Η ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί να αγοράζει γύρω στα 50 εκατ. δικαιώματα ετησίως, εκ των οποίων περίπου τα 45 εκατ. δικαιώματα αναλογούν στη ΔΕΗ, από τις πιο ρυπογόνες ηλεκτροπαραγωγούς της Ευρώπης λόγω των λιγνιτικών μονάδων. Το έξτρα κόστος από την επιβάρυνση αυτή (πάνω από 337 εκατ. ευρώ ετησίως με τις σημερινές τιμές των ρύπων γύρω στα 7,5 ευρώ/δικαίωμα) θα κληθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να το πληρώσουν οι καταναλωτές, βιομηχανίες, επιχειρήσεις και βέβαια τα νοικοκυριά.
Μάλιστα, η τιμή των ρύπων δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα, καθώς οι Βρυξέλλες σχεδιάζουν μέτρα για να αυξήσουν τεχνητά την τιμή, αποσύροντας δικαιώματα, δεδομένου ότι οι διεθνείς τιμές έχουν καταρρεύσει λόγω του πλεονάσματος των δικαιωμάτων που κυκλοφορούν.
Το ισχύον καθεστώς, που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2012, προβλέπει τη δωρεάν κατανομή στους ηλεκτροπαραγωγούς μίας ποσότητας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και την υποχρεωτική αγορά δικαιωμάτων μόνον για τις ποσότητες που ξεπερνούν το επίπεδο αυτό.
Το κόστος για τη ΔΕΗ σήμερα δεν ξεπερνά τα 5 εκατ. ευρώ. Από 1/1/2013 όμως η δωρεάν κατανομή καταργείται.
Επιβαρύνσεις
Όσον αφορά στις βιομηχανίες, η οδηγία 29/2009 προβλέπει δύο ειδών επιβαρύνσεις. Την άμεση που αφορά μεταποιητικές μονάδες που ρυπαίνουν μέσω της διαδικασίας παραγωγής, όπως π.χ. τσιμεντοβιομηχανίες, διυλιστήρια κ.λπ., για τις οποίες παρέχονται δωρεάν δικαιώματα όταν τηρούν τις βέλτιστες πρακτικές παραγωγής και θα κληθούν να «πληρώσουν» μόνον αν εκλύουν υπερβολικές εκπομπές. Υπάρχει όμως και το έμμεσο κόστος, που αφορά 15 ενεργοβόρους κλάδους π.χ. αλουμίνιο, μεταλλουργία, χαρτοβιομηχανίες κ.λπ., οι οποίοι θα πληγούν από το αυξημένο κόστος ρεύματος. Γι' αυτήν την κατηγορία και υπό τον φόβο περαιτέρω αποβιομηχάνισης της Ε.Ε., η οδηγία προβλέπει ένα μηχανισμό αντιστάθμισης μέσω επιδότησης σε ποσοστό ως 60% του κόστους ρεύματος.
Η επιδότηση αυτή θα καλύπτεται από εθνικούς πόρους, π.χ. το Πράσινο Ταμείο. Εδώ όμως έρχονται και τα πολύ δύσκολα για την Ελλάδα, που σε καιρό κρίσης και άδειων ταμείων, θα πρέπει να επωμιστεί μία επιπλέον δαπάνη.
Εξαίρεση
Δέκα χώρες της Ε.Ε., όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος κ.λπ. ζήτησαν και έλαβαν εξαίρεση από την Κομισιόν ως το 2020 για την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας. Η Ελλάδα όμως, δέσμια της πολιτικής της πράσινης ανάπτυξης, δεν προσπάθησε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ούτε φαίνεται να έχει προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Ο μηχανισμός επιδότησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών αμφισβητείται, αφενός γιατί δεν είναι υποχρεωτικός και αφετέρου γιατί αφήνει ελεύθερο το ποσοστό της επιδότησης για κάθε χώρα ως το πλαφόν του 60%, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη που τα οικονομικά τους το αντέχουν θα μπορούν, χρησιμοποιώντας υψηλότερες επιστροφές, να εξασφαλίζουν στις βιομηχανίες τους ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των βιομηχανιών άλλων χωρών. Ηδη Γερμανία και Βρετανία έχουν δεσμευτεί να κάνουν χρήση της μάξιμουμ επιτρεπόμενης επιδότησης, του 60%.
Ο υφυπουργός Ενέργειας Μάκης Παπαγεωργίου είχε συνάντηση με τους φορείς και εκπροσώπους των βιομηχανιών που θίγονται από το μέτρο, οι οποίοι όμως κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δύο μήνες πριν από την εφαρμογή της οδηγίας, δεν έχει καταλήξει στο τελικό της σχέδιο.
Επιδότηση
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το υπουργείο προσανατολίζεται στην υιοθέτηση της επιδότησης, δεν έχει όμως καταλήξει στο τελικό ποσοστό.
Αυτή τη στιγμή όμως , τα σενάρια που πέφτουν στο τραπέζι είναι πολύ κάτω του 60%, που δίνουν άλλες χώρες, αναφέρουν έγκυρες πηγές. Οσο για τις «βέλτιστες πρακτικές» και στην άμεση υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων από τις βιομηχανίες που δεν της τηρούν, είναι θέμα που μπορεί να ρυθμιστεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2013, βάσει των περιθωρίων που δίνει η οδηγία.
Στελέχη του ΕΒΙΚΕΝ, του φορέα που εκπροσωπεί τις μεγάλες βιομηχανίες, εκτιμούν ότι αν υιοθετηθεί η επιστροφή του 60%, το τελικό κόστος θα αντιστοιχεί στο 1/10 των συνολικών εσόδων που θα έχει το Πράσινο Ταμείο από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων ρύπων, τα οποία έχουν κατανεμηθεί στην Ελλάδα από την Ε.Ε.
Τα ετήσια δικαιώματα ρύπων που αντιστοιχούν στη χώρα για τα έτη 2013-2014 και 2015 είναι 35 εκατομμύρια.
Θα μπορούσαν να ήταν 50 εκατομμύρια, αν οι Βρυξέλλες δεν άλλαζαν, πριν την ψήφιση της οδηγίας, τη μεθοδολογία κατανομής ανά χώρα.
Κάλυψη ελλειμμμάτων από τις ΑΠΕ
Το Πράσινο Ταμείο είναι ο οργανισμός που χρησιμοποιούν οι διαδοχικές κυβερνήσεις για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα των ΑΠΕ και γενικότερα της αγοράς ηλεκτρισμού. Έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλίσει πόρους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, προκειμένου με τη σειρά του να δανειοδοτήσει τη ΔΕΗ, τη ΔΕΠΑ και τον Λειτουργό της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) - τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι ως τις αρχές Νοεμβρίου μπορεί και να πάρει ο Λειτουργός το δάνειο που διεκδικεί από το Καλοκαίρι, με στόχο να αποφευχθεί η κατάρρευση της αγοράς ηλεκτρισμού. Τα έσοδα από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων ρύπων, με υπουργική απόφαση θα διοχετεύονται για την κάλυψη του ελλείμματος από τις ΑΠΕ.
Αύξηση του κόστους
Αντιδράσεις για την αύξηση των τιμών
Πολλές χώρες αντιτίθενται στα σχέδια της Κομισιόν να αυξήσει τεχνητά τις τιμές, αποσύροντας σταδιακά από 400 εκατ. ως 1,2 δισ. δικαιώματα τα έτη 2013, 2014 και 2015, προκειμένου να στηρίξει την αγορά ρύπων, που έχει καταρρεύσει, λόγω του πλεονάσματος δικαιωμάτων, σαν συνέπεια της ύφεσης και μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής. Αλλωστε, ο μεγάλος αντίπαλος βρίσκεται εκτός Ευρώπης. Η Ε.Ε. είναι σήμερα το μόνο μεγάλο μπλοκ που χρησιμοποιεί τόσο δεσμευτικούς και επιβαρυντικούς για τα εσωτερικά κόστη της βιομηχανίας φιλοπεριβαλλοντικούς μηχανισμούς.
Το αποτέλεσμα είναι πολλές βιομηχανίες να μεταναστεύουν και να γιγαντώνεται η βιομηχανική παραγωγή τρίτων, ανταγωνιστικών οικονομιών, όπως της Κίνας, της Νοτίου Αμερικής, της Ινδίας κ.λπ., που δεν αντιμετωπίζουν τέτοιες δεσμεύσεις.
Το παράδοξο δε είναι ότι οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του πλανήτη δεν μειώνονται, αντίθετα θα αυξάνουν. Υπολογίζεται ότι περίπου το 85% της αναμενόμενης αύξησης της ανθρωπογενούς παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου θα προέλθει από τις αναπτυσσόμενες χώρες, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης χρήσης ηλεκτρισμού και αυτοκινήτων, που συνοδεύουν την οικονομική ανάπτυξη.
Η Ευρώπη, όμως, θα πρέπει να υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, με τα έξτρα κόστη που επιβάλλουν οι πολιτικές της και τις συνέπειες στον παραγωγικό ιστό, με κλείσιμο ή μετανάστευση βιομηχανιών, απώλεια θέσεων εργασίας και πολιτικές συμπίεσης της αμοιβής εργασίας για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας.
Αλλά και εντός Ευρώπης, υπάρχουν αντιθέσεις. Χώρες, με πυρηνική ενέργεια, η οποία θεωρείται πράσινη όσον αφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (καθώς δεν εκπέμπει τίποτα από αυτά), θα συνεχίσουν να έχουν ελεγχόμενο και σχετικά οικονομικό κόστος ενέργειας, ενώ οι υπόλοιπες θα βλέπουν τα κόστη τους να εκτοξεύονται με τα επιβαλλόμενα έξτρα κόστη στα ορυκτά καύσιμα, την αθρόα διείσδυση ΑΠΕ κ.λπ.
(από την εφημερίδα "Ημερησία")