Τα χωρικά ύδατα ή αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελούν την πρώτη θαλάσσια περιοχή στην οποία αναγνωρίστηκε η κυριαρχία του παράκτιου κράτους ήδη από τον 17ο αιώνα. Ο πρώτος που αναφέρθηκε στην κυριαρχία αυτή ήταν ο Hugo Grotius στο βιβλίο του De jure belli ac pacis (Περί του Νόμου του Πολέμου και της Ειρήνης) το 1625, ο οποίος υποστήριξε ότι η κυριαρχία στη θάλασσα αποκτάται όπως και στην ξηρά, αλλά αποδυναμώνεται όσο κανείς απομακρύνεται από αυτήν [1].

Με δεδομένο ότι ο ορισμός αυτός ήταν ασαφής ως προς το καθεστώς και το πλάτος της αιγιαλίτιδας, μεγαλύτερη απήχηση βρήκαν οι ιδέες του Cornelius van Bynkershoek, ο οποίος υποστήριξε στο βιβλίο του De Dominio Maris Dissertatio (Περί της Κυριαρχίας στην Θάλασσα) το 1702 ότι δεν μπορεί να υπάρχει κυριαρχία στην θάλασσα αν δεν φτάνει εκεί η εξουσία (ή βία) της ξηράς, συνδέοντας το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης με αυτό του βεληνεκούς των κανονιών, το οποίο όρισε συμβατικά στα 3 ν. μίλια (παρά το γεγονός ότι το πραγματικό βεληνεκές των κανονιών της εποχής δεν υπερέβαινε το 1,5 μίλι) [2].

Παρότι τις επόμενες δεκαετίες φάνηκε να διαμορφώνεται μια συναίνεση μεταξύ των παράκτιων κρατών ως προς το καθεστώς της αιγιαλίτιδας και τα δικαιώματα κυριαρχίας που μπορούσαν να ασκήσουν τα παράκτια κράτη σε αυτήν, δεν υπήρχε συμφωνία ως προς το πλάτος της. Ο κύριος λόγος για αυτό ήταν ότι οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις (ιδίως η Βρετανία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία) ήθελαν να διατηρήσουν αλώβητη την ελευθερία των θαλασσών, ενώ άλλα κράτη ήθελαν να επεκτείνουν την δικαιοδοσία τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει ομοιόμορφη πρακτική μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς άλλα κράτη όριζαν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 3 ν. μίλια και άλλα «σε απόσταση ορατότητας γυμνού οφθαλμού», ένας ορισμός φύσει προβληματικός, καθώς η απόσταση διαφέρει ανάλογα με το αν κοιτάζει κανείς το πλοίο από την ακτή ή την ακτή από το πλοίο, ενώ την ορατότητα επηρεάζουν σημαντικά -και ίσως κατά κανόνα στις βόρειες χώρες- οι καιρικές συνθήκες.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών έγιναν σοβαρές προσπάθειες να συζητηθεί και να διευθετηθεί το θέμα σε διεθνές επίπεδο. Για τον σκοπό αυτό συγκλήθηκε η Διάσκεψη της Χάγης το 1930, αλλά τα κράτη που συμμετείχαν σε αυτή δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν ορισμό, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει συμβατική ισχύ ο εθιμικός κανόνας των 3 ν. μιλίων που είχαν υιοθετήσει τα περισσότερα κράτη. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, η Ελλάδα ψήφισε τον νόμο 5017/1931 «περί πολιτικής αεροπορίας», ο οποίος όριζε ότι το κράτος ασκεί πλήρη και απόλυτη κυριαρχία στον ατμοσφαιρικό χώρο πάνω από το έδαφός του, στον οποίο «περιλαμβάνονται τα χωρικά ύδατα και ο υπερκείμενος ατμοσφαιρικός αέρας» (άρθρο 1, παρ. 2) [3]. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε Προεδρικό Διάταγμα «περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων όσον αφορά τα ζητήματα της Αεροπορίας και της Αστυνομίας αυτής», με το οποίο ορίστηκε ότι το πλάτος της αιγιαλίτιδας που αναφέρεται στο άρθρο 2 του νόμου 5017 είναι 10 ν. μίλια από τις ακτές της επικράτειας [4].

Παρά ταύτα, το βασικό νομοθέτημα που ρύθμισε την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ήταν ο αναγκαστικός νόμος 230/1936, ο οποίος όριζε στο ένα και μοναδικό του άρθρο ότι η έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ορίζεται σε έξι ναυτικά μίλια από την ακτή, χωρίς να θίγονται οι διατάξεις σε ισχύ που αφορούν ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με τις οποίες η αιγιαλίτιδα ζώνη ορίζεται «μείζων ή ελάσσων των εξ ναυτικών μιλίων» [5]. Κατά συνέπεια, ο νόμος του 1936 θεωρείται επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 3 ν. μίλια που εφάρμοζε έως τότε εθιμικά η Ελλάδα (και τα περισσότερα κράτη) στα 6 ν. μίλια. Η κίνηση αυτή δεν είχε ως κίνητρο την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου ή της ανατολικής Μεσογείου, αλλά το να αντιμετωπιστούν οι επεκτατικές τάσεις της φασιστικής Ιταλίας, η οποία κατείχε τα Δωδεκάνησα και εγκαθιστούσε στρατιωτικές βάσεις και εποίκους σε αυτά. Η Τουρκία δεν αντέδρασε στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας, αλλά αντιθέτως, έδειξε με την στάση της ότι την αποδέχεται [6].

