Η περαιτέρω ανάπτυξη ΑΠΕ, που εξυπηρετεί έναν από τους
στόχους του ενεργειακού Οδικού Χάρτη 2050 για τη μείωση των εκπομπών
CO2, συναρτάται άμεσα με την προώθηση νέων
συστημάτων αποθήκευσης. Χωρίς αυτά τα συστήματα η μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ θα
αποδειχθεί εξαιρετικά κοστοβόρα.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της παρουσίασης του καθηγητή
του Πολυτεχνείου Παντελή Κάπρου, που ανέλυσε το ρόλο της αποθήκευσης ενέργειας,
στο πλαίσιο του σχεδιαζόμενου μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού και του εθνικού
ενεργειακού συστήματος, με ορίζοντα το 2050, στην ημερίδα του Εργαστηρίου
Υδροδυναμικών Μηχανών του ΕΜΠ.
Με βάση τον ενεργειακό Οδικό Χάρτη της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, υπάρχει στόχος για τη μείωση
των εκπομπών κατά 80% το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Για την
εξυπηρέτηση αυτού του στόχου αναπτύσσονται διάφορα σενάρια στον Οδικό Χάρτη,
ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται μια ιδιαίτερα μεγάλη ανάπτυξη των ΑΠΕ, που
μπορεί να φθάσει στο 100% της παραγόμενης ενέργειας.
Ο κ. Κάπρος επισήμανε ότι για να επιτευχθεί μεγάλη παραγωγή
ενέργειας από ΑΠΕ θα πρέπει να εξασφαλισθεί παράλληλα η αποθήκευση αυτής της
ενέργειας, δεδομένης της περιορισμένης τροφοδότησης της, εξαιτίας της μορφής
της (άνεμος, ήλιος). Χωρίς συστήματα αποθήκευσης, κατά τον ίδιο, η ανάπτυξη
παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ σε επίπεδα πάνω από το 90% συνεπάγεται πολύ μεγάλο κόστος.
Σήμερα αναπτύσσονται σε όλη την Ευρώπη διάφορες τεχνολογίες
αποθήκευσης ενέργειας που έχουν βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Στη
δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται οι τεχνολογίες υδρογόνου, τις οποίες
παρουσίασε ο κ. Κάπρος, υποστηρίζοντας ότι τα προηγμένα συστήματα αποθήκευσης
με βάση το υδρογόνο είναι απολύτως απαραίτητα για την πολύ υψηλή διείσδυση των
ΑΠΕ σε επίπεδα πάνω από το 80%. Για τα συστήματα αντλησιοταμίευση ο ίδιος
εξέφρασε την άποψη ότι το δυναμικό είναι περιορισμένο και μη επαρκές για να
υποστηρίξει τις ΑΠΕ σε πολύ μεγάλη κλίμακα.
Η Γερμανία είναι η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. η οποία χρησιμοποίησε
τις τεχνολογίες υδρογόνου για τη δημιουργία σταθμού αποθήκευσης ενέργειας, το
οποίο λειτουργεί από φέτος σε πειραματικό στάδιο. Την επένδυση υλοποίησε η
Ε.ΟΝ. Παράλληλα, σχεδόν το σύνολο των μεγάλων ηλεκτρικών εταιριών της Ευρώπης
έχουν συστήσει κονσόρτσιουμ, το οποίο ανέλαβε να διερευνήσει αυτού του είδους
τις επενδύσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα.