Μπορεί
η σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας να αντιτίθεται σφόδρα στις
αποκρατικοποιήσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και του νερού, έχοντας επανειλημμένως τοποθετηθεί αρνητικά
στην προοπτική συνέχισης του προγράμματος πώλησης κρατικά ελεγχόμενων
επιχειρήσεων ή ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, όμως οι δανειστές της χώρας,
γνωστοί πλέον ως «θεσμοί» έχουν τελείως διαφορετική άποψη. Η αντίληψη που έχουν
σχηματίσει εστιάζεται όχι τόσο στα άμεσα έσοδα που μπορούν να προκύψουν από την
πώληση μίας επιχείρησης ή οργανισμού, τα οποία δεν είναι και ευκαταφρόνητα, όσο
στις καταλυτικές επιπτώσεις που αυτή μπορεί να επιφέρει στην οργάνωση και λειτουργία
συγκεκριμένων αγορών. Με βάση την Ελληνική και διεθνή εμπειρία οι
ιδιωτικοποιήσεις τις περισσότερες φορές οδηγούν στην διαμόρφωση συνθηκών
ανταγωνισμού, στην ίδρυση και λειτουργία νέων επιχειρήσεων και τελικά στην
αύξηση του πλούτου και την δημιουργία απασχόλησης.
Σε κάθε
περίπτωση είναι κοινά αποδεκτό ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, εφόσον πραγματοποιηθούν
στην βάση ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού, συμβάλλουν στην οικονομική
ανάπτυξη το οποίο και είναι το μέγα ζητούμενο. Όπως εξάλλου υποστήριξε και
πρόσφατα σε συνέντευξη του στο
Bloomberg ο υπουργός
Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκης «ο μόνος τρόπος
για να πληρωθούν οι πιστωτές είναι να υπάρξει
ανάπτυξη, ενώ το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα κατρακυλούσε στο επίπεδο των
άλλων χωρών της Ευρωζώνης, εάν η χώρα μπορούσε να συμφωνήσει με τους πιστωτές
της για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι δε επενδυτές κατανοούν
ότι αν δεν αναπτυχθεί η οικονομία, δεν μπορούν να έχουν κέρδος από την Ελλάδα».
Σήμερα
πάντως τοπίο στην ομίχλη μοιάζει το πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων, αφού
πρώτα ακυρώθηκε και εν συνεχεία επανήλθε μέσω της συμφωνίας ανάμεσα στην
κυβέρνηση και το Eurogroup. Στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπάρχει πλουραλισμός
απόψεων σχετικά με το θέμα και ουδείς γνωρίζει με ποιο τρόπο, πότε και αν τελικά
θα ολοκληρωθούν οι αποκρατικοποιήσεις που «τρέχουν», όπως τουλάχιστον
δεσμεύτηκε το ελληνικό δημόσιο απέναντι στους «θεσμούς».
Ασαφές
είναι επίσης και το περιβάλλον γύρω από το ΤΑΙΠΕΔ. Αν και η αρχική πρόθεση της
κυβέρνησης ήταν να καταργηθεί το Ταμείο και είχε ζητηθεί η παραίτηση της
διοίκησης, εντούτοις οι παραιτήσεις ανακλήθηκαν μέχρι νεωτέρας και ουδείς είναι
σε θέση να απαντήσει τι ακριβώς θα συμβεί. Η τελευταία επίσημη ενημέρωση είναι
ότι θα συγχωνευθεί το ΤΑΙΠΕΔ με τους παρεμφερείς οργανισμούς και εταιρείες, που
ως στόχο έχουν την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Εκείνο
πάντως που απαιτείται στην παρούσα φάση είναι η χάραξη αναπτυξιακής πολιτικής
από την κυβέρνηση, όπου οι όποιες αποκρατικοποιήσεις θα αποτελούν μέρος της,
κάτι που αυτή τη στιγμή σαφώς δεν
υπάρχει. Εφόσον αποφασιστεί, που είναι και το πλέον πιθανό, υπό την πίεση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς εφαρμογή της συμφωνίας της 24/2, το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί εντός του υφισταμένου πλαισίου
με οριακές αλλαγές. Κάτι που θα πρέπει να γίνει το συντομότερο ώστε να
αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών που το τελευταίο
διάστημα έχει τραυματιστεί βαρύτατα με την μία μετά την άλλη τις ξένες εταιρείες
να αποχωρούν από την ελληνική αγορά. Μόνο στον ενεργειακό τομέα μετράμε τρεις
σημαντικές αποχωρήσεις τον τελευταίο μήνα (
TERNA,
ENEL
hydrocarbons
και
Petroceltic).
Στον
ενεργειακό τομέα και παρά τα μεγαλεπήβολα και εκτός πραγματικότητας σχέδια της
κυβέρνησης Σαμαρά, ουδεμία πώληση ενεργειακού φορέα επετεύχθη παρά το γεγονός ότι
τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη τα ενεργειακά
deals
ήσαν στην ημερήσια διάταξη την
τελευταία πενταετία χωρίς να απουσιάζει το ενδιαφέρον ή τα απαραίτητα κεφάλαια.
Τόσο η έλλειψη γνώσης και η απειρία γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις των
περισσότερων διοικήσεων του ΤΑΙΠΕΔ, που δεν προλάβαιναν να κλείσουν χρόνο στο
τιμόνι του οργανισμού και απεμακρύνοντο, όσο και η αρνητική προδιάθεση του
ευρύτερου κρατικού μηχανισμού που επ’ ουδενί ήθελε να απολέσει ερείσματα στον
ευρύτερο δημόσιο τομέα, οδήγησαν σε βαρύγδουπες αποτυχίες όπως λόγου χάρη την
πώληση των ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ, ενώ δεν μπόρεσαν καν να ξεκινήσουν σχετικά βατές και εύκολες
ιδιωτικοποιήσεις όπως αυτήν των ΕΛΠΕ. Η δε ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ μέσω της
δημιουργίας της Μικρής ΔΕΗ ήτο καταδικασμένη από την αρχή με τα συνδικάτα να
έχουν κηρύξει ένα διαρκή πόλεμο φθοράς κατά της προηγούμενης κυβέρνησης.
Έτσι η
μόνη δυνατότητα μίας πιθανής ιδιωτικοποίησης στον ενεργειακό τομέα που έχει
σήμερα απομείνει είναι ο Διαχειριστής του Εθνικού Συστήματος Ηλεκτρικής
Ενέργειας , ο γνωστός ΑΔΜΗΕ, στον οποίο
ανήκει το ηλεκτρικό δίκτυο μεταφοράς και το κέντρο ελέγχου φορτίου στον Άγιο
Στέφανο, μία
state
of
the
art
εγκατάσταση που παίζει κομβικό
ρόλο στην επιτυχημένη λειτουργία του διασυνδεμένου δικτύου. Οι διαδικασίες για τον ΑΔΜΗΕ έχουν ξεκινήσει
από την άνοιξη του 2014 με τέσσερις ομίλους από το εξωτερικό, την ιταλική
TERNA, τη βελγική Elia, την κινέζικη China State Grid και ένα καναδικό fund,
καθώς και μία ινδική εταιρεία που τελικώς απεσύρθη, να εκδηλώνουν ενδιαφέρον
και να προκρίνονται στο short list. Mάλιστα οι ανωτέρω εταιρείες είχαν
προχωρήσει σε ελέγχους στον ΑΔΜΗΕ (
due
diligence) και ετοιμάζονταν να περάσουν στη δεύτερη φάση, δηλ.
της κατάθεσης της δεσμευτικής προσφοράς, που πάγωσε όμως λόγω των εκλογών. Λίγο
μετά τις δηλώσεις Λαφαζάνη, στις αρχές Φεβρουαρίου, η ΤΕRNA ανακοίνωσε ότι
αποσύρεται από τον διαγωνισμό, ενώ προ των εκλογών είχε φανεί να αποχωρεί από
τη διαδικασία και το καναδικό fund.
Με την
κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι ο διαγωνισμός ιδιωτικοποίησης για τον ΑΔΜΗΕ ήτο σ’
ένα πρώιμο στάδιο προετοιμασίας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τον θεωρεί ότι
ήτο σε πλήρη εξέλιξη και άρα σε προχωρημένο επίπεδο, η μάχη που διεξάγεται αυτή τη στιγμή
μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών αποβλέπει στον απεγκλωβισμό της διαγωνιστικής
διαδικασίας. Σύμφωνα με πληροφορίες του
energia.
gr, η Κινεζική
CSG
δηλώνει παρούσα, και έτοιμη να υποβάλει προσφορά μόλις
ανακοινωθεί η ημερομηνία, ενώ και η Ιταλική
TERNA εμφανίζεται πρόθυμη να υποβάλει και αυτή δεσμευτική προσφορά εάν ορισθεί
ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού. Τελικά εάν παρακαμφθούν οι εσωκομματικές
δυσκολίες και υπάρξει επανακαθορισμός του χρονοδιαγράμματος πώλησης μπορεί
τελικά ο ΑΔΜΗΕ να αναδειχθεί ο τυχερός οργανισμός που θα πρωτοστατήσει στο νέο
κύμα ιδιωτικοποιήσεων εισφέροντας ακόμη και ποσά της τάξης του 1.0 δισεκατομμυρίου ευρώ στα δημόσια ταμεία
που φαίνεται να τα έχουν απόλυτο ανάγκη αυτή την περίοδο.
Έχει
ενδιαφέρον πάντως που ακόμη και σήμερα, όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ό, τι
μπορούσε δυνατόν για να απομακρύνει και τους πλέον καλοπροαίρετους ξένους
επενδυτές, ότι υπάρχουν μεγάλοι ξένοι όμιλοι των οποίων η υπομονή δεν έχει
εξαντληθεί και επιθυμούν μόλις ομαλοποιηθεί η οικονομική κατάσταση να
συνεχίσουν την επιχειρηματική εμπλοκή τους στην Ελλάδα με τον Ελληνικό
ενεργειακό τομέα να εξακολουθεί να προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες. Εξαρτάται
πλέον από την στρατηγική και τους χειρισμούς της κυβέρνησης για το πώς θα
μπορέσει να αξιοποιήσει αυτό το ενδιαφέρον.