ΟΙ ΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα Ηνωμένα Έθνη πήραν νέες πρωτοβουλίες για την κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου ως προς τον θαλάσσιο χώρο. Η πρώτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, United Nations Convention on the Law of the Sea) έγινε στην Γενεύη το 1956 και είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή τεσσάρων σημαντικών συμβάσεων το 1958, αλλά καμία από αυτές δεν όριζε σαφώς το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης [7]. Το θέμα τέθηκε και πάλι στην δεύτερη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS II) που έγινε το 1960, αλλά τα κράτη χωρίστηκαν σε δύο κυρίως ομάδες, εκ των οποίων καμία δεν κατάφερε να επικρατήσει [8]. Η τρίτη και πιο αξιόλογη προσπάθεια για την κωδικοποίηση και ομογενοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας ξεκίνησε το 1973, όταν συγκλήθηκε στη Νέα Υόρκη η τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τον σκοπό αυτό (UNCLOS III). Θεωρώντας ότι η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η Ελλάδα εξέδωσε το νομοθετικό διάταγμα 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», σύμφωνα με το οποίο το πλάτος των χωρικών υδάτων ορίστηκε «εις εξ ναυτικά μίλια, δυνάμενον να ορισθεί και διαφόρως διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου» (άρθρο 139) [9].

Εκτιμώντας -ορθά- ότι οι διαφαινόμενες αλλαγές στο Δίκαιο της Θάλασσας θα ευνοούσαν την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία επιδόθηκε σε μια έντονη διπλωματική προσπάθεια να ακυρώσει την προοπτική αυτή, ή έστω να την περιορίσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα υποστήριξε ότι το Αιγαίο είναι μια «ημίκλειστη θάλασσα» που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως «ειδική περίπτωση», με τα όποια προβλήματα καθορισμού της αιγιαλίτιδας και οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας σε αυτό να αντιμετωπίζονται με «ειδικές λύσεις, πέραν των γενικών κανόνων και αρχών που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες» [10]. Προς την κατεύθυνση αυτή η Τουρκία πρότεινε -με την συνεπικουρία της Τυνησίας- την θέσπιση ειδικού νομικού καθεστώτος για τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις ακτές ενός κράτους αλλά ανήκουν σε άλλο, ενώ παράλληλα εκδήλωσε την αντίθεσή της στην καθιέρωση γενικού κανόνα που θα επέτρεπε στα παράκτια κράτη να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδά τους μέχρι τα 12 ν. μίλια. Οι προτάσεις της ωστόσο δε βρήκαν απήχηση, εξέλιξη που ώθησε την Τουρκία να επιχειρήσει να πείσει παρασκηνιακά τις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ότι η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την ελεύθερη κίνηση των στόλων τους στο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο [11].

 

- Χωρικά ύδατα στα 6 ναυτικά μίλια.

Ενθαρρυμένη από την επιλογή πολλών κρατών να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους ενώ η τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, τον Ιούνιο του 1974 η Ελλάδα εκδήλωσε την πρόθεση να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν. μίλια. Η Άγκυρα έσπευσε να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο με απειλές, με τον Τούρκο κυβερνητικό εκπρόσωπο να δηλώνει ότι «τυχόν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στα 12 ναυτικά μίλια θα συνεπαγόταν ελληνοτουρκικό πόλεμο» [12]. Η επιθετική τοποθέτηση της Τουρκίας ερχόταν σε αντίθεση με την καθιερωμένη διεθνή πρακτική, καθώς η επέκταση της αιγιαλίτιδας ήταν και είναι ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά της διακριτικής ευχέρειας του παράκτιου κράτους. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έναν μήνα αργότερα (20 Ιουλίου 1974) οδήγησε τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου, ενώ επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς σχέσεις τους και την θέση τους στο ΝΑΤΟ. Το τέλος των επιχειρήσεων στην Κύπρο δεν ευνόησε την αποκατάσταση των σχέσεων, ενώ οι τουρκικές απειλές για την προοπτική επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας επαναλήφθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (Süleyman Demirel) δήλωσε στις 15 Απριλίου 1975 ότι «η Τουρκία δε θα αναγνώριζε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας σε 12 μίλια» και ότι «σε κάθε τετελεσμένο γεγονός η Άγκυρα θα απαντήσει με τετελεσμένο γεγονός» [13].

Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παρέμειναν τεταμένες για καιρό, οι εργασίες της τρίτης Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας ολοκληρώθηκαν απρόσκοπτα και το τελικό κείμενο υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου 1982 [14]. Το αποτέλεσμα ήταν η ομώνυμη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία υπογράφηκε από εκπροσώπους 120 κρατών στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα στις 10 Δεκεμβρίου 1982 [15]. Ιδιαίτερα σημαντικό για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν το άρθρο 3 της Σύμβασης, το οποίο ορίζει ότι «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν υπερβαίνει τα 12 ν. μίλια και μετριέται από τις γραμμές βάσης που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση» [16]. Σε εφαρμογή της Σύμβασης, από το 1982 έως σήμερα 148 από τα 152 παράκτια κράτη στον κόσμο έχουν υιοθετήσει αιγιαλίτιδα πλάτους 12 ν. μιλίων. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών είναι συμβαλλόμενα μέρη στην Σύμβαση, αν και υπάρχουν τρία συμβαλλόμενα κράτη που διεκδικούν αιγιαλίτιδα διπλάσια ή και πολλαπλάσια αυτής που προβλέπει η Σύμβαση [17].

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΣΥΝΕΠΗΣ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΚΤΟΤΕ

Η αποτυχία της Άγκυρας να επιβάλει την άποψη ότι το καθεστώς των 12 ν. μιλίων δεν μπορούσε να την δεσμεύει την ώθησε σε δύο σπασμωδικές ενέργειες: Η πρώτη από αυτές ήταν η απόφαση να μην υπογράψει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας μαζί με την συντριπτική πλειονότητα των κρατών της διεθνούς κοινότητας, παρότι εφάρμοσε ορισμένες από τις διατάξεις της στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Η δεύτερη ήταν ότι εξέδωσε νόμο με βάση τον οποίο η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων της θα γίνεται με βάση την αρχή της ευθυδικίας (equity) και όχι με βάση τη μέση γραμμή (median line) [18]. Με την έκδοση αυτού του νόμου δημιούργησε συνειδητά ένα πρόσθετο πρόβλημα στις -ήδη επιβαρυμένες- ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η υιοθέτηση της αρχής της ευθυδικίας δεν επηρεάζει μόνο τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας (που ήταν το κύριο αίτιο τριβής την εποχή εκείνη), αλλά δημιουργεί σημαντικά προβλήματα και στον καθορισμό του συνόρου μεταξύ των αιγιαλίτιδων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο βορειοανατολικό Αιγαίο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αμφισβητήσει και το θαλάσσιο σύνορο που συμφωνήθηκε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1932 ως προς τα Δωδεκάνησα και την απέναντι μικρασιατική ακτή.

Παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, η Ελλάδα κύρωσε την Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας με το νόμο 2321/1995, το άρθρο 2 του οποίου ορίζει ότι «η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της κυρούμενης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής της θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν. μιλίων» [19]. Ως αντίδραση στην κίνηση αυτή, τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ένα ψήφισμα που ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την «ισορροπία» που είχε δημιουργηθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) όταν επέκτεινε την ελληνική αιγιαλίτιδα στα 6 ν. μίλια το 1936. Θέλοντας να αποτρέψει την πλήρη ανατροπή της «ισορροπίας» αυτής, η Εθνοσυνέλευση δήλωσε ότι η Τουρκία «δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα διεξάγει την θαλάσσια επικοινωνία της με τις ανοιχτές θάλασσες και τους ωκεανούς διαμέσου των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο». Στο πλαίσιο αυτό, «η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εκχωρήσει στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες να λάβει μέτρα, ακόμη και στρατιωτικά, για την διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας». Η απειλή λήψης στρατιωτικών μέτρων αποτελεί ευθεία παραβίαση του άρθρου 2.4. του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τον οποίο η απειλή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις απαγορεύεται όσο και η ίδια η χρήση της. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι η τουρκική απειλή πολέμου δεν αφορά παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά την περίπτωση όπου ένα κράτος ασκεί δικαιώματα που προβλέπει το συμβατικό και εθιμικό διεθνές δίκαιο [20]. Παρά ταύτα, η Άγκυρα εξακολουθεί να υποστηρίζει έως σήμερα ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί για την ίδια αιτία πολέμου (casus belli).

Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι κατ’ αυτήν res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας τρίτων), κατά συνέπεια δεν μπορεί να την δεσμεύει επειδή δεν την έχει υπογράψει. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Σύμβαση κωδικοποίησε εθιμικό δίκαιο που βρισκόταν ήδη σε ισχύ, ενώ η υπογραφή και επικύρωσή της από την συντριπτική πλειονότητα των κρατών του πλανήτη τής προσέδωσε και συμβατική ισχύ, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις και επιθυμίες της Άγκυρας. Το διεθνές δίκαιο δέχεται ότι ένας κανόνας δικαίου μπορεί να μη δεσμεύει ένα κράτος όταν αυτό έχει εκδηλώσει με συνέπεια και συνέχεια την αντίθεσή του στο στάδιο του σχηματισμού του, μέσω της πρακτικής του, της συμπεριφοράς του και των δηλώσεων των εκπροσώπων του, περίπτωση κατά την οποία θεωρείται «επίμονος αντιρρησίας». Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας, καθώς η όψιμη αντίθεσή της στον κανόνα των 12 ν. μιλίων έρχεται σε αντίθεση με την αποδοχή του ίδιου κανόνα κατά την Διάσκεψη της Γενεύης το 1956, όταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ δήλωσε ότι «το όριο των 12 ν. μιλίων έχει ήδη γίνει αρκούντως αποδεκτό στην πρακτική, για να μπορεί να θεωρηθεί κανόνας του διεθνούς δικαίου» [21].

 

- Χωρικά ύδατα στα 10 ναυτικά μίλια.

Ο τρόπος που η Τουρκία ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο δεν είναι μόνο ασυνεχής, αλλά και επιλεκτικός, αφού σύμφωνα με το Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε μεταξύ της Τουρκίας και της Σοβιετικής Ένωσης στις 17 Απριλίου 1973 οι δύο χώρες όρισαν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στον Εύξεινο Πόντο στα 12 ν. μίλια. Λίγο αργότερα η Άγκυρα επέκτεινε την αιγιαλίτιδα των μεσογειακών ακτών της στα 12 ν. μίλια, ενώ το 1981 έστειλε διάβημα στην Συρία ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει διεύρυνση της αιγιαλίτιδάς της πέρα από τα 12 ν. μίλια. Οι πράξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η Τουρκία έχει όχι μόνο αποδεχθεί ρηματικά τον κανόνα των 12 ν. μιλίων, αλλά έχει προχωρήσει και στην εφαρμογή του (και μάλιστα ως προς το μεγαλύτερο μέρος των ακτών της). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αρνείται σε μια άλλη χώρα -γείτονα ή μη- να ασκήσει νόμιμα δικαιώματα που έχει ασκήσει και η ίδια. Θέλοντας να διατηρήσει μια στοιχειώδη αξιοπιστία, η Άγκυρα δεν προχώρησε στην επέκταση της αιγιαλίτιδας των ακτών της που βρίσκονται απέναντι από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να διατηρεί αιγιαλίτιδα πλάτους 6 ν. μιλίων στο Αιγαίο. Το αποτέλεσμα είναι ένα μοναδικό στο είδος του (sui generis) θαλάσσιο καθεστώς, το οποίο είναι σε αρκετά σημεία αντίθετο με την διεθνή πρακτική και το διεθνές δίκαιο. Η ύπαρξη και μόνο αυτού του καθεστώτος επιβεβαιώνει ότι η απόπειρα της Τουρκίας να αμφισβητήσει το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την δική της αιγιαλίτιδα δεν έχει νομική ή ηθική βάση, αλλά εξυπηρετεί αποκλειστικά την σκοπιμότητα της μη επέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου.

ΓΙΑΤΙ Η ΑΓΚΥΡΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑΣ;

Με δεδομένη την ιδιαίτερη σπουδή της Τουρκίας να αποτρέψει την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας, οφείλουμε να εξετάσουμε τι θα άλλαζε σε μια τέτοια περίπτωση. Σήμερα, τα ελληνικά χωρικά ύδατα αποτελούν το 43,68% του Αιγαίου, τα τουρκικά το 7,47% και τα διεθνή ύδατα το 48,85%. Σε περίπτωση που οι δύο χώρες επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 12 ν. μίλια, τα ποσοστά αυτά θα αλλάξουν σε 73%, 8,76% και 15% αντίστοιχα [22]. Από την αναφορά αυτών των ποσοστών και μόνο γίνεται σαφές ότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα σχεδόν θα διπλασιαστούν (θέτοντας ένα επιπλέον 29,32% του Αιγαίου υπό ελληνική κυριαρχία), ενώ τα τουρκικά θα γνωρίσουν μια οριακή αύξηση (κατά 1,29% του συνόλου) [23].

Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι σε αυτή την περίπτωση το Αιγαίο θα γίνει μια «ελληνική λίμνη», ενώ θα περιοριστεί σημαντικά η ελεύθερη ναυσιπλοΐα από και προς τις τουρκικές ακτές στο Αιγαίο, από όπου διεξάγεται περισσότερο από το 80% του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας [24]. Η ερμηνεία αυτή είναι -και πάλι- καταχρηστική, καθώς η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει με τρόπο απόλυτα σαφή ότι «τα πλοία όλων των κρατών απολαμβάνουν δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως, ήτοι της ναυσιπλοΐας δια της χωρικής θαλάσσης ενός παράκτιου κράτους με το σκοπό απλής, αδιακόπου και άνευ παρεκκλίσεων διελεύσεως» (άρθρο 17), υπό την προϋπόθεση ότι «η διέλευση αυτή δεν προκαλεί κινδύνους δια την ειρήνη, την ασφάλεια και την έννομη τάξη του παράκτιου κράτους» (άρθρο 19) [25]. Εφόσον ο όρος αυτός τηρείται, ο τουρκικός εμπορικός στόλος δεν μπορεί να εμποδιστεί από το να διαπλέει το Αιγαίο, ακόμη και αν η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στο απώτατο προβλεπόμενο όριο.

Μια άλλη σημαντική επίπτωση της επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας είναι ότι θα περιοριστεί σε βαθμό ανάλογο με τα διεθνή ύδατα και η υφαλοκρηπίδα για την οποία ερίζουν οι δύο χώρες από το 1973. Η προοπτική αυτή ανησυχεί ιδιαίτερα την Τουρκία, καθώς -με βάση το διεθνές εθιμικό και συμβατικό δίκαιο που η Άγκυρα αμφισβητεί- η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να προχωρήσει ανά πάσα στιγμή σε επέκταση των χωρικών υδάτων της, υπάγοντας άμεσα μεγάλο μέρος του αμφισβητούμενου βυθού όχι απλά υπό ελληνικό έλεγχο (καθώς ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας αφορά συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα), αλλά υπό ελληνική κυριαρχία, αντίστοιχη με αυτή που ένα κράτος έχει στην χερσαία επικράτειά του και στα εσωτερικά του ύδατα (λίμνες και ποταμούς) [26].

ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΚΗΣ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ

Παρότι η Ελλάδα έχει λοιπόν «και το καρπούζι και το μαχαίρι» ως προς την διευθέτηση των ζητημάτων αυτών -ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό- η ελληνική πλευρά επέλεξε να συζητήσει την προοπτική επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας σε διμερές επίπεδο το 2002, στο πλαίσιο των λεγόμενων «διερευνητικών συνομιλιών» με την Τουρκία. Τον Νοέμβριο του 2003, οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά στην επίτευξη μιας συμφωνίας, η οποία -σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία- θα είχε τα εξής χαρακτηριστικά: Η ελληνική πλευρά θα προέβαινε αρχικά στην επέκταση της αιγιαλίτιδας των ηπειρωτικών ακτών (συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας) στα 12 ν. μίλια, και στην συνέχεια σε μια «περιορισμένη» ή «τμηματική επέκταση» της αιγιαλίτιδας των νησιωτικών ακτών μέχρι τα 8, τα 9 ή τα 10 ν. μίλια, χωρίς να είναι σαφές αν το πλάτος αυτό θα αφορούσε όλα τα νησιά (ή αν θα ήταν λιγότερο για τα πιο κοντινά στην Τουρκία) [27]. Ακολούθως, η Ελλάδα θα επέκτεινε ή θα περιόριζε τον εναέριο χώρο ώστε να ταυτίζεται με το πλάτος των χωρικών υδάτων, ενώ οι περιοχές που θα έμεναν εκτός των ελληνικών και τουρκικών χωρικών υδάτων θα ήταν αυτές για τις οποίες τα δύο κράτη θα προχωρούσαν σε έναν δεύτερο κύκλο συνομιλιών (με σκοπό την οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας), και σε περίπτωση μη συμφωνίας θα προσέφευγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε άλλο διαιτητικό όργανο.

Η Τουρκία φαίνεται ότι είχε συμφωνήσει κατ’ αρχήν σε αυτή την βάση, αλλά η συμφωνία δεν οριστικοποιήθηκε επειδή ο τότε πρωθυπουργός έκρινε ότι θα ήταν δύσκολο να ψηφιστεί από την Βουλή. Μια δεύτερη προσπάθεια στο ίδιο πνεύμα έγινε το 2010, αλλά υπήρξε επίσης άκαρπη.

Σε περίπτωση που η συμφωνία αυτή εφαρμοζόταν, θα προσέφερε «λύση» σε τουλάχιστον δύο από τις διαφορές που ταλανίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών εδώ και δεκαετίες (πλάτος αιγιαλίτιδας, πλάτος εναερίου χώρου), ενώ θα περιόριζε το διακύβευμα και θα διευκόλυνε την διευθέτηση μιας τρίτης διαφοράς (αυτής της υφαλοκρηπίδας). Από την άλλη, τόσο το γεγονός ότι έγινε τέτοια διαπραγμάτευση όσο και το αποτέλεσμά της είναι ιδιαίτερα προβληματικά για τουλάχιστον δύο λόγους.

Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι ότι η Ελλάδα φάνηκε διατεθειμένη να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία για να ασκήσει ένα δικαίωμα που το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι μπορεί να ασκήσει μονομερώς, όποτε επιλέξει. Η ενημέρωση και η παροχή διευκολύνσεων στα κράτη που ενδιαφέρονται και έχουν έννομο συμφέρον για την διενέργεια της διεθνούς ναυσιπλοΐας σε διεθνή στενά (όπως αυτά που σχηματίζονται στο Αιγαίο) είναι ένα ζήτημα, και η διμερής διαπραγμάτευση με στόχο την συναίνεση ή την συμφωνία της Τουρκίας για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι ένα άλλο.

Ο δεύτερος -και ίσως εξίσου σημαντικός- λόγος είναι ότι η ελληνική πλευρά φάνηκε διατεθειμένη να προχωρήσει σε διάκριση των εδαφών της επικράτειας σε ηπειρωτικά και νησιωτικά, αποδεχόμενη -σε αντίθεση με όσα προβλέπει το διεθνές εθιμικό και συμβατικό δίκαιο και όσα η Ελλάδα υποστηρίζει επίσημα εδώ και δεκαετίες- ότι τα νησιωτικά εδάφη μπορεί να έχουν μειωμένη επήρεια σε σχέση με τα ηπειρωτικά. Η διάκριση αυτή έγινε προφανώς με σκοπό να ικανοποιήσει την Τουρκία και να λειτουργήσει ως «αντάλλαγμα», αλλά τυχόν επικύρωση και εφαρμογή της θα δημιουργούσε ένα ιδιαίτερα αρνητικό προηγούμενο για την διευθέτηση των άλλων διμερών διαφορών -είτε σε διμερή βάση, είτε με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ή άλλο διαιτητικό όργανο. Με άλλα λόγια, πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο να αποδώσει πλήρη επήρεια στα νησιά του Αιγαίου -και δη στα πιο «απομονωμένα»- ως προς την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, όταν η ίδια θα είχε δεχτεί κάτι διαφορετικό ως προς τον εναέριο χώρο και την αιγιαλίτιδα;

ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΑΜΕΝΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ;

Συνεπεία των παραπάνω, φαίνεται ότι η διεθνής πρακτική και η διεθνής νομολογία δεν έχουν πείσει την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική βουλή να προχωρήσουν σε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας έως σήμερα. Η Άγκυρα είναι σίγουρα αντίθετη σε μια τέτοια κίνηση και το τουρκικό casus belli του 1995 παραμένει θεωρητικά σε ισχύ, αλλά από την στιγμή που η απειλή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις είναι -και οφείλει να αντιμετωπίζεται ως- παράνομη, η πολιτική της Ελλάδας δεν μπορεί να στηρίζεται στην αποδοχή των παράνομων πράξεων ή απειλών της άλλης πλευράς (όπως γίνεται και στην περίπτωση της Κύπρου). Αφού θεωρούμε ότι η νομική θέση της χώρας μας είναι ισχυρή -και είναι, γιατί με αυτήν συνάδει η διεθνής πρακτική και το διεθνές δίκαιο που έχει διαμορφωθεί μέσα από την συμπεριφορά και αναγνώριση της μεγάλης πλειονότητας των κρατών του πλανήτη- η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να προχωρήσει άμεσα στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα δείξει έμπρακτα ότι οι τουρκικές απειλές δεν έχουν θέση και ισχύ στις διμερείς μας σχέσεις και στην διεθνή πολιτική, ενώ θα απεγκλωβιστεί από την «θλιβερή μοναξιά» στην οποία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες και θα αξιοποιήσει τους πόρους και τις δυνατότητες όπως και όπου προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο [28].

 

- Χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια


Ως προς το πώς θα συμβεί αυτό, θεωρώ ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας από τα 6 στα 10 ν. μίλια (χωρίς περιορισμούς ή διαφοροποιήσεις οποιουδήποτε είδους), ώστε αυτή να έχει το ίδιο πλάτος με τον ελληνικό εναέριο χώρο. Η επέκταση αυτή θα «υπενθύμιζε» στην Τουρκία ότι η άσκηση του σχετικού δικαιώματος είναι θέμα αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Ελλάδας, ενώ η ταύτιση του πλάτους της αιγιαλίτιδας με το πλάτος του εναερίου χώρου θα εξάλειφε έμπρακτα την τουρκική αμφισβήτηση του τελευταίου.

Προφανώς, μια τέτοια επέκταση θα ανάγκαζε την τουρκική ηγεσία να ερμηνεύσει το casus belli και να αποφασίσει αν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδας για μια περιορισμένη επέκταση των χωρικών υδάτων της (κίνηση που εκτός απροόπτου θα αποθάρρυνε και θα καταδίκαζε σύσσωμη η διεθνής κοινότητα) ή να ανακαλέσει ή παραφράσει το casus belli, υποστηρίζοντας π.χ. ότι αναφερόταν μόνο στο ενδεχόμενο επέκτασης στα 12 ν. μίλια. Στην τελευταία περίπτωση, θα μπορούσε να προκύψει ένα ευνοϊκό κλίμα για συνομιλίες με αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, χωρίς αυτό να αποκλείει την προσφυγή των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο ή σε άλλο διαιτητικό όργανο. Υπό την έννοια αυτή, η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στα 10 ν. μίλια θα βελτίωνε σημαντικά την ελληνική διαπραγματευτική θέση, καθώς η διαπραγμάτευση θα ξεκινούσε με δεδομένο τα 10 ν. μίλια και όχι τα 6 που είναι σήμερα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα διατηρούσε το δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα και τον εναέριο χώρο της στα 12 ν. μίλια, προοπτική που θα ανάγκαζε την Άγκυρα είτε να διαπραγματευτεί σοβαρά, είτε να αναζητήσει άλλους τρόπους ανάσχεσης.

Αν η Τουρκία αποφασίσει να συνεργαστεί για την δίκαιη και αποτελεσματική διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων, το όφελος θα είναι σίγουρα σημαντικό -πολιτικά και οικονομικά- και για τις δύο πλευρές. Αν όχι, η Ελλάδα οφείλει να επαγρυπνά και να δείξει ότι έχει κι αυτή «κόκκινες γραμμές», ώστε η διάθεσή της να διατηρήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας να μην παρερμηνεύεται. Φυσικά, για να συμβεί αυτό η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να δεχτεί να καταστούν ξανά αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα κεκτημένα ή τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο δικαιώματά της.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

* Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 65 (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, Τεύχος Β΄, 2005, σελ. 111.
[2] C. van Bynkershoek, De Dominio Maris Dissertatio, 1744, μετάφραση R. V. Magoffin και J. B. Scott, Νέα Υόρκη, 1923.
[3] Ο νόμος αυτός ουσιαστικά απέβλεπε στην εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με την Σύμβαση των Παρισίων του 1919 για την ρύθμιση της εναερίου κυκλοφορίας. Χ. Δίπλα, «Η Ελληνική Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τα Στενά Διεθνούς Ναυσιπλοΐας» στο συλλογικό Το Δίκαιο της Θάλασσας και η Εφαρμογή του στην Ελλάδα, 2004, σελ. 18.
[4] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1931, ΦΕΚ 325, Τεύχος Α΄.
[5] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1936, ΦΕΚ 450, Τεύχος Α΄. Προφανώς στο πεδίο των εξαιρέσεων εμπίπτει το διάταγμα του 1931, το οποίο αναφέρεται σε συγκεκριμένο καθεστώς μιας ευρύτερης ζώνης (την αεροπορία και την αστυνόμευσή της).
[6] Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 13.
[7] Τα κείμενα αυτά ήταν η Σύμβαση για την Αιγιαλίτιδα και την Συνορεύουσα Ζώνη (τέθηκε σε ισχύ στις 10 Σεπτεμβρίου 1964), η Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα (τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιουνίου 1964), η Σύμβαση για την Ανοιχτή Θάλασσα (τέθηκε σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 1962) και η Σύμβαση για την Αλιεία και την Διατήρηση των Έμβιων Πόρων της Ανοιχτής Θάλασσας (τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαρτίου 1966).
[8] Συγκεκριμένα, μια ομάδα κρατών στην οποία ανήκαν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βραζιλία, η Κούβα και η Ουρουγουάη πρότειναν την υιοθέτηση μιας αιγιαλίτιδας ζώνης πλάτους 6 ν. μιλίων και μια ζώνη αλιείας πέραν αυτής που θα είχε πλάτος επίσης 6 ν. μίλια, όπου θα αναγνωρίζονταν για ένα διάστημα δικαιώματα τρίτων κρατών. Με την άποψη αυτή διαφωνούσαν κυρίως τα σοσιαλιστικά, ασιατικά και αφρικανικά κράτη, τα οποία διεκδικούσαν ενιαία αιγιαλίτιδα ζώνη πλάτους 12 ν. μιλίων. Χ. Δίπλα, «Η Ελληνική Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τα Στενά Διεθνούς Ναυσιπλοΐας», 2004, σελ. 15.
[9] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1973, ΦΕΚ 261, Τεύχος Α΄. Το νομοθέτημα αυτό ουσιαστικά κατακύρωνε την ρύθμιση της Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για την αιγιαλίτιδα ζώνη, παρότι η Ελλάδα δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν.
[10] Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική», σελ. 356.
[11] Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Τουρκίας, οι δύο δυνάμεις δεν ενθάρρυναν την διαμόρφωση ειδικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Η Μόσχα, ειδικότερα, δήλωσε επίσημα δια του πρέσβη της στην Αθήνα ότι δεν είχε αντίρρηση για την διεύρυνση της ελληνικής αιγιαλίτιδας, αρκεί η Ελλάδα να της εξασφάλιζε καθεστώς ελεύθερης διέλευσης (transit passage) στα στενά που θα σχηματίζονταν μεταξύ των νησιών. Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σελ. 339.
[12] Χ. Σαζανίδης, Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις στην πενταετία 1973-1978, 1979, σελ. 181.
[13] Στο ίδιο, σελ. 182.
[14] Υπέρ του τελικού κειμένου ψήφισαν 130 κράτη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), 4 κράτη ψήφισαν κατά (ΗΠΑ, Τουρκία, Βενεζουέλα και Ισραήλ) και 17 κράτη απείχαν.
[15] Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994, ένα χρόνο μετά την επικύρωση από την 60η χώρα (την Γουιάνα), σύμφωνα με το άρθρο 308 της Σύμβασης. Θ. Καρυώτης, Οι οικονομικές διαστάσεις του Δικαίου της Θάλασσας και η περίπτωση της Ελλάδας, 1996, σελ. 133.
[16] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, Τεύχος Β΄, 2005, σελ. 114.
[17] Τα κράτη αυτά είναι το Τόγκο (το οποίο διεκδικεί αιγιαλίτιδα πλάτους 30 ν. μιλίων), το Μπενίν και η Σομαλία (που διεκδικούν αιγιαλίτιδα πλάτους 200 ν. μιλίων από τις ακτές τους).
[18] Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σελ. 339.
[19] «Για την εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη της διατάξεως αυτής […] εκδίδονται Προεδρικά Διατάγματα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1995, ΦΕΚ 136, Τεύχος Α΄.
[20] Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 19.
[21] Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σελ. 348.
[22] Ş. Gürel, Tarihsel Boyutları İçinde Türk-Yunan İlişkileri, 1993, σελ.75.
[23] Ο οριακή αυτή αύξηση οφείλεται στο ότι ακριβώς απέναντι από τις μικρασιατικές ακτές εκτείνεται μια σειρά από ελληνικά νησιά, τα οποία περιορίζουν σημαντικά την δυνατότητα επέκτασης της τουρκικής αιγιαλίτιδας σε βάρος των διεθνών υδάτων.
[24] Στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνεται η κίνηση από και προς τα λιμάνια της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου, καθώς η «επικοινωνία» τους με τα διεθνή ύδατα γίνεται μέσω του Αιγαίου. Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην Τουρκική Εξωτερική Πολιτική», 2001, σελ. 363.
[25] Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι), Επίσημη Εφημερίδα, αριθ. L 179 της 23/06/1998, σ. 3-134.
[26] Σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 10 ή 12 ν. μίλια, η αμφισβήτηση ως προς την υφαλοκρηπίδα θα περιοριστεί ουσιαστικά στις περιοχές του βυθού γύρω από τα νησιά Λέσβο και Χίο, καθώς βόρεια και νότια αυτών τα ελληνικά νησιά είναι τόσο κοντά το ένα στο άλλο που δεν θα υπάρχουν διεθνή ύδατα κοντά σε τουρκική αιγιαλίτιδα.
[27] Οι αριθμοί αυτοί προέκυπταν ως εξής: τα 8 ν. μίλια είναι το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ των 6 ν. μιλίων της αιγιαλίτιδας και των 10 ν. μιλίων του εναερίου χώρου. Τα 9 ν. μίλια είναι το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ των 6 ν. μιλίων της σημερινής αιγιαλίτιδας και του μέγιστου πλάτους που μπορεί να αποφασίσει ένα παράκτιο κράτος (σύμφωνα με τη Σύμβαση) και τα 10 ν. μίλια είναι το πλάτος του εναερίου χώρου, ώστε να συμπίπτει με την αιγιαλίτιδα. Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 19.
[28] Ο όρος «θλιβερή μοναξιά» ανήκει στον καθηγητή Άγγελο Συρίγο και έχει την έννοια ότι η Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά το μόνο παράκτιο κράτος που δεν έχει προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών του υδάτων στα 12 ν. μίλια, καθώς τα άλλα τρία από τα 152 που δεν έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα (η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Ιορδανία και το Μαυροβούνιο) «μειονεκτούν» γεωγραφικά και η όποια επέκταση της αιγιαλίτιδάς τους δεν θα συνεπαγόταν σημαντική επέκταση της κυριαρχίας τους. Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 20.

Πηγές:

-Δίπλα Χαριτίνη, «Η Ελληνική Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τα Στενά Διεθνούς Ναυσιπλοΐας» στο Χ. Δίπλα, Χ. Ροζάκης (επιμ.), Το Δίκαιο της Θάλασσας και η Εφαρμογή του στην Ελλάδα, Ινστιτούτο Αιγαίου του Δικαίου της Θάλασσας και του Ναυτικού Δικαίου και Ι. Σιδέρης, 2004.
-Gürel Şükrü, Tarihsel Boyutları İçinde Türk-Yunan İlişkileri (Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα από τις ιστορικές τους διαστάσεις), Ümit Yayıncılık, Ankara, 1993.
-Καρυώτης Θεόδωρος, Οι οικονομικές διαστάσεις του Δικαίου της Θάλασσας και η περίπτωση της Ελλάδας, Ινστιτούτο Αιγαίου του Δικαίου της Θάλασσας και του Ναυτικού Δικαίου, Ρόδος, 1996.
-Kut Şule, «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική» στο συλλογικό Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του F. Sönmezoğlu (επιμ.), μετάφραση Χρήστου Τζιβιτζίογλου, Εκδόσεις Infoγνώμων, Αθήνα, 2001.
-Ροζάκης Χρήστος, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου και η ελληνοτουρκική κρίση» στο συλλογικό Οι Eλληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, β’ έκδοση, 1991, σελ. 269-492.
-Ρούκουνας Εμμανουήλ, Διεθνές Δίκαιο, Τεύχος Β΄, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
-Σαζανίδης Χρήστος, Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις στην πενταετία 1973-1978, Θεσσαλονίκη, 1979.
-Συρίγος Άγγελος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ειδική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, 2018.

*Ο Δρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΜΑΝΤΖΑΚΗΣ είναι τουρκολόγος, διεθνολόγος, ιστορικός.

(Αναδημοσίευση από το foreignaffairs.gr)