιέχονται στην ευρωπαϊκή οδηγία για τον οικολογικό σχεδιασμό των
προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια (2005/32/EΚ) με στόχο τη βελτίωση της
ενεργειακής επάρκειας και της περιβαλλοντικής απόδοσης περισσότερων από 30
ομάδων προϊόντων.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 22/09/2012)