Κατά την πρόσφατη
περιοδεία του στην Κοζάνη ο υπουργός ΠΑΠΕΝ, Παναγιώτης Λαφαζάνης, δήλωσε ότι ηκυβέρνηση στηρίζει την κατασκευή της
Μονάδας 5 στον Ατμοηλεκτρικό Σταθμό (ΑΗΣ) Πτολεμαΐδας και προσέθεσε
ότιπρο ημερών υπέγραψε και τις πρώτες άδειες για την κατασκευή της.
Μάλιστα, όπως ανέφερε, η κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύεται το τίμημα (περί το 1,4
δισ. ευρώ) και θα προσπαθήσει να ξεκινήσουν τα έργα κατασκευής το συντομότερο
δυνατόν. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία θετική εξέλιξη, καθώς η νέα μονάδα
έχει στρατηγική σημασία για την ηλεκτροπαραγωγή στη χώρα μας. Είναι το πρώτο
βήμα στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο από μόνο του δεν αρκεί.
Η νέα λιγνιτική
μονάδα είναι από τις μεγαλύτερες παραγωγικές επενδύσεις που έχουν γίνει στην
Ελλάδα και η πρώτη μεγάλη δημόσια επένδυση των τελευταίων ετών, Θα διαθέτει την
πλέον σύγχρονη αντιρρυπαντική τεχνολογία και η συνολική της ισχύς θα είναι 660
MWγια παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας και 140 MW για θερμική ενέργεια στην τηλεθέρμανσης της Πτολεμαΐδας.
Με τη νέα μονάδα αναπληρώνεται τμήμα της λιγνιτικής ισχύος της ΔΕΗ που θα τεθεί
εκτός λειτουργίας τα επόμενα χρόνια, καθώς προβλέπεται να αποσυρθούν
παλαιότερες, λιγότερο αποδοτικές και πιο ρυπογόνες μονάδες.
Οι σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες έχουν, μεταξύ άλλων, δύο
σημαντικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με το παρελθόν: Πρώτον, είναι περισσότερο
αποδοτικές (η αποδοτικότητα της «Πτολεμαΐδα V» προσεγγίζει το 43% έναντι 30%
περίπου των υφιστάμενων) και δεύτερον, το κόστος παραγωγής είναι αισθητά χαμηλότερο,
δηλαδή η κιλοβατώρα είναι φθηνότερη, με προφανή οφέλη για την αποδοτική
λειτουργία της ΔΕΗ.
Έτσι, η έναρξη
κατασκευής της «Πτολεμαΐδα 5» έρχεται να συμβάλει στην προσπάθεια για φθηνότερη
παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με σεβασμό στην προστασία του περιβάλλοντος και
της δημόσιας υγείας. Επιπλέον, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, η
μελλοντική λειτουργία της θα αποτρέψει σε μεγάλο βαθμό τον ορατό κίνδυνο που
υπάρχει για την επάρκεια του συστήματος, δηλαδή για το ενδεχόμενο στο όχι και
τόσο μακρινό μέλλον, όπως καταδεικνύει η Μελέτη Επάρκειας Ισχύος για την
Περίοδο 2013-2020 του ΑΔΜΗΕ, να βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με το φάσμα της
κατάρρευσης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Όμως, όπως
αναφέραμε προηγουμένως, η «Πτολεμαΐδα V» δεν αρκεί. Σε αυτό πλαίσιο, η πολιτική
ηγεσία του υπουργείου ΠΑΠΕΝ οφείλει άμεσα να ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη
«Μελίτη 2» και να σχεδιάσει την κατασκευή νέων μονάδων ώστε να καλυφθεί το κενό
που αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί τα επόμενα χρόνια από την απόσυρση παλαιότερων,
έτσι ώστε να μην μείνει αναξιοποίητος ο ορυκτός πλούτος.Ίσως το πιο σημαντικό
μήνυμα από την πολιτική απόφαση για επίσπευση της κατασκευής της Μονάδας V της Πτολεμαΐδας
είναι η δέσμευση για την αξιοποίηση του λιγνιτικού δυναμικού της χώρας, το
οποίο προς το παρόν αποτελεί τη μοναδική σημαντική εγχώρια συμβατική πηγή
ενέργειας.
Η ορθολογική
αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων είναι εκ των ουκ άνευ στο πλαίσιο μίας
εθνικής ενεργειακής στρατηγικής. Η ΔΕΗ μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει
σημαντικό ρόλο σε αυτό το πεδίο, χωρίς, όμως να «πνίγει» τον ιδιωτικό τομέα,
δηλαδή να λειτουργεί μονοπωλιακά, αλλά απεναντίας ως ισότιμος «παίκτης» σε μία
ρυθμισμένη αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού με κανόνες που θα γίνονται σεβαστοί απ'
όλους.Παράλληλα, οφείλει να προχωρήσει σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού, ώστε
να επιτύχει την αναγκαία αύξηση της παραγωγικότητας και να καταφέρει να γίνει
ισχυρή και ανταγωνιστική, αφήνοντας οριστικά στο παρελθόν τη νοοτροπία και τις
πρακτικές του κομματισμού και του κρατισμού, που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για
τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει σήμερα η μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση της
χώρας.
Ο ρόλος του
ιδιωτικού τομέα δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, απεναντίας, μέσα σε ένα περιβάλλον
που διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον, η υγιής επιχειρηματικότητα είναι
απαραίτητη για την ανάκαμψη της οικονομίας και την έξοδο από την κρίση. Η
αξιοποίηση των λιγνιτικών πεδίων θα πρέπει να ανοίξει εκ νέου για τον ιδιωτικό
τομέα, ο οποίος έχει αποδείξει και αποδεικνύει ακόμα και σήμερα, στις πλέον
αντίξοες συνθήκες, ότι έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ανταγωνιστικά και με
χαμηλό κόστος, ενισχύοντας την εθνική οικονομία και την απασχόληση.
Συνεπώς,
απαιτούνται πολιτικές που θα επιτρέπουν και δεν θα παρεμποδίζουν την ελεύθερη
πρόσβαση των ιδιωτών παραγωγών στα λιγνιτικά πεδία, ώστε να μπορούν με τους
ίδιους όρους, χωρίς προνομιακές ρυθμίσεις που μέχρι τώρα ευνοούσαν το πρώην
κρατικό μονοπώλιο, να παράγουν φθηνή ηλεκτρική ενέργεια και ταυτόχρονα να είναι
οικονομικά βιώσιμες.
Σε αυτό το
πλαίσιο, ο λιγνίτης ήταν, και μπορεί να παραμείνει τις επόμενες δεκαετίες, ένας
αναντικατάστατος «σύμμαχος». Ξεπερνώντας τις παθογένειες και τις ανεπάρκειες
του παρελθόντος, υπάρχει οικονομικά αποδοτικός και περιβαλλοντικά βιώσιμος
τρόπος να αξιοποιήσουμε τον ορυκτό πλούτο της χώρας. Ας μην πυροβολούμε τα
πόδια μας. Η «λογική» του μονόδρομου οδηγεί πάντα σε αδιέξοδα. Και αυτά τα
αδιέξοδα τα πληρώνουμε ήδη πολύ ακριβά...