Τόσο οι εξαγγελίες του υπουργού Παραγωγικής
Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κου Παναγιώτη Λαφαζάνη και το νέο
αντιευρωπαϊκό πολιτικό στίγμα που αυτές σηματοδοτούν, όσο και η καθημερινή
αποκαρδιωτική πραγματικότητα μίας πλήρως στάσιμης και μάλλον συρρικνούμενης
αγοράς, συνθέτουν το περίγραμμα μέσα το οποίο τρέχουν οι εξελίξεις στον
ενεργειακό τομέα το τελευταίο διάστημα. Και μάλλον προδιαθέτουν για το ομιχλώδες
και επικίνδυνο τοπίο το οποίο φαίνεται ότι θα επικρατήσει κατά τους επόμενους
μήνες ή και χρόνια.
Η απόρριψη εκ μέρους του Υπουργού του Ευρωπαϊκού πλαισίου
της αγοράς Ενέργειας (βλέπε σχόλιο
energia.
gr
στις 16/3/2015) αρχής γενομένης με τον περιορισμό των
αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ, την υποβάθμιση των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών σε
προσφέροντας επικουρικές υπηρεσίες μόνο, (και την προβλεπόμενη επιβολή
φορολογικών και άλλων πιέσεων για την πλήρη αποχώρηση τους από την αγορά) την
δημιουργία αντικινήτρων στην δραστηριοποίηση ιδιωτών προμηθευτών με την
παράλληλη ενίσχυση του μονοπωλίου της ΔΕΗ, αποτελούν τα πρώτα βήματα για την
επιστροφή σε ένα απόλυτα κρατικοκεντρικό μοντέλο στην αγορά ηλεκτρικής
ενέργειας. Κάτι που ενισχύεται ακόμη περισσότερο με τις αποφάσεις περί
κατάργησης κάθε είδους ιδιωτικοποιήσεων, και που επηρεάζει άμεσα τον ηλεκτρικό τομέα
αφού έτσι αποκλείεται η πώληση των ηλεκτρικών δικτύων (τα οποία στις
περισσότερες χώρες της ΕΕ αλλά και στη γείτονα Τουρκία και Βουλγαρία έχουν
περάσει στον ιδιωτικό τομέα με απτά θετικά αποτελέσματα σε νέες επενδύσεις), η
πώληση σταθμών της ΔΕΗ και γενικά η δημιουργία ανταγωνισμού σε ένα γρήγορα
αναπτυσσόμενο κλάδο παγκοσμίως, όπως είναι αυτός του ηλεκτρισμού.
Παρότι, ο υπουργός διατείνεται ότι θα κινηθεί εντός των
ευρωπαϊκών πλαισίων και κανονισμών, τα πρώτα δείγματα γραφής λένε το αντίθετ
o. Ο κ. Λαφαζάνης έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους την
ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, δείχνοντας ότι θέλει να επαναφέρει το
παλαιό «κρατικιστικό» καθεστώς, προηγούμενων δεκαετιών. Και πέρα από την
επερχόμενη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες στην οποία οδηγούν, οι κινήσεις αυτές
προκαλούν αρρυθμία στην αγορά. Η δε αποδυνάμωση, και η πλήρης απαλοιφή κάθε
είδους ανταγωνισμού, που φαίνεται ότι αποτελεί στρατηγικό στόχο υψίστης
σημασίας για την νέα πολιτική ηγεσία, οδηγεί μοιραία και στην αποθάρρυνση κάθε
επενδυτικής πρωτοβουλίας. Και ασφαλώς ούτε λόγος να γίνεται για
electricity
trading, η αναγκαιότητα του οποίου τίθεται σε άμεση αμφισβήτηση ,
αφού αυτό σύμφωνα με την κυβέρνηση αποτελεί ένα αποκρουστικό καπιταλιστικό
εργαλείο. Όμως χωρίς την συμμετοχή των προμηθευτών στην καθημερινή αγορά, (πλην της ΔΕΗ), είτε ως ηλεκτροπαραγωγών ή ως
εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας, αγορά δεν υφίσταται , έστω αυτή η μικρή
κουτσουρεμένη αγορά που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Τώρα μάλιστα
με «το κούρεμα» των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ και τις σοβαρές εκκρεμότητες σε μία σειρά
μεταρρυθμίσεων που αφορούν στον εξορθολογισμό της αγοράς ηλεκτρισμού, προκειμένου
να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο, και οι οποίες τώρα έχουν μπει στο
χρονοντούλαπο, όχι μόνον επιτείνουν τη σύγχυση, αλλά μοιραία συσσωρεύουν
πρόσθετα οικονομικά προβλήματα τόσο στις ιδιωτικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες
όσο και στους άλλους φορείς, που ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και λειτουργούν
υπό τη συνεχή απειλή μιας οικονομικής κατάρρευσης.
Χωρίς
προοπτική ιδιωτικοποιήσεων και άρα υλοποίησης επενδύσεων στον ηλεκτρικό τομέα
απομακρύνεται και η δυνατότητα εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του ηλεκτρικού
δικτύου της χώρας και της επέκτασης του μέσω νέων διεθνών ηλεκτρικών
διασυνδέσεων, ιδιαίτερα τη διασύνδεση με την Ιταλία μέσω ενός νέου καλωδίου της
τάξης των 500
MW, πέρα του υφιστάμενου ισάξιας χωρητικότητας. Την στιγμή
που το Μαυροβούνιο προχωρεί σε απευθείας διασύνδεση με Ιταλία με καλώδιο 1, 000
MW, μέσω του οποίου θα γίνονται όλες οι ανταλλαγές
ηλεκτρικών φορτίων των Βαλκανίων, η Ελλάδα θα παραμείνει ουσιαστικά απομονωμένη
έχοντας δυνατότητα επέκτασης ανταλλαγών και εμπορίας μόνο προς Βορρά (
FYROM, Βουλγαρία) και προς ανατολάς (Τουρκία), δηλαδή ένα απόλυτα
Βαλκανικό σκηνικό.
Αλλά και
στον κλάδο του φυσικού αερίου η προοπτική ανάπτυξης και περαιτέρω διείσδυσης
του φυσικού αερίου και στα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας (να
σημειώσουμε ότι τα τελευταία 10 χρόνια η επέκταση του δικτύου έχει μείνει σχεδόν
στάσιμη) είναι ελάχιστες αφού και εδώ έχουν αποκλειστεί οι ιδιωτικοποιήσεις. Με
τους εταίρους της ΔΕΠΑ στις Εταιρείες Παροχής Αερίου (ΕΠΑ), όπου αυτοί κατέχουν
μειοψηφικό πακέτο (49%) και το
management, να αισθάνονται κατά κάποιο τρόπου εγκλωβισμένοι αφού
αδυνατούν να προχωρήσουν στις σημαντικές επενδύσεις που απαιτούνται. Τώρα δε τα
όποια σχέδια για άνοιγμα της αγοράς φυσικού αερίου όπως εξ άλλου απαιτεί η Ε. Ένωση κινδυνεύουν και αυτά να
παραπεμφθούν στις Ελληνικές καλένδες.
Μοναδική
αναλαμπή στον κλάδο του φυσικού αερίου αποτελεί ο σχεδιασμός για την έλευση του
TAP και την κατασκευή του διασυνδετήριου αγωγού με την
Βουλγαρία, του
IGB, έργα που αποδέχεται η κυβέρνηση και που αναμφίβολα θα
δώσει μία ώθηση και παράλληλα θα προσφέρει την αναγκαία ρευστότητα στην αγορά.
Όμως με ειλημμένη την απόφαση της κυβέρνησης για την ματαίωση του σχεδίου για
τη δημιουργία Χρηματιστηρίου Ενέργειας, κάτι που θα επέτρεπε όμως την
λειτουργία ενός
Gas
Trading
Hub, σύμφωνα με
πρόσφατη μελέτη του ΙΕΝΕ, το προτέρημα που θα είχαμε ως χώρα με την ροή
αυξανόμενων ποσοτήτων αερίου μέσα από τα εδάφη μας, στην πράξη ακυρώνεται. Έτσι
η ανάπτυξη μίας υγιούς και ανταγωνιστικής αγοράς φυσικού αερίου φαίνεται ότι
για μία ακόμη «χαμένη» δεκαετία θα μείνει στα χαρτιά ενώ οι γείτονές μας
(Βουλγαρία, Τουρκία) θα σπεύδουν να ωφεληθούν από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής
Ενεργειακής Ένωσης, την οποία όμως ο Έλληνας υπουργός Ενέργειας θεωρεί ως μία
ακόμη έκφανση του ευρωκαπιταλιστικού στραγγαλισμού και ότι οδηγεί σε ενεργειακή
μπανανία!
Βέβαια δεν
είναι λίγα τα στελέχη του εγχώριου ενεργειακού τομέα που επικροτούν τις
πολιτικές Λαφαζάνη, υποστηρίζοντας ότι έτσι και αλλιώς η Ελλάδα όντας στο
νοτιότερο άκρο της Ευρώπης είναι ουσιαστικά αποκομμένη από το
mainstream
των Ευρωπαϊκών
αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και άρα δεν έχει άλλη επιλογή από μία ενεργειακή περιχαράκωση και ανάδειξη
του Βαλκανικού της ρόλου. Χωρίς αξιόλογες διεθνείς ενεργειακές
διασυνδέσεις η Ελλάδα αδυνατεί πράγματι
να ενσωματωθεί στον Ευρωπαϊκό ενεργειακό χώρο. Μόνο που και αυτός ο Βαλκανικός ρόλος
για να έχει επιτυχία προϋποθέτει επενδύσεις σε σταθερή βάση, κάτι που μία ΔΕΗ
σε οικονομικό αδιέξοδο, δέσμια πολιτικών επιλογών και λαϊκιστικών υποσχέσεων,
θα αδυνατεί για πολλά χρόνια ακόμη να αναλάβει.
Αλλά και
ακόμη εάν υποθέσουμε ότι η Βαλκανική προοπτική του ενεργειακού τομέα είναι η
προτιμητέα οδός και η πλέον παραγωγική λύση που θα υποστηρίξει αποτελεσματικά
την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας, ουδεμία πρόοδος θα
μπορέσει να επιτελεσθεί εάν δεν υπάρξουν επενδύσεις με την παράλληλη δημιουργία
ανταγωνιστικών συνθηκών στην αγορά και την ανάπτυξη ενεργειακού εμπορίου με τις
γύρω χώρες και την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Διαφορετικά η επιλογή της
εσωστρέφειας ως κυρίαρχου στόχου μοιραία θα οδηγήσει στην απαξίωση της
σημερινής ενεργειακής υποδομής της χώρας, που δεν είναι και ευκαταφρόνητη, και
στην μετάβαση πολύ γρήγορα σε ένα ενεργειακό μεσαίωνα.