Η Τουρκία Απαιτεί Άδεια και Αναγνώριση ΑΟΖ για να Επιτρέψει Έρευνες για το Καλώδιο

Η Τουρκία Απαιτεί Άδεια και Αναγνώριση ΑΟΖ για να Επιτρέψει Έρευνες για το Καλώδιο
του Γιώργου Ατσαλάκη
Πεμ, 26 Σεπτεμβρίου 2024 - 17:39

Αρκετό δρόμο έχει μπροστά του, το σημαντικό, γεωπολιτικά, εγχείρημα Αθήνας και Λευκωσίας να διασυνδεθούν “ηλεκτρικά” μέσω του φιλόδοξου έργου του  Great Sea Interconnector (GSI), που δυνητικά θα συνενώσει, δυτικά, την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Κρήτης, με την Ελλάδα και την ΕΕ, αλλά και σε συνέχεια σε δεύτερη φάση, ανατολικά με το Ισραήλ

Άλλωστε εφόσον ολοκληρωθεί το έργο θα πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα καλώδια ηλεκτρικής διασύνδεσης διεθνώς, μια και θα απλώνεται σε 898 χλμ, για να συνδέσει την Κρήτη με την Κύπρο και σε άλλα 310 χλμ εφόσον ο GSI προχωρήσει για να συμπεριλάβει και