Τον Μάρτιο φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να πάρει στα σοβαρά την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης που θα συμπληρώνει την ευρωπαϊκή οικονομική ένωση

Τον Μάρτιο φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να πάρει στα σοβαρά την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης που θα συμπληρώνει την ευρωπαϊκή οικονομική ένωση.

Κάτι λιγότερο από έναν χρόνο πριν, ο Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός της Πολωνίας και τώρα είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχε προτείνει την ένωση ως έναν τρόπο για να διαπραγματευτεί (η Ε.Ε.) καλύτερους όρους για την ενέργεια από τη Ρωσία. Μετά από έρευνα που διήρκεσε τρία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Gazprom, το ρωσικό μονοπώλιο εξαγωγών φυσικού αερίου, είχε καταχραστεί τη θέση της ως ο μοναδικός προμηθευτής στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία, χρεώνοντας διογκωμένες τιμές και απαγορεύοντας σε αυτές τις χώρες τη μεταπώληση αερίου σε άλλους βαθύτερα στην Ευρώπη. Με τη διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής για το αέριο, υποστήριξε ο Τουσκ, η Ευρώπη θα μπορούσε να αναγκάσει τη Ρωσία να παίζει καλύτερα.

Εκείνη την εποχή, ορισμένοι αξιωματούχοι της Ε.Ε. είδαν την πρόταση του Τουσκ ως υπερβολικά ριζοσπαστική. Η Γερμανία ειδικότερα αντιτάχθηκε στη διαπραγμάτευση ακόμη και μιας κοινής ευρωπαϊκής τιμής για το ρωσικό φυσικό αέριο. Ως ο σημαντικότερος πελάτης της Gazprom, η Γερμανία απολάμβανε (και συνεχίζει να απολαμβάνει) καλύτερους όρους από τον ρωσικό προμηθευτή της. Οι Γερμανοί φοβούνται ότι, αν ενώσουν τις δυνάμεις τους με την υπόλοιπη Ευρώπη, θα καταλήξουν να πληρώνουν περισσότερα. Ομοίως, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν εναντιώθηκε στο σχέδιο του Τουσκ, διότι η χώρα του, επίσης, είχε διαπραγματευθεί διμερείς συμφωνίες με το Κρεμλίνο, εξασφαλίζοντας στην Ουγγαρία σταθερή προμήθεια φυσικού αερίου σε ευνοϊκές τιμές (φυσικά, με αντάλλαγμα τη στήριξη της Ρωσίας από την Ουγγαρία και σε άλλα θέματα).

Οι ανησυχίες αυτές καθυστέρησαν την Ενεργειακή Ένωση για ένα χρόνο. Κατά τις αρχές του 2015, ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατανοώντας ότι η ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε. ήταν η ύψιστη προτεραιότητα, ήταν έτοιμο να προχωρήσει. Και έτσι, τον Μάρτιο, η Επιτροπή ανακοίνωσε ένα σχέδιο για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης. Ο νέος σχεδιασμός διατηρεί ένα σημαντικό μέρος της αρχικής πρότασης του Τουσκ, αν και παραλείπει την ιδέα του ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να υποχρεούνται να συμμετέχουν στις κοινές αγορές φυσικού αερίου. Αντ’ αυτού, το σχέδιο επιτρέπει στις χώρες της Ε.Ε. να αγοράζουν εθελοντικά προμήθειες ενέργειας ως ομάδα. Ένα μήνα αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι, για τις καταχρήσεις της στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία -οι οποίες στηρίζονται στη Ρωσία για περισσότερο από το ήμισυ των προμηθειών τους σε φυσικό αέριο- η Gazprom θα αντιμετώπιζε πρόστιμο μέχρι και 10% επί των πωλήσεών της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν τω μεταξύ, αρκετές χώρες έχουν επίσης σημειώσει την πρόθεσή τους να αρχίσουν να εισάγουν φυσικό αέριο από το Ιράν. Εάν τα σχέδια υλοποιηθούν, η Ευρώπη πρέπει να δει περισσότερη ενεργειακή ασφάλεια κατά τους προσεχείς μήνες και η κυριαρχία της Ρωσίας ως προμηθευτής ενέργειας στην Ευρώπη θα πρέπει να αποδυναμωθεί. Όμως, υπάρχουν λόγοι για σκεπτικισμό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ενέργειας στον κόσμο. Πέρυσι, οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν το 53% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ένωση και κόστισαν περίπου 400 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 450 δισεκατομμύρια δολάρια). Πολλές χώρες, ιδιαίτερα εκείνες στο ανατολικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σημαντικά ή εξ ολοκλήρου εξαρτημένες από προμήθειες από τη Ρωσία. Συνολικά, όμως, οι εισαγωγές από τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 30% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης αερίου.

Το 30% εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό κομμάτι, όμως, ιδιαίτερα όταν η Ρωσία συμπεριφέρεται επιθετικά. Και έτσι, ως πρώτη προτεραιότητά της, η προτεινόμενη Ενεργειακή Ένωση έχει ως στόχο να μειώσει τις εισαγωγές της Ευρώπης από τη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται μέσω χερσαίων αγωγών.

(πηγή: Foreign Affairs)