Πίσω από την μεγάλη κινητικότητα της κυβέρνησης Ερντογάν στο
Κουρδικό θα πρέπει να διαγνώσουμε μία μεγάλη γεωπολιτική αγωνία της Τουρκίας, η
οποία έχει και ενεργειακές πτυχές τόσο στον άμεσο όσο και στον
μεσομακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Ιδιαίτερα διαφωτιστική και για το ζήτημα
αυτό ήταν η χθεσινή απογευματινή εκδήλωση του ΙΕΝΕ με θέμα «Η Αραβική Άνοιξη,
οι Επιπτώσεις στην Αγορά Πετρελαίου και ο Ρόλος των Κοιτασμάτων της Ανατ.
Μεσογείου», όπου οι παριστάμενοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν, ανάμεσα στους
άλλους – πολύ καλούς – ομιλητές και τον Δρ. Ιωάννη Μάζη, Καθηγητή Οικονομικής
Γεωγραφίας – Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο καθηγητής Μάζης, εκτός από τη γενικότερη κατάσταση που
επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή μετά την “Αραβική Άνοιξη” (η οποία, στην
πραγματικότητα, αποτελεί εν εξελίξει “Ισλαμιστικό Χειμώνα”, όπως προσφυέστατα
υπογράμμισε), περιέγραψε και τις εξελίξεις που διαδραματίζονται στο Κουρδικό
και λόγω του εμφυλίου στη Συρία. Οι Κούρδοι της Συρίας, μετά την αμαχητί
απόσυρση των δυνάμεων του καθεστώτος Άσαντ από τις περιοχές τους, βρέθηκαν, από
πολίτες β΄ κατηγορίας, κύριοι μίας de facto αυτόνομης περιοχής, όπου, μάλιστα,
παρενέβησαν οι Κούρδοι του Β. Ιράκ με 30.000 μαχητές. Μεγάλο μέρος της περιοχής
αυτής βρίσκεται παράλληλα με τα συροτουρκικά σύνορα, πράγμα που δημιουργεί
πρόβλημα στις προθέσεις της Τουρκίας για χερσαία επέμβαση στη Συρία.
Η περιοχή αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μία δίοδο για τα
πετρέλαια του αυτόνομου κρατιδίου των Κούρδων στο Β. Ιράκ προς τη Μεσόγειο,
μειώνοντας την γεωπολιτική αξία της Τουρκίας. Μάλιστα, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν
και το κουρδικό στοιχείο στην ίδια την Τουρκία, το οποίο διεκδικεί πλέον
ισότιμα τα δικαιώματά του, είναι εύλογο να κατανοήσουμε πως η γεωπολιτική
αγωνία της Άγκυρας κρύβει πανικό μπροστά και σε ένα πιθανό ενδεχόμενο
διάσπασης. Ήταν καίρια η επισήμανση του έγκριτου καθηγητή ότι, μπροστά στα
μάτια της Άγκυρας, ανοίγεται το απειλητικό φάσμα ενός κουρδικού état tampon, με
τις ευλογίες της Αμερικής και του Ισραήλ, που θα ελέγχει τα ύδατα και τους υδρογονάνθρακες
της περιοχής, ενώ θα αποτελεί φιλοδυτική “σφήνα” ανάμεσα σε εχθρικά (κυρίως
αραβικά) κράτη. Αυτό το ενδεχόμενο πασχίζει να αποτρέψει ο Ερντογάν με τις
συμφωνίες με τον Οτσαλάν, αλλά και με τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ - και δεν είναι βέβαιο κατά πόσον θα πετύχει
να βγουν αλώβητα η τουρκική εθνική κυριαρχία εδαφικά, ή ο μονοεθνικός
χαρακτήρας της ίδιας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Υπάρχει, ωστόσο, πιστεύουμε, κι ένας άλλος λόγος ενεργειακής
φύσεως πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες συνδιαλλαγής με τους Κούρδους, όχι
τόσο άμεσα ορατός. Αυτή την περίοδο το Ιράν και η Δύση επιχειρούν να
εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, με επίκεντρο το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Αν κάτι τέτοιο επιτευχθεί, η Άγκυρα χάνει μέρος της γεωπολιτικής της αξίας, ως “παράθυρο” του Ιράν προς τον έξω κόσμο.
Έτι δε πλέον, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει την αξία της ως “χώρα διέλευσης”,
καθώς, αντί να περιμένουμε το αζερικό αέριο μέσω ΤΑΝΑΡ και Nabucco, το Ιράν θα
μπορεί να τροφοδοτεί τη Δύση με δικό του πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που μέσα
από τις αυτονομημένες κουρδικές περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, θα διοχετεύονται από τα συριακά λιμάνια της
Μεσογείου προς την Ευρώπη. Και η Άγκυρα γνωρίζει πως τέτοια πρότζεκτ υπάρχουν
εδώ και καιρό στα χαρτιά …