Ερντογάν: Θρίαμβος στο Εσωτερικό - Πολιτική Μεγάλου Ρίσκου στο Εξωτερικό

«Ο λαός πιστεύω ότι είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει σωστά το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της χώρας. Ένας εκλεγμένος πρόεδρος και μια εκλεγμένη κυβέρνηση θα μπορέσουν χέρι-χέρι να οδηγήσουν τη χώρα ως το 2023, 2053 και το 2071», δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τις προεδρικές εκλογές της περασμένης Κυριακής, 10ης Αυγούστου, στις οποίες ανεδείχθη ο πρώτος απευθείας εκλεγείς Πρόεδρος της Τουρκίας. Ο Ερντογάν διακηρύττει την υλοποίηση της ιστορικής ρεβάνς των ισλαμιστών σε κάθε επίπεδο. Το 2023, 100 χρόνια μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Αττατούρκ, στόχος είναι να έχει δημιουργηθεί μία νέα Τουρκία στηριγμένη στην αντικεμαλική φιλοσοφία του κυβερνώντος σήμερα ΑΚΡ. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας πολύ σύντομα θα δρομολογήσει την αλλαγή του Συντάγματος της χώρας, ώστε να μην βασίζεται στο θνήσκον κεμαλικό πρότυπο, αλλά, αντίθετα, να εκφράζει ρητά την ιδεολογία των «ισλαμοδημοκρατών» του ΑΚΡ
energia.gr
Τρι, 12 Αυγούστου 2014 - 14:42

«Ο λαός πιστεύω ότι είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει σωστά το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της χώρας. Ένας εκλεγμένος πρόεδρος και μια εκλεγμένη κυβέρνηση θα μπορέσουν χέρι-χέρι να οδηγήσουν τη χώρα ως το 2023, 2053 και το 2071», δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τις προεδρικές εκλογές της περασμένης Κυριακής, 10ης Αυγούστου, στις οποίες ανεδείχθη ο πρώτος απευθείας εκλεγείς Πρόεδρος της Τουρκίας.

Ο Ερντογάν διακηρύττει την υλοποίηση της ιστορικής ρεβάνς των ισλαμιστών σε κάθε επίπεδο. Το 2023, 100 χρόνια μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Αττατούρκ, στόχος είναι να έχει δημιουργηθεί μία νέα Τουρκία στηριγμένη στην αντικεμαλική φιλοσοφία του κυβερνώντος σήμερα ΑΚΡ. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας πολύ σύντομα θα δρομολογήσει την αλλαγή του Συντάγματος της χώρας, ώστε να μην βασίζεται στο θνήσκον κεμαλικό πρότυπο, αλλά, αντίθετα, να εκφράζει ρητά την ιδεολογία των «ισλαμοδημοκρατών» του ΑΚΡ. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει, μάλιστα, αν ο Ερντογάν, έχοντας εδραιώσει την κυριαρχία του χάρη και στην επικράτησή του από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, παραβλέψει τους ισχύοντες περιορισμούς και θέσει το νέο Σύνταγμα απευθείας σε δημοψήφισμα από τον λαό. Αν και το ποσοστό του δεν υπερέβη κατά πολύ το μισό των ψηφισάντων, η διαίρεση των αντιπάλων του και η αποτυχία όλων των προσπαθειών υπονόμευσής του τον τελευταίο χρόνο έχουν ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του σε βαθμό που να μην τον κάνουν να διστάζει μπροστά σε διχαστικές επιλογές.

Τα ορόσημα του 2053 και 2071 (επέτειος των 600 ετών από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς και των 1000 ετών από την ήττα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη από τον Σελτζούκο ηγεμόνα Αλπ Αρσλάν στο Μάτζικερτ) συνδέονται ευθέως και με την ιστορική δικαίωση της ιδεολογίας του ΑΚΡ σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Οι ισλαμιστές θέλουν να εμφανιστούν συνεχιστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δευτερεύουσα θέση στην κεμαλική ιστορική «αφήγηση», καθώς οι απαρχαιωμένες δομές της, η θεοκρατική υφή της και ο πολυεθνικός της χαρακτήρας θεωρήθηκε πως έφεραν εγγενώς το σπέρμα της διάλυσης και παραλίγο να αποβούν μοιραία για το ίδιο το τουρκικό έθνος - που ο Αττατούρκ [=«πατέρας των Τούρκων»] ανέλαβε όχι απλά να διασώσει, αλλά να … γεννήσει ! Μάλιστα, φιλοδοξία τους είναι να εμπεδώσουν την αντίληψη ότι η δική τους κοσμοθεωρία και όχι ο εκδυτικιστικός «κοσμικός» και «εθνοκρατικός» κεμαλισμός, αποτελούν την αρμόζουσα ιδεολογία για τους Τούρκους και τον ρόλο που επιζητούν από τότε που εμφανίστηκαν στην περιοχή, πριν 950 χρόνια περίπου.

Ο «νέο-οθωμανισμός» των Ερντογάν-Νταβούτογλου θεώρησε ότι η πτώση της δύναμης των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο θα έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να εμφανιστεί ως ένας αυτόνομος παίκτης κι όχι ως ένας περιφερειακός «πράκτορας» των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, που σταδιακά μετά συνθήκη του Μοντραί και μετά το 1945 ευθαρσώς διεκδίκησε ο κεμαλισμός. Βασικός άξονας στην στρατηγική αυτή ανεδείχθη το οθωμανικό παρελθόν ιδίως των χωρών της Μέσης Ανατολής, αλλά και των Βαλκανίων. Οι εμπνευστές της φαντάστηκαν μία Τουρκία η οποία δεν θα είχε ανάγκη την Δύση για να εμπεδώσει την πρωτοκαθεδρία της στην περιοχή, αλλά, αντίθετα, όπως στην περίοδο της οθωμανικής ακμής, θα ήταν αυτή ο απαραίτητος, αλλά και απαιτητικός συνομιλητής της. «Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπούχε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίγον.

Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβόσουνε να τον ειπής Σουλτάνο», λέει ο στρατηγός Μακρυγιάννης περιγράφοντας, με το απλό και καίριο εκείνο ύφος που τόσο γοήτευσε τον Σεφέρη, ποια εποχή τελείωσε και ποια ήταν εκείνη που ξημέρωσε στις οθωμανο-δυτικές σχέσεις με την Ελληνική Επανάσταση, μέχρι και τον οριστικό θάνατο του «μεγάλου ασθενούς» την επαύριον του Α΄ Παγκοσμίου …

Αυτός ήταν και ο  στόχος του «νέο-οθωμανισμού»: να αναδείξει την Τουρκία ως αυτονομημένο παράγοντα στην περιοχή, με τον οποίο η Δύση θα είναι αναγκασμένη να «παζαρέψει», όχι πλέον από θέση ισχύος, αλλά όσο περισσότερο ισότιμα γίνεται. Ωστόσο, η εφαρμογή της «νέο-οθωμανικής» στρατηγικής μετά την έκρηξη της «Αραβικής Άνοιξης» δεν έχει καταφέρει να καταστήσει την Άγκυρα μοναδικό και  αδιαμφισβήτητο «περιφερειακό ηγεμόνα» της περιοχής, έστω ανάμεσα στις μουσουλμανικές χώρες. Βέβαια, η «Αραβική Άνοιξη» έγινε και εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή από τους Ερντογάν - Νταβούτογλου ως «παράθυρο ευκαιρίας» για τη στρατηγική αυτή, καθώς η Τουρκία είναι η μόνη «νησίδα σταθερότητας»  τη στιγμή που τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής παίρνουν τον δρόμο της  «λιβανοποίησης» και «σομαλοποίησης» μετατρεπόμενα σε ερείπια στα οποία βρίσκουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν μια σειρά μη κρατικοί δρώντες: από τα αυτόνομα κουρδικά κρατίδια σε Ιράκ και Συρία μέχρι τους ενόπλους τζιχαντιστές του ISIS(που αυτοαποκαλούνται πλέον «Ισλαμικό Κράτος») και τις αλληλοσπαρασσόμενες φρατρίες στη Λιβύη. Αυτή την «εξαίρεση» σταθερότητας ήλπιζαν και ακόμη ελπίζουν να «παζαρέψουν» με την Δύση, ώστε να καταστεί η Τουρκία όχι πια ένας περιφερειακός «πράκτοράς» της, αλλά ο επικυρίαρχος της περιοχής, σε μία μετα-κρατική αναβίωση της οθωμανικής ακμής, κατά την οποία οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις απευθύνονταν με δέος στον «Γκραν Σινιόρε», όπως αναφέρει χαρακτηριστικότατα στο παραπάνω απόσπασμα ο Μακρυγιάννης. Και πρέπει να πούμε πως η προοπτική αυτή είχε βρει ενθουσιώδεις υποστηρικτές στο Σταίητ Ντηπάρτμεντ, ιδίως την περίοδο της Χίλλαρυ Κλίντον, και, παρά την μετέπειτα αποτυχία της, εξακολουθεί να έχει ερείσματα σε κέντρα λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ.

Οπωσδήποτε, ο Ερντογάν διευκόλυνε με φανερούς - αλλά και υπόγειους (βλ. ISIS σε Ιράκ και Συρία) - τρόπους τη διάλυση πολλών καθεστώτων νασερικού και μπααθικού τύπου στην περιοχή, συμβάλλοντας σημαντικά στην προσπάθεια της Ουάσιγκτων να σαρωθούν τα τελευταία ερείσματα που διατηρεί η Μόσχα στην περιοχή μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου - και, δευτερευόντως, να προκληθούν εστίες έντασης σε μία τόσο κοντινή και σημαντική για την Ε.Ε. περιοχή, ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες που συναλλάσσονταν με τα ανατραπέντα καθεστώτα να επανέλθουν ως νέο-αποικιοκράτες, αλλά «υποτελείς» πλέον του υπερατλαντικού «ηγεμόνα». Ωστόσο, παραμένουν ισχυροί περιφερειακοί ανταγωνιστές, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ενώ, η προϊούσα εξομάλυνση των σχέσεων με την Δύση αναβαθμίζει στην περιοχή και το Ιράν.

Σημαντική εξαίρεση - και αποτυχία - στην έκβαση του σχεδίου αποτέλεσε η Αίγυπτος. Η παρέμβαση του στρατού απέτρεψε όχι μόνο την επικράτηση χάους ανάλογου με αυτό στη Συρία, αλλά και την εξαφάνιση ενός σημαντικού περιφερειακού ανταγωνιστή για την Άγκυρα. Ταυτόχρονα, η επιλογή του Ερντογάν να στηρίξει την ανατροπή Άσαντ τελικά έχει ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση του ρόλου των Κούρδων, με τη δημιουργία και δεύτερου κουρδικού κρατιδίου μετά το Βόρειο Ιράκ. Σήμερα, μάλιστα, με την προέλαση του ISIS βλέπουμε τη συνεργασία των ως τώρα αντιμαχόμενων κουρδικών μερίδων (Συρίας και Ιράκ) και την όλο και πιο φανερή ενίσχυσή τους από τις ΗΠΑ. Φιλοδοξία του Ερντογάν παραμένει να θέσει υπό την «πατρωνία» της Τουρκίας τα κουρδικά κρατίδια, ωστόσο οι ενεργειακοί πόροι (ιδίως στο Ιρακινό Κουρδιστάν), η στήριξή τους από ΗΠΑ και Ισραήλ, αλλά και η μη στρατιωτική παρέμβαση της Άγκυρας στις περιοχές αυτές, δείχνουν πως δεν μπορεί να τους επιβάλει εύκολα σχέσεις εξάρτησης. Αντίθετα, η εν εξελίξει διαδικασία διαλόγου της κυβέρνησής του με τους Κούρδους της Τουρκίας δείχνει πως, με καταλύτη το Συριακό, η «Αραβική Άνοιξη» δεν αποκλείεται, τελικά, να αλλάξει τον ίδιο τον μονοεθνικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους χωρίς αύξηση της εξωτερικής του επιρροής.

Οι σχέσεις με το Ισραήλ, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιεβλήθησαν την μορφή στρατηγικής σχέσης, δοκιμάζονται τα τελευταία χρόνια από την ακραία ρητορική του Ερντογάν ιδίως για το παλαιστινιακό, όπως είδαμε και στην τρέχουσα κρίση στην Γάζα. Αν και οι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα σε Άγκυρα και Τελ Αβίβ παραμένουν ανοικτοί, όπως δείχνουν οι κατά καιρούς ειδήσεις για σχέδια αγωγών ανάμεσα στις δύο χώρες, οι τάσεις προς εξομάλυνση συχνά εναλλάσσονται με εξάρσεις έντασης στις σχέσεις των δύο μερών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Ενέργειας Τανέρ Γιλντίζ: «Αν κάνουμε αγωγό φυσικού αερίου με το Ισραήλ κάτω από αυτές τις συνθήκες, μέσα σε αυτόν δεν θα ρέει φυσικό αέριο αλλά το αίμα των αθώων παιδιών και γυναικών της Γάζας».

Βασική παράμετρος, επίσης, στην στρατηγική του Ερντογάν είναι η σχέση με την Μόσχα, που γίνεται ακόμη πιο καθοριστική καθώς μπροστά στα μάτια μας αναδύεται ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στην Δύση και τη Ρωσία. Στο πλαίσιο, ίσως, της ενεργού αυτονόμησής της, η Άγκυρα πρότεινε στη Μόσχα να χρησιμοποιούνται απευθείας τα εθνικά νομίσματα των δύο χωρών κατά τους αμοιβαίους υπολογισμούς στο πλαίσιο του εξωτερικού εμπορίου, ενώ πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η στροφή της Μόσχας προς την Άγκυρα για εισαγωγές φρούτων μετά το ρωσικό εμπάργκο σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά προϊόντα. Μάλιστα, το ρωσικό RIA-NOVOSTI αναφέρει ότι η Τουρκία τείνει να γίνει προνομιακός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, χάρις στις ρωσικές αντι-κυρώσεις, τονίζοντας πως η Μόσχα, προκειμένου να υποκαταστήσει τις εισαγωγές από χώρες στις οποίες κήρυξε εμπάργκο, θα εισάγει μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων από την Τουρκία.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως μία τέτοια στρατηγική αποτελεί επανάληψη, με νέα μορφή, της ουδετεριστικής στρατηγικής του Κεμάλ κατά τον Μεσοπόλεμο, που βασίστηκε στην προσέγγιση με την Μόσχα ήδη από το 1920. Υπάρχει, ωστόσο, μία καίρια διαφορά: η νεότευκτη τότε ΕΣΣΔ βρισκόταν σε φάση στρατηγικής αναδίπλωσης έχοντας αποκηρύξει την τσαρική ιμπεριαλιστική πολιτική της «καθόδου στις θερμές θάλασσες». Αντίθετα, τα καθεστώτα του Λένιν και του Κεμάλ είχαν κοινό εχθρό τη Δύση και κοινό συμφέρον την μη είσοδο δυτικών πλοίων στα Στενά και τον Εύξεινο Πόντο.

Σήμερα, η Άγκυρα ανήκει στο ΝΑΤΟ και είναι «χωροφύλακας» της διέλευσης πλοίων προς και από την Μαύρη Θάλασσα - ρόλο που ασκεί πλημμελέστατα μετά από την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, γεγονός που προκαλεί δυσαρέσκεια στην Μόσχα ... Εξάλλου, και η στήριξη του Ερντογάν προς τους αντικαθεστωτικούς της Συρίας, χώρας που φιλοξενεί τη μοναδική ρωσική βάση στη Μεσόγειο, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να παραβλεφθεί χάριν κάποιας αύξησης στις διμερείς εμπορικές συναλλαγές.

Και, οπωσδήποτε, αν υπάρχει κάποιο γεωπολιτικό μήνυμα από την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας αυτό δεν είναι άλλο από την επάνοδο της Μόσχας ως ενεργού δρώντος στις θάλασσες που βρέχουν και την Τουρκία, σε αντίθεση με τον αναγκαστικό απομονωτισμό του Λένιν. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως το 1833 η τσαρική Ρωσία, ανάγκασε τον Σουλτάνο, προ των προελαυνόντων Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, να υπογράψει τη Συνθήκη του Hunkiar Iskelesi, με την οποία η Μόσχα μπορούσε να ζητήσει αποκλεισμό των Στενών για πολεμικά πλοία χωρών εκτός Μαύρης Θάλασσας. Ήταν μία από τις λίγες φορές που η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκε υπό την ρωσική «προστασία» και επιρροή - γεγονός που θορύβησε το Παρίσι και το Λονδίνο, που χρειάστηκαν οκτώ ολόκληρα χρόνια, με τη Σύμβαση των Στενών του Λονδίνου του Ιουλίου 1841, για να ανατρέψουν την διαμορφωθείσα κατάσταση. (Να θυμίσουμε και μία όχι ασήμαντη ιστορική λεπτομέρεια: την περίοδο εκείνη το Οικουμενικό Πατριαρχείο περιήλθε και αυτό υπό την ρωσική επιρροή και, σε αντιστάθμισμα, η βρετανική διπλωματία μεθόδευσε εσπευσμένα, το 1833, το πραξικοπηματικό «Αυτοκέφαλον» της Εκκλησίας της Ελλάδος). Συνεπώς, ένας πιθανός γεωπολιτικός «εναγκαλισμός» της Τουρκίας από μία Ρωσία που έχει εγκαταλείψει την αναδίπλωση και, αντίθετα, ζητά να επεκτείνει τα ερείσματά της - για να αντισταθμίσει, μεταξύ άλλων, και τις δυτικές πιέσεις - αποτελεί πιο πολύ εφιάλτη παρά βιώσιμη προοπτική για τους εξ ανατολών γείτονές μας …

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την πολιτική του Προέδρου - πλέον - της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ερντογάν, στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, ως ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη, μιας και τείνει να ερμηνεύει την κρίση ως ευκαιρία σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας. Ο κίνδυνος να καταστεί η στρατηγική του απλά ο καταλύτης μεγάλων αλλαγών στον χάρτη της περιοχής, για να χαθεί, όμως, μετά την ολοκλήρωση των μεταβολών αυτών, είναι πολύ πιθανός …

Διαβάστε ακόμα