Τα μηνύματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι θετικά,
αλλά είναι και πολύ συγκεκριμένα. Και είναι κατά βάσιν μηνύματα πολιτικά. Κάτι
που δυστυχώς, μάς είναι πλέον πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε, αφού στην ευρωπαϊκή
παράκρουση την οποία βιώνουμε έχουμε βάλει στην πρωτοκαθεδρία μια πολύ στενή
θεώρηση της οικονομίας και πιστεύουμε ότι αυτή καθορίζει και την πολιτική.
Παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο προηγούμενος που το επίστευε αυτό -και μάλιστα
ιδεολογικώς επενδεδυμένο με μία δόση μαρξισμού- ήταν η Σοβιετική Ένωσις την
οποία είδαμε πώς κατέληξε!
Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις ΗΠΑ να λύσουν τα
οικονομικά μας προβλήματα. Ούτε μπορούμε να περιμένουμε επενδύσεις όσο στην
χώρα μας επικρατεί το σημερινό καθεστώς της υπερφορολογήσεως, της
γραφειοκρατίας και των αριστερών ιδεοληψιών. Εάν κάποια στιγμή αντιληφθούμε ότι
πρέπει να απαλλαγούμε από αυτά τα σύνδρομα, θα έχουμε μόνοι μας σώσει την
οικονομία και οι ξένες επενδύσεις θα είναι απλώς ένα αυτονόητο επακόλουθο.
Για να φθάσουμε όμως στο σημείο αυτό, θα πρέπει να
κατανοήσουμε ότι η πολιτική είναι αυτή που καθορίζει την οικονομία και όχι το
αντίθετο. Και πρέπει την πραγματικότητα αυτή να την συνειδητοποιήση ολόκληρη η
Ευρώπη η οποία επιμένει σε μιαν αναχρονιστική όσο και κοντόφθαλμη αντίληψη που
προσπαθεί να δώση υπόσταση κρατικών λειτουργιών σε κάτι που νομοτελειακά δεν
μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συνεργασία κρατών.
Το οφθαλμοφανές αποτέλεσμα είναι ότι ενώ στην ΕΕ έχουμε
καθιερώσει από τις αρχές του 21ου αιώνος κοινές δομές για εξωτερική και
αμυντική πολιτική, αυτήν την ασκούμε στις εσχατιές του πλανήτη και αποφεύγουμε
συστηματικώς να αναλάβουμε σχετικές πρωτοβουλίες στην περιοχή που μας αφορά
αμέσως. Δηλαδή στην Μεσόγειο. Η οποία δύο χρόνια τώρα πλήττεται από θερμές
εστίες ασταθείας, που απειλούν ολόκληρη την περιφέρεια.
Με την αδιαφορία της για την κατάσταση αυτή, η Ευρώπη
αποδεικνύει την αδυναμία της να αναδειχθή σε πολιτική οντότητα. Ίσως την στάση
αυτή να διαμορφώνη και το γεγονός ότι η κυρίαρχος δύναμις (η ατμομηχανή όπως
την ονομάζουν ορισμένοι) είναι μια χώρα ηπειρωτική που στερείται της ευρύτητος
και του οράματος που στην ιστορία της ανθρωπότητος, μόνον ναυτικές δυνάμεις
έχουν επιδείξει. Το χειρότερο όμως είναι ότι η ευρωπαϊκή ψευδαίσθησις έχει
απονευρώσει και άλλα κράτη-μέλη της, τα οποία εμφανίζονται διστακτικά να
σχεδιάσουν μιαν εθνική πολιτική.
Θεωρείται νόμος της φύσεως ότι όπου υπάρχουν κενά έρχεται
κάτι άλλο να τα καλύψη. Έτσι και το γεωπολιτικό κενό που έχει αφήσει η Ευρώπη
στην Μεσόγειο αποτελεί μιαν` ανισορροπία που σύντομα θα οδηγήση σε
ανακατατάξεις. Είναι λοιπόν εκ των ων ουκ άνευ για την Ελλάδα να έχη σημαντικό
ρόλο στην διαμόρφωση αυτών των ανακατατάξεων. Και εδώ το ερώτημα δεν πρέπει να
είναι «τι επιτρέπουν τα οικονομικά μας να κάνουμε;». Πρέπει να είναι «τι μας
επιβάλλουν οι συνθήκες να κάνουμε».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραμένουν μια παγκόσμιος δύναμις,
όσο και αν ο ρόλος αυτός φαίνεται να τις έχει «κουράσει». Τα τελευταία χρόνια,
έχουν δώσει πολλές φορές στην Ευρώπη την ευκαιρία να αναλάβη τις ευθύνες της
αναφορικά με την σταθερότητα των περιοχών που την περιβάλλουν. Και η Ευρώπη
απλώς προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει! Ή ακόμη χειρότερα, επικαλείται τα
προβλήματα της οικονομίας για να απεμπολή τις ευθύνες της.
Μας δίδεται τώρα η ευκαιρία, αυτά που δεν έχει κάνει η
Ευρώπη να τα αναλάβουμε εμείς. Άλλωστε η κατάστασις στην Μεσόγειο πρωτίστως
αφορά στην Ελλάδα. Οπότε δεν ευσταθούν δικαιολογίες εφησυχασμού. Πρέπει όμως να
επιδείξουμε υπευθυνότητα και αποφασιστικότητα και, να δείξουμε στην παγκόσμια
κοινότητα ότι είμαστε πρόθυμοι να αναλάβουμε τον ρόλο μας σε συνεργασία με τις
άλλες νησίδες σταθερότητος στην περιοχή.
Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα των προσφάτων
ελληνο-αμερικανικών επαφών κορυφής στην Ουάσιγκτων. Οι στόχοι είναι
μακροπρόθεσμοι. Και είναι στόχοι πολιτικοί. Είναι όμως πολύ πιο σημαντικοί από
τους εξ αντικειμένου βραχυπροθέσμους στόχους μια οικονομίας. Γι’ αυτό ήταν
σημαντικές οι επαφές του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.
(από την εφημερίδα "Εστία")