Ενώ η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, υπό την αφόρητη πίεση της Ουάσινγκτον, μετά τη συντριβή του
αεροσκάφους των
Malaysian
Airlines
στην Ουκρανία την περασμένη εβδομάδα, ετοιμάζεται να λάβει σειρά μέτρων με
σκοπό των αποκλεισμό ρωσικών επιχειρήσεων από τις ευρωπαϊκές συναλλαγές καθώς
και τον περιορισμό εξαγωγών εξοπλισμού απαραίτητου για τον ενεργειακό τομέα της
Ρωσίας, η Ρωσική κυβέρνηση ήδη εξετάζει την λήψη αντίμετρων τα οποία
ενδεχομένως να μην ανακοινώσει αλλά να εφαρμόσει άμεσα κατά τους αμέσως
επόμενους μήνες. Η Ρωσική πολιτική ηγεσία φαίνεται ιδιαίτερα ενοχλημένη από την
σκληρή και ενορχηστρωμένη αντίδραση ΗΠΑ-ΕΕ
πριν καν ολοκληρωθούν οι ανακρίσεις για την πτώση του αεροσκάφους, για
την οποία η Δύση χρεώνει τη Ρωσία και τους αντάρτες αυτονομιστές που υποστηρίζει και ενισχύει με κάθε τρόπο.
Να επισημάνουμε
ότι οι νέες κυρώσεις που προετοιμάζεται να ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
έρχονται σε συνέχεια δύο πρώτων κυμάτων που ελήφθησαν τον προηγούμενο Απρίλιο
και Μάιο και αφορούν την απαγόρευση εισόδου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
συγκεκριμένων προσώπων του ευρύτερου κύκλου συνεργατών του προέδρου της Ρωσίας
Βλαντιμίρ Πούτιν. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των
Financial
Times (βλέπε
www.
energia.
gr) οι νέες κυρώσεις, που κρίνονται
ιδιαίτερα σοβαρές, θα περιλαμβάνουν την απαγόρευση στις ρωσικές τράπεζες να
εκδώσουν νέα επενδυτικά προϊόντα σε ευρωπαϊκά νομίσματα- εμποδίζοντας τες να
χρησιμοποιούν το Λονδίνο ή άλλες χρηματιστηριακές αγορές της ΕΕ για τη
συγκέντρωση κεφαλαίων από μη-Ευρωπαίους – αλλά και η απαγόρευση σε όλους τους
Ευρωπαίους να αγοράζουν ομόλογα και μετοχές των τραπεζών της Ρωσίας.
«Το μέτρο θα
προβλέπει την απαγόρευση σε κάθε πρόσωπο της ΕΕ να επενδύει σε χρέος, μετοχές
και παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα με διάρκεια μεγαλύτερη των 90 ημερών, που
έχουν εκδοθεί από κρατικά ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα….οπουδήποτε στον
κόσμο» αναφέρει το υπόμνημα της Κομισιόν.
Και ενώ είναι
ξεκάθαρο πλέον ότι μαίνεται ένας αδυσώπητος και ύπουλος οικονομικός πόλεμος
μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, με πολλά κτυπήματα κάτω από τη μέση, η Ελληνική κυβέρνηση
επέλεξε με τον πλέον αδέξιο τρόπο να απαγορεύσει επίσημα την είσοδο στην χώρα
στα τέλη Ιουνίου της προέδρου της ρωσικής Άνω Βουλής και θεσμικά Νο 3 της
ρωσικής πολιτικής σκηνής, κας Βαλεντίνα Ματβιένκο, η οποία, σημειωτέον, έχει
διατελέσει πρέσβειρα της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα και είναι ιδιαίτερα
γνωστή για τα φιλελληνικά της αισθήματα ενώ έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις με
μεγάλο αριθμό πολιτικών και επιχειρηματιών.
Η εξήγηση που
δόθηκε από το ελληνικό ΥΠΕΞ περί απαγόρευσης της εισόδου στη χώρα της κας
Ματβιένκο ήταν ότι «Η Πρόεδρος της Ρωσικής Άνω Βουλής κα Βαλεντίνα Ματβιένκο
έχει συμπεριληφθεί σε κατάλογο περιοριστικών μέτρων της ΕΕ» και έχει προστεθεί
στον κατάλογο των κυρώσεων «λόγω δημόσιας υποστήριξης στην Άνω Βουλή για την
ανάπτυξη ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία».
Παράγοντες της
αγοράς με άμεση εμπλοκή στις Ελληνορωσικές
εμπορικές σχέσεις στους οποίους το
Energia.
gr
απευθύνθηκε για να σχολιάσουν την όλη κατάσταση, δήλωσαν ότι οι «παραδοσιακοί
δεσμοί με τη Ρωσία αποδεικνύονται «κενό γράμμα» και βέβαια οι ζημιές είναι
τεράστιες για την εθνική οικονομία». Για να συμπληρώσουν, «Μετά το φιάσκο της
αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ, τώρα έρχεται νέο φιάσκο με την αποκρατικοποίηση του
ΟΛΘ και του ΟΣΕ όπου οι Ρωσικοί σιδηρόδρομοι έχουν καταθέσει εξαιρετικά
συμφέρουσα πρόταση».
Σύμφωνα με τους
ανωτέρω παράγοντες θα μπορούσε να είχε δοθεί στη κα Ματβιένκο τουριστική βίζα
και με Ελληνικούς οικονομικούς φορείς να αναλαμβάνουν την πλήρη οργάνωση της
εδώ παραμονής της δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα θετικό περιβάλλον αξιοποιώντας
την παραδοσιακή ελληνική φιλοξενία. Όπως ακριβώς πράττουν Γερμανικοί, Ιταλικοί
και Γαλλικοί φορείς σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Εν τω μεταξύ
πηγή προσκείμενη στην διοίκηση μιας από τις μεγάλες Ρωσικές πετρελαϊκές
εταιρίες, παραδοσιακό προμηθευτή της Ελληνικής αγοράς, μιλώντας στο
Energia.
gr δήλωσε ότι δεν είναι ακόμα γνωστά τα αντίμετρα που
σκοπεύει να λάβει η Ρωσική κυβέρνηση κατά οικονομικών στόχων στη Δύση. Σε κάθε
περίπτωση ο βασικός κορμός των μέτρων αυτών φαίνεται ότι θα έχουν σχέση με το
ενεργειακό τομέα αφού αυτός ευθύνεται για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των
εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκών χωρών. «Από τη μία πλευρά οι
Ρωσικές εταιρίες πετρελαίου και η
Gazprom επιθυμούν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους για
παραδόσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως αυτές προβλέπονται στο πλαίσιο
μακροχρόνιων συμβάσεων, ενώ από την άλλη θα είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν
τις όποιες αποφάσεις της κυβέρνησης», τόνισε η ανωτέρω πηγή.
Αν και η ανωτέρω
πηγή δεν απέκλεισε την απόφαση του
Κρεμλίνου για επιλεκτική μείωση
ποσοτήτων εντός των περιθωρίων που προβλέπουν οι τρέχουσες συμβάσεις, εντούτοις η εκτίμηση είναι ότι το βάρος των αντίμετρων
του Κρεμλίνου θα πέσει στην διαμόρφωση υψηλότερων τιμών για το φυσικό αέριο
αλλά και για αργό και μαζούτ. Οι αναμενόμενες υψηλότερες τιμές Ρωσικών
ενεργειακών πρώτων υλών με τις οποίες θα επιβαρυνθούν εφ’εξής οι παραδόσεις στους Ευρωπαίους πελάτες στις
χώρες μέλη της ΕΕ, εκτιμάται ότι θα πλήξουν κυρίως τον πετρελαϊκό τομέα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό
αναμένεται ότι θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για τον καταναλωτή αφού η
χώρα μας εξαρτάται κατά 70% από εισαγόμενο Ρωσικό πετρέλαιο, ενώ όπως είναι
γνωστό η Ελλάδα είναι από τις πλέον εξαρτημένες πετρελαϊκά χώρες της
Ευρώπης εισάγοντας το 98.8% των
ποσοτήτων αργού και των προϊόντων που καταναλώνει. Η εξάρτηση αυτή έφτασε στο
πρωτόγνωρο αυτό επίπεδο μετά το
Ευρωπαϊκό εμπάργκο εισαγωγών Ιρανικού
πετρελαίου από το Β’ εξάμηνο του 2012 και εντεύθεν αλλά και παράλληλα με τον
τερματισμό όλων των εισαγωγών από τη Λιβύη λόγω της πλήρους κατάρρευσης της
εκεί παραγωγής, τους τελευταίους 18 μήνες.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα
στοιχεία το 2012 η Ελλάδα εισήγαγε 20.95 εκατ. τόνους αργού πετρελαίου και
προϊόντων με τις εισαγωγές από Ρωσικές
εταιρείες να αντιστοιχούν στο 40% των συνολικών εισαγωγών. Όμως το 2013,
οπότε σταμάτησαν τελείως οι παραδόσεις από τη Λιβύη και το Ιράν, το νούμερο
αυτό εκτοξεύθηκε στο 70%, αυξάνοντας υπέρμετρα την εξάρτηση της Ελλάδας από μια
χώρα προμηθευτή. Να θυμίσουμε ότι και για το φυσικό αέριο η χώρα προμηθεύτηκε
2.6 δισεκατ. κυβικά μέτρα το 2013 από τη Ρωσική
Gazprom, με μοναδικό αγοραστή την ΔΕΠΑ, σε ένα σύνολο 3.7 δισεκατ. κυβικών
μέτρων εισαγωγών- Οι υπόλοιπες ποσότητες
προμηθεύτηκαν μέσω
LNG
και από το Αζερμπαϊτζάν/Τουρκία μέσω του Ελληνοτουρκικού αγωγού αερίου. Έτσι
και στην περίπτωση του φυσικού αερίου
παρατηρούμε μια υπέρμετρη εξάρτηση από την Ρωσία που φτάνει σχεδόν το 70%.
Με την Ελλάδα να
εξαρτάται σε τόσο μεγάλο ποσοστό για τον ενεργειακό της εφοδιασμό από μία μόνο
χώρα, εύλογα δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά ως προς τους κυβερνητικούς
χειρισμούς ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους 12 μήνες . Τα ερωτήματα αυτά θα πληθαίνουν καθώς από
τον Σεπτέμβριο και μετά διυλιστήρια και ΔΕΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν σαφώς
υψηλότερες τιμές, υπό μορφή
security
margins,
και σαφώς πιο δύσκολους όρους παράδοσης από αυτούς που ισχύουν σήμερα. Κατόπιν
των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει μια συντονισμένη
ενεργειακή πολιτική και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε
αυτή την περίοδο. Την ανεξήγητα βλακώδη
και προκλητική στάση της κυβέρνησης στην περίπτωση της συμπαθούς κας Βαλεντίνα
Ματβιένκο φαίνεται ότι θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά.