Προβληματισμό δημιουργεί το υψηλό κόστος για
έρευνες υδρογονανθράκων που
αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες από τις μεγάλες διεθνείς
εταιρείες πετρελαίου, γνωστές ως ΙΟ
C’, γεγονός που εμποδίζει πλέον την επέκταση των
δραστηριοτήτων τους σε νέες περιοχές, γνωστές
ως
new
frontiers (νέα σύνορα).
Τέτοιες περιοχές καλύπτουν την Ανατολική Αφρική,
συμπεριλαμβανομένων και των εμπόλεμων Σομαλίας και Νοτίου Σουδάν, την
Τανζανία, ορισμένων χωρών της Δυτικής Αφρικής, τη Βραζιλία και τελευταία την
Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη ως νέα και πολλά υποσχόμενη περιοχή θεωρείται όλη
σχεδόν η έκταση της Αρκτικής όπου ως γνωστόν δεν έχει επιλυθεί πλήρως το συνοριακό καθεστώς με τις ΗΠΑ,
Καναδά, Ρωσία, Δανία και Νορβηγία να ευρίσκονται σε διαπραγματεύσεις την τελευταία
δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση αρκετές από τις
IOC’
S
αλλά και κρατικές εταιρείες , στη περίπτωση της
Ρωσίας και Νορβηγίας, έχουν προχωρήσει σε έρευνες οι οποίες στην πράξη
έχουν αποδειχθεί πολυδάπανες και με
αβέβαια μέχρι σήμερα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με οικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν
στις αρχές της εβδομάδος οι τρείς κολοσσοί πετρελαϊκές εταιρείες
Exxon
Mobil,
Shell
και
Chevron, εξόδεψαν μεταξύ τους μόνο για το έτος 2013 για
έρευνες πετρελαίου και την ανάπτυξη νέων
projects, το αστρονομικό ποσό των $120 δισεκατομμυρίων, μέγεθος συγκρίσιμο με το
πρόγραμμα
Apollo
της
NASA το οποίο οδήγησε στην κατάκτηση της Σελήνης. Όμως
οι τεράστιες αυτές επενδύσεις στις οποίες έχουν αναλωθεί οι ανωτέρω εταιρείες
τα τελευταία πέντε χρόνια δεν αντιστοιχούν σε κάποια εντυπωσιακή αύξηση της
παραγωγής τους όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά απεναντίας έχουν συμβάλλει στη
μείωση της κερδοφορίας τους. Σύμφωνα με παράγοντες της διεθνούς αγοράς πετρελαίου στο Λονδίνο,
και οι τρείς εταιρείες πρόκειται σύντομα ν’ ανακοινώσουν σημαντική μείωση της
κερδοφορία τους για το 2013 σε σύγκριση με το 2012. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που
αντιμετωπίζουν οι εταιρείες είναι η αναπάντεχη εκτόξευση του κόστους ανάπτυξης
διαφόρων μεγάλων έργων, γνωστά ως
mega
projects, στα οποία με τον ένα ή άλλο τρόπο
συμμετέχουν και οι τρείς εταιρείες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κοίτασμα
Kashagan
στη Βόρειο Κασπία, στο Καζακστάν, όπου ο
προϋπολογισμός του από ένα αρχικό πλαφόν $10.0 δισεκατομμυρίων έχει τώρα
εκτοξευθεί στα $ 40.0 δισεκατομμύρια και με τον χρονικό ορίζοντα ανάπτυξης του
να έχει φθάσει αισίως τα 12 και κάτι χρόνια, από έναν αρχικό προγραμματισμό 6 ετών. Ανάλογη
περίπτωση αντιμετωπίζουν οι ανωτέρω τρείς εταιρείες στο επίσης φιλόδοξο
project
ανάπτυξης
του τεράστιου κοιτάσματος φυσικού αερίου
Gorgon (δηλ. γοργόνα) η δυναμικότητα του οποίου υπολογίζεται στα 40 δισεκ. κυβ.
μέτρα (
tcf). Στην ανάπτυξη του πεδίου
Gorgon
η
Chevron
συμμετέχει
με ένα ποσοστό 50% και οι
Shell
και
Exxon
Mobil με 25% η κάθε μία, καθ’ ότι καλούνται να επωμιστούν ένα τεράστιο
επενδυτικό προϋπολογισμό που έχει ανέλθει στα $ 54.0 δισεκ., μία αύξηση 54% σε
σύγκριση με τον αρχικό υπολογισθέν κόστος .
Όχι λιγότερο φιλόδοξο είναι το πρωτοποριακό
project
της
Royal
Dutch
Shell
για την κατασκευή της πρώτης
πλωτής μονάδας υγροποίησης φυσικού αερίου (
liquefaction
plant), γνωστό ως
Prelude
το
οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την εκμετάλλευση ενός σχετικά μικρού κοιτάσματος
στην Βόρειο Αυστραλία, το οποίο
ανακαλύφθηκε το 2009. Παρά το γεγονός ότι έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στο
έργο ιδίως μετά την καθέλκυση του κελύφους του πλοίου σε ναυπηγείο στη Νότιο
Κορέα, ακόμη υπολείπεται αρκετή εργασία για την εγκατάσταση πάνω στο σκάφος
μιας ειδικά προσαρμοσμένης μονάδας υγροποίησης φυσικού αερίου με τον συνολικό
προϋπολογισμό μέχρι στιγμής να έχει ξεπεράσει τα $ 10.0 δισεκ.
Οι αναλυτές και οι τράπεζες παρατηρούν έντρομοι ν’
αυξάνονται γεωμετρικά τα επενδυτικά
budgets
των μεγάλων διεθνών εταιρειών πετρελαίου (
IOC’
S) όπου
περιλαμβάνονται εταιρείες όπως η
BP, η
TOTAL, η
ENI , η Conoco, η
REPSOL
κ.α. Όμως παρά την εντυπωσιακή
αύξηση των επενδύσεων δεν υπάρχει αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής τους με
χαρακτηριστικό παράδειγμα την
Shell
όπου μεταξύ
2009 και 2013 οι επενδύσεις της αυξήθηκαν κατά 39% ενώ η παραγωγή μόνο κατά 1%,
ενώ στη περίπτωση της
Chevron
η αύξηση των επενδύσεων ξεπέρασε το 89% ενώ η παραγωγή μειώθηκε κατά 3.0%!.
Ανώτερα διευθυντικά στελέχη των εν λόγω εταιρειών υποστηρίζουν με σειρά
επιχειρημάτων τις πολυδάπανες αυτές επενδύσεις παρατηρώντας ότι απαιτείται
χρόνος για ν’ αρχίσουν ν’ αποδίδουν υπολογίζοντας ότι μέσα στα επόμενα τρία έτη
, δηλ. 2014-2016, θ’ αρχίσουν να έχουν αρκετά βελτιωμένα έσοδα από την αυξημένη
παραγωγή.
Τα τρομερά επενδυτικά ανοίγματα των
IOC’
S
έχουν όμως δυσμενείς επιπτώσεις στις δραστηριότητες των εταιρειών σε άλλες
υποσχόμενες περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος, στην οποία αναφέρονται ολοένα
και με μεγαλύτερη συχνότητα αρκετοί από τους γεωλόγους. Πιο συγκεκριμένα οι
εταιρείες εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικές σε μελλοντικά επενδυτικά σχέδια
στη περιοχή μας με το σκεπτικό ότι είναι πολύ πρώιμο για αυτές να προχωρήσουν
σε μία πλήρη αξιολόγηση προκειμένου ν’ αποφασίσουν εάν θα λάβουν μέρος σ’ ένα
ενδεχόμενο διεθνή γύρο παραχωρήσεων σε υποθαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο, στην
Δυτική Ελλάδα. Ορισμένες από αυτές όπως η
TOTAL
και η
ENI,
που έχουν επενδύσει στα Κυπριακά κοιτάσματα , θεωρούν τελείως παρακινδυνευμένο
να προχωρήσουν σε ερευνητικές δραστηριότητες ταυτόχρονα σε νέα πιθανά
κοιτάσματα στην ίδια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.
‘’Θα περιμένουμε να
αξιολογήσουμε πρώτα τα αποτελέσματα από τις ερευνητικές γεωτρήσεις στη Κύπρο
πριν λάβουμε οποιαδήποτε απόφαση για συμμετοχή
μας σ’ ένα ενδεχόμενο διαγωνισμό στην Ελλάδα,’’μας δήλωσε υψηλά ιστάμενο
στέλεχος της Γαλλικής πετρελαϊκής. Το ίδιο προβληματισμένη εμφανίζεται και η
Shell η οποία ήδη συμμετέχει σε έρευνες στην γειτονική Αλβανία, στελέχη της
οποίας αναμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις για τις παραχωρήσεις του
Open
Door
στη Δυτική Ελλάδα πριν λάβουν οποιαδήποτε απόφαση.
‘’ Για εμάς η υπογραφή συμβάσεων παραχώρησης στο πλαίσιο του
Open
Door , και η επιτυχής
ολοκλήρωση μίας διαδικασίας που ξεκίνησε
πριν δύο ολόκληρα χρόνια, αποτελεί ένα κρίσιμο
test
για το εάν η παρούσα κυβέρνηση
είναι σε θέση ν’ ανταπεξέλθει στις ιδιαίτερες απαιτήσεις ενός πετρελαϊκού
ερευνητικού προγράμματος με τη συμμετοχή των εταιρειών’, μας δήλωσε άλλο,
επίσης υψηλόβαθμο, στέλεχος της
Royal
Dutch
Shell στο Λονδίνο.
Οί ανωτέρω δηλώσεις είναι χαρακτηριστικές του πολύ
συγκρατημένου κλίματος που επικρατεί στους διεθνείς πετρελαϊκούς κύκλους
αναφορικά με τα σχέδια της Ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην προετοιμασία
ενός απαιτητικού διεθνούς γύρου παραχωρήσεων την στιγμή που δεν έχει
ολοκληρωθεί καν η διαδικασία υπογραφής συμβάσεων για τα τρία μάλλον μικρά και
γνωστά κοιτάσματα της Δυτικής Ελλάδας (δηλ. Ιωάννινα, Πατραϊκός, Κατάκολο). Οι
εταιρείες γενικά δεν φαίνεται να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό και την ευφορία
του ΥΠΕΚΑ το οποίο επ’ ευκαιρία της ανακοίνωσης για την ολοκλήρωση ερμηνείας
των σεισμικών δεδομένων από την
PGS θριαμβολογεί, οραματίζεται
θαλάσσια οικόπεδα και προγραμματίζει διεθνή
roadshows
χωρίς
στην ουσία να έχει δημιουργήσει την απαραίτητη υποδομή για να υποστηρίξει ένα
τόσο μεγαλεπήβολο σχέδιο, το ‘’
Greece
Mega
Project’’ όπως έσπευσε να το
ονομάσει. Μάλιστα ο Υπουργός ΥΠΕΚΑ κ. Γιάννης Μανιάτης προχώρησε σε αποστολή
επιστολών και ενημερωτικού υλικού προς τους πρέσβεις αρκετών χωρών προσκαλώντας
τις εταιρείες των χωρών τους να λάβουν
μέρος στο μέλλοντα ν’ ανακοινωθεί
διαγωνισμό.
Όπως έχουμε
σημειώσει και σε παλαιότερα ρεπορτάζ μας το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν
ανακαλύπτονται μέσω της παραγωγής ανακοινώσεων και κινήσεων εντυπωσιασμού όπως
η πρόσκληση για θεσμική συνδρομή που απεύθυνε ο Υπουργός ΠΕΚΑ, ούτε με
καμπάνιες δημοσίων σχέσεων , αλλά μόνο με ουσιαστική έρευνα μέσω μίας κοπιώδους
προπαρασκευαστικής προσπάθειας και ιδίως μέσω της πραγματοποίησης πολυδάπανων ερευνητικών γεωτρήσεων. Το
κόστος των οποίων αναλαμβάνουν εξολοκλήρου
οι εταιρείες οι οποίες και θα πρέπει να πεισθούν για να λάβουν μέρος σ’
ένα τόσο φιλόδοξο και γεμάτο κινδύνους εγχείρημα. Όμως όπως έχει διαμορφωθεί η
όλη κατάσταση με βαρύγδουπες ανακοινώσεις και σχέδια επί χάρτου, οι εταιρείες
δεν φαίνεται να πείθονται εύκολα.