Η
συνεχιζόμενη κρίση στην Ευρωζώνη πρέπει να έχει θορυβήσει την πέραν του
Ατλαντικού υπερδύναμη, η οποία την θεωρεί ως όλο και μεγαλύτερη απειλή για την
συνοχή του ευρωατλαντικού χώρου. Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν, μάλιστα,
κάποιες ενδείξεις πως ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα, αναβαπτισμένος στην λαϊκή
εντολή της χώρας του (και με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα έχει υπερβεί τον
σκόπελο του «δημοσιονομικού γκρεμού» - “fiscal cliff”), προετοιμάζει κάποια
σημαντική παρέμβαση στο επίπεδο αυτό.
Ενδεικτικά
των προθέσεων αυτών είναι δύο δημοσιεύματα που αλιεύσαμε από τον ελληνικό Τύπο
αυτήν την Κυριακή, 9 Δεκεμβρίου. Το ένα είναι μία συνέντευξη στο «ΒΗΜΑ» του Πολ
Γκλάστρις, Έλληνα τρίτης γενιάς από το Μισούρι, λογογράφου του Μπιλ Κλίντον
(1998-2001) και την τελευταία δεκαετία διευθυντή ενός από τα σημαντικότερα
πολιτικά περιοδικά της Ουάσιγκτον, του «Washington Monthly». Ο Γκλάστρις, κατ’
αρχήν, εκτιμά ότι ο πρόεδρος Ομπάμα θα προσπαθήσει περισσότερο συστηματικά να
πείσει τη Γερμανία ότι η σωστή αντιμετώπιση μιας κρίσης χρέους είναι η διαγραφή
χρέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι νουθετεί τους Γερμανούς να πάρουν παράδειγμα
από την ίδια την ιστορία τους και να τροποποιήσουν αντιστοίχως την πολιτική που
υποστηρίζουν για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου,
υπενθυμίζοντας ότι το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα προήλθε όχι μόνο
από το Σχέδιο Μάρσαλ, αλλά και από την αναδιάρθρωση και διαγραφή χρέους που
προσέφεραν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 οι ΗΠΑ στην ηττημένη Γερμανία.
Στη
συνέχεια, μάλιστα, ερωτώμενος, πώς ο Ομπάμα θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή
την κατεύθυνση, ο πάλαι ποτέ λογογράφος του Κλίντον απαντά: «Η
αίσθησή μου είναι ότι στην ετήσια ομιλία του στο Κογκρέσο στις αρχές Ιανουαρίου
(State of the Union Address) o πρόεδρος ενδέχεται να μιλήσει για ένα σχέδιο
επάνω στο οποίο ήδη εργάζονται τεχνοκράτες στην Ουάσιγκτον. Πρόκειται για το
σχέδιο δημιουργίας ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο
πρότυπο της NAFTA μεταξύ των ΗΠΑ και των κρατών της Λατινικής Αμερικής».
Επιπλέον, σαν να θέλει να απαντήσει ειδικά στα διάφορα σενάρια που κάνουν
λόγο για στρατηγική αντίθεση Ουάσιγκτων-Βερολίνου, που δήθεν εκτυλίσσεται με
πρώτο επεισόδιο την κρίση στην Ευρωζώνη, ο Γκλάστρις τονίζει ότι «είναι ένα
σχέδιο που επιθυμούν και οι ΗΠΑ και η Γερμανία, θα αποτελέσει μοναδική ευκαιρία
για την αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά ασφαλώς προϋποθέτει μια
σταθερή Ευρώπη που έχει αφήσει πίσω της την κρίση χρέους», αναφερόμενος πάλι,
εμμέσως πλην σαφώς, στην ανάγκη η Γερμανία να προχωρήσει σε διαγραφή χρέους
προς τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Ακόμη
πιο διαφωτιστικό είναι το άρθρο του διακεκριμένου αρθρογράφου της Washington
Post David Ignatius, που αναδημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα στην «Καθημερινή», στο
ίδιο μήκος κύματος με τις απόψεις που εξέφρασε ο Γκλάστρις. Ο τίτλος … τα λέει
όλα: «Το όραμα ενός
οικονομικού ΝΑΤΟ» ! Ο Ignatius αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε μία πρόσφατη ομιλία
της Χίλλαρυ Κλίντον στο Ινστιτούτο Brookings στις 29 Νοεμβρίου, όπου η Υπουργός
Εξωτερικών των ΗΠΑ τόνισε: «Συζητούμε την έναρξη πιθανών
διαπραγματεύσεων με την Ε. Ε. για την υπογραφή γενικής συμφωνίας, που θα
ενισχύσει το εμπόριο και την ανάπτυξη και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Τα
προσκόμματα στο εμπόριο και την πρόσβαση στις αγορές πρέπει να αρθούν άμεσα». Μάλιστα,
ο Ignatius μας πληροφορεί ότι κοινή επιτροπή Αμερικανών και Ευρωπαίων
αξιωματούχων εργάζεται ήδη με στόχο την εκπόνηση έκθεσης για μια περιεκτική
συμφωνία που θα καλύπτει το εμπόριο αγαθών, υπηρεσιών, τις επενδύσεις και την
αγροτική παραγωγή, που θα οικοδομήσει το νέο «οικονομικό ΝΑΤΟ» που οραματίζεται
η νυν επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ.
Η
συμφωνία αυτή, ένα «διατλαντικό σύμφωνο ελεύθερου εμπορίου» ή … TAFTA, όπως την
ονομάζει ο Ignatius, έχοντας και αυτός κατά νου το πρότυπο της NAFTA, αποτελεί
κατά τους αμερικανικούς κύκλους που αυτός εκφράζει, τη μόνη συνολική απάντηση
στην «συνταγή λιτότητας» που προωθούν Γερμανοί συντηρητικοί (και ορισμένοι
Αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι) , την οποία μάλιστα θεωρεί ρητά «καταδικασμένη σε
αποτυχία». Στο άρθρο, ωστόσο, καθίσταται φανερό ότι η γερμανική πλευρά είναι
θετική στην αμερικανική παρέμβαση και στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με την
Ουάσιγκτων μετά την επανεκλογή Ομπάμα.
Όλα
τα παραπάνω θα πρέπει να μάς οδηγήσουν σε μία σειρά από χρήσιμα συμπεράσματα: Ο
ευρωατλαντικός χώρος, αυτό που γεωστρατηγικά ονομάζουμε «Δύση» συνεχίζει να
αποτελεί καίριο συμφέρον για τις ΗΠΑ, ενώ και η Γερμανία έχει τελεσίδικα
αποκηρύξει κάθε ιδέα «ιδιαίτερου δρόμου» (Sondereweg) που θα την έφερνε σε
διαμάχη με τον Αγγλοσαξωνικό παράγοντα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένει μία
πολύτιμη επένδυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, όσο κι αν στην Ελλάδα των «ευρωπαϊστικών» ονειρώξεων θέλουμε να ξεχνάμε
πως η τότε Ε.Ο.Κ. ήταν το τελευταίο και πιο επιτυχές σχέδιο των ΗΠΑ για
ανάσχεση της σοβιετικής απειλής από το 1945 κι όχι μία αυτόνομη και μονομερής
προσπάθεια δήθεν ενοποίησης και χειραφέτησης των ευρωπαϊκών κρατών από όλον τον
υπόλοιπο κόσμο. Επίσης, ούτε τότε, αλλά ούτε και σήμερα, οι ΗΠΑ – για μία σειρά
από γεωπολιτικούς, αλλά και οικονομικούς λόγους - θα επιθυμούσαν μία Ευρώπη
απορροφημένη σε διαμάχες ανάμεσα στα έθνη-κράτη που την απαρτίζουν.
Και
η Ουάσιγκτων επιθυμεί μία Ευρωπαϊκή Ένωση που θα προχωρεί σε όλο και πιο μεγάλη
ολοκλήρωση, χωρίς να απομακρύνεται από τις ΗΠΑ. Αλλά και το Βερολίνο επιδιώκει
να είναι, στη Γηραιά Ήπειρο, ο «προνομιούχος συνομιλητής» της παγκόσμιας
υπερδύναμης, ειδικά τώρα που η τελευταία δείχνει να προχωρεί σε οικονομία δυνάμεων.
Τακτικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε συμμάχους πάντα υπάρχουν. Όταν, όμως, οι
εκτός συμμαχίας παραμένουν πιο επικίνδυνοι από τους εντός, τότε η συμμαχία
βαθαίνει και διευρύνεται. Και το ΝΑΤΟ, η Βορειοατλαντική Συμμαχία, είναι το
«περιβάλλον ασφαλείας» στο οποίο πάνω στο οποίο μπόρεσε να οικοδομηθεί η ευρωπαϊκή
ενοποίηση μεταπολεμικά.
Και
η παρέμβαση των ΗΠΑ στον Νότο της Ε.Ε., που προαναγγέλλει ο Γκλάστρις; Αυτή, σε
περίπτωση που πραγματοποιηθεί, αφ’ ενός θα σημάνει και μία αλλαγή προς ένα
«φθηνότερο» ευρώ (για να διευκολύνει και την TAFTA) και, αφ’ ετέρου, δεν θα
σημάνει εξάλειψη της γερμανικής οικονομικής παρουσίας στις χώρες αυτές.
Αντίθετα, θα γίνει η αφορμή για περαιτέρω ενίσχυση της «οικονομικής διακυβέρνησης»
στην Ευρωζώνη, όπου το Βερολίνο θα συνεχίσει να έχει τον πρώτο λόγο - με την
Ουάσιγκτων – τον ευρωατλαντικό «πρώτο μεταξύ (όχι και τόσο) ίσων» - πλέον, σε
πιο στενή συνεργασία μαζί του. Ωστόσο, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη και η
ενίσχυση της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων» σε πολιτικό επίπεδο, μετά και τη
συμφωνία του Ολάντ σε κάτι τέτοιο, παρά την ως τώρα σθεναρή γαλλική αντίθεση σε
τέτοια σχέδια.
Όσο
για την Ελλάδα; Δε θα σχολιάσουμε ότι κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να εμφανιστούν
«δικαιωμένοι» ή «προφήτες» - χωρίς να λογοδοτούν για τους εγκληματικούς
χειρισμούς τους πριν λίγα χρόνια, που οδήγησαν την Ελλάδα να γίνει «Ιφιγένεια»
της Ευρωκρίσης. Αν επαληθευθούν τα όσα αναφέραμε παραπάνω, πιο πολύ θα
υπογραμμίσουμε το ότι η αδυναμία της πολιτικής μας ελίτ να διαπραγματευθεί
αξιοπρεπώς και να διατυπώσει δημιουργικές αντιπροτάσεις στους δανειστές μας και
την τρόικα, απειλεί να μας παραδώσει διαλυμένους στην αμερικανική ελεημοσύνη …