Μπορεί ο τίτλος του άρθρου να ηχεί παράξενα αφού το Ιράν ως
χώρα και ως πολίτευμα, δηλ. η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, είναι διεθνώς
αναγνωρισμένη και συμμετέχει σε ισότιμη βάση με τ’ άλλα κράτη στα Ηνωμένα Έθνη.
Όμως τα τελευταία χρόνια λόγω μιας σειράς περιοριστικών μέτρων και κυρώσεων με
πρωτοβουλία των ΗΠΑ, και κατ’ ακολουθία από την Ε.Ε., με αφορμή το πυρηνικό του
πρόγραμμα, το Ιράν έχει σταδιακά απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο, και κυρίως από
την Δύση. Η δε απομόνωση του Ιράν τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει επιβληθεί
μεθοδικά και προοδευτικά με άμεσο στόχο την κατάρρευση της οικονομίας και με
απώτερο σκοπό την ανατροπή του ίδιου του θεοκρατικού καθεστώτος.
Στο επίκεντρο των επιβληθεισών κυρώσεων από ΗΠΑ και Ε.Ε. είναι το πυρηνικό πρόγραμμα
το οποίο αφορά την πλήρη ανάπτυξη και εγχώριο έλεγχο του πυρηνικού κύκλου, αφού
το Ιράν πέρα από τα τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων που ελέγχει, διαθέτει
και εκτενή κοιτάσματα ουρανίου. Σύμφωνα με την Ιρανική κυβέρνηση στόχος του
προγράμματος είναι η ειρηνική αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας τόσο για
ηλεκτροπαραγωγή όσο και για εφαρμογές στην ιατρική (δηλ. ισότοπα). Το Ιράν ήδη
διαθέτει ένα μεγάλο σταθμό παραγωγής ηλεκτρισμού ισχύος 1,000
MW στο
Busheer, και έχει σχέδια για την δημιουργία ενός
δικτύου δέκα τέτοιων
σταθμών σε διαφορετικές τοποθεσίες επιθυμώντας
να μειώσει την χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή ώστε αυτό να μπορεί να διατεθεί στην βιομηχανία αλλά και
για εξαγωγές. Τόσο η Ουάσινγκτον όσο και τα πυρηνικά ευρωπαϊκά κράτη
υποστηρίζουν, και όχι χωρίς ισχυρές ενδείξεις, ότι ο ουσιαστικός στόχος της
Τεχεράνης είναι η παραγωγή πυρηνικού οπλοστασίου, κάτι που θα συμβάλλει στην
ισχυροποίηση του καθεστώτος και αφετέρου θα οδηγήσει σε μια περιφερειακή κούρσα
εξοπλισμών, με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιφερειακή ασφάλεια. Σε κατ’
ιδίαν συζητήσεις Ιρανοί αξιωματούχοι δεν αρνούνται την οπλική διάσταση του
πυρηνικού προγράμματος υποστηρίζοντας όμως ότι όλες σχεδόν οι πέριξ χώρες, δηλ.
Ισραήλ, Ρωσία, Πακιστάν και Ινδία διαθέτουν πυρηνικά όπλα και άρα η κατοχή τους
από την Τεχεράνη είναι δικαιολογημένη από άποψη αποτρεπτικής ισχύος και άρα
συμβάλλει στην επίτευξη πυρηνικής ισορροπίας στην περιοχή.
Όμως οι επιβληθείσες από την Δύση κυρώσεις έχουν πλέον
οδηγήσει την Ιρανική οικονομία στην καταστροφή αφού η παραγωγή πετρελαίου, και
κατά συνέπεια οι εξαγωγές, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, η δε Τεχεράνη έχει
απομονωθεί από το διεθνές σύστημα συναλλαγών
SWIFT, με αποτέλεσμα τα περιορισμένα έσοδα από τις πωλήσεις
πετρελαίου, βασικών εξαγωγικών προϊόντων το Ιράν, να μην μπορούν να
διοχετευθούν στην εσωτερική αγορά. Το οικονομικό πλήγμα για το Ιράν συνέπεια
των Δυτικών κυρώσεων μέχρι στιγμής είναι βαρύτατο με την συνολική πετρελαϊκή
του παραγωγή να έχει μειωθεί από τα 3,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα (
bpd)
στα 2,6
bpd
και τις εξαγωγές να έχουν συρρικνωθεί
στα 700,000 βαρέλια το 2013 την ημέρα (
bpd) από 2,2 εκατ. βαρέλια το 2011. Το
αρνητικό αντίκτυπο για την οικονομία είναι δυσβάστακτο, αφού το Ιρανικό κράτος έχει
απώλεια εσόδων $4,0 με $8,0 δις δολάρια
τον μήνα. Έτσι σύμφωνα με πλέον πρόσφατες πληροφορίες το 2012 τα έσοδα
το Ιράν από πετρελαϊκές εξαγωγές ήσαν μειωμένα κατά $30 δις δολάρια σε σύγκριση
με το 2011 όπου οι εξαγωγές έφθασαν τα $95,0 δις δολάρια.
Η απώλεια των πετρελαϊκών εσόδων, ποσό που αντιστοιχεί στο ½
του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με την αποκοπή της χώρας από το
διεθνές τραπεζικό σύστημα οδήγησε σε ταχεία υποτίμηση το Ιρανικό ρεάλ κατά 2/3
έναντι του δολαρίου, ενώ ο πληθωρισμός εκάλπασε στο 40% με τις τιμές των
τροφίμων και ζωοτροφών να εκτοξεύονται στα ύψη. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω το ΑΕΠ του
Ιράν οδηγείται (όπως αυτό της Ελλάδας) σε ταχεία συρρίκνωση της τάξης του 2,0% το 2013 έχοντας ήδη μειωθεί κατά
1,3% το 2012.
Με την οικονομία σε ελεύθερη πτώση και υπό την αφόρητο πίεση
των σκληρών αντιποίνων και μετά την εκλογή, τον περασμένο Ιούνιο, του νέου
προέδρου του Ιράν, του μετριοπαθούς Χασάν Ρουχανί, η Τεχεράνη φαίνεται ότι έχει
αποφασίσει να επιδείξει μια διαλλακτικότητα έναντι της Δύσης
διαπραγματευόμενη ορισμένες κρίσιμες πτυχές του πυρηνικού της προγράμματος. Οι
Ιρανικές προτάσεις επικεντρώνονται στην τροποποίηση του πυρηνικού προγράμματος, το οποίο σημειωτέον δεν διαπραγματεύονται, έτσι ώστε να περιορισθεί η
παραγωγή σχάσιμου ουρανίου που θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί για
την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Εν όψει του νέου γύρου συνομιλιών, του 3ου κατά
σειρά μεταξύ Ιράν και της Ομάδας Επαφής των έξι που ξεκινούν σήμερα στην
Γενεύη, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μιας ευρύτερης
διαπραγμάτευσης που στόχο έχει την επάνοδο του Ιράν ως ενεργό μέλος της
Διεθνούς Κοινότητας και την πλήρη
αποκατάσταση των σχέσεων με την Δύση. Μια πιθανή ομαλοποίηση των σχέσεων ΗΠΑ με
το Ιράν θα έχει πολύ θετικό αντίκτυπο τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο
για το ίδιο το Ιράν, αλλά και τις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα για την Ευρώπη που παρά το
πετρελαϊκό embargo εξακολουθεί ν’ αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της
χώρας. Η σημασία του Ιράν για τη Ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία είναι
προφανής αφού διαθέτει τα τέταρτα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως
και τα μεγαλύτερα, σε απόλυτα νούμερα κοιτάσματα φ. αερίου (33,6 τρις κυβικά
μέτρα) που αντιστοιχούν στο 18% των παγκόσμιων αποθεμάτων. Έπονται αυτά της
Ρωσίας (32,9 τ.κ.μ), του Κατάρ (25,1 τ.κ.μ) και του Τουρκμενιστάν (17,5 τ.κ.μ).
Όμως η προοπτική επανένταξης του Ιράν στον Δυτικό άξονα δεν
βρίσκει σύμφωνες, χώρες όπως το Ισραήλ και την Γαλλία ενώ ένα σημαντικό τμήμα
του Αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου αντιτίθεται σφόδρα σε κάθε είδους
διαπραγμάτευση με την Τεχεράνη. Ειδικά το Ισραήλ, μέσω του πρωθυπουργού του
Μπενιαμίν Νετανιάχου και άλλων προβεβλημένων ανώτερων στελεχών του δεν έχει παύσει
ούτε μια ημέρα ν’ απειλεί με μονομερή στρατιωτική δράση την Τεχεράνη,
δηλώνοντας ότι είναι έτοιμο να προχωρήσει σε εκτεταμένους βομβαρδισμούς κατά
συγκεκριμένων πυρηνικών στόχων. Έτσι το Ισραήλ, δρώντας ουσιαστικά μέσω της
Γαλλίας, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις του 2ου Γύρου στην Γενεύη σε
αδιέξοδο, με το Παρίσι να επιμένει στην παροχή απτών εγγυήσεων όσον αφορά την
μείωση της ποσότητας επεξεργασμένου ουρανίου που διαθέτει σήμερα το Ιράν. Κάτι
που όπως φαίνεται η κυβέρνηση Ρουχανί δεν ήτο έτοιμη να δεχθεί τουλάχιστον ως
βασική διαπραγματευτική θέση. Μένει να δούμε πως θα εξελιχθούν οι
συνομιλίες σήμερα και αύριο στη Γενεύη και εάν θα βρεθεί συμβιβαστική φόρμουλα
που θα είναι αποδεκτή από το Ισραήλ.
Όμως εκτός του Ισραήλ, την επάνοδο του Ιράν στις διεθνείς
αγορές δεν επιθυμούν και τα περισσότερα γειτονικά με αυτό κράτη. Οι Σουνιτικές
χώρες του Περσικού Κόλπου, με προεξέχουσα την Σ. Αραβία, φοβούνται μια
χειραφέτηση του Ιράν και την ένταξη του στην Δυτική Συμμαχία καθότι αργά ή
γρήγορα θα αποτελέσει, όπως στο παρελθόν
επί Σάχη, τον ισχυρό παίκτη σε περιφερειακό επίπεδο παραγκωνίζοντας το
Σουνιτικό στοιχείο. Για αυτό μέσα στους επόμενους μήνες θα ενταθούν οι κάθε
είδους αντιδράσεις συμπεριλαμβανόμενου και του αντάρτικού της Αλ Κάιντα στο
Ιράκ, την Συρία, τον Λίβανο και γενικά σ’ όλες της περιοχές που υπάρχει Σιιτικές μειονότητες. Μια πρώτη
γεύση αυτού ελάβαμε ήδη χθες μέσω της βομβιστικής επίθεσης κατά της Ιρανικής
πρεσβείας στην Βυρηττό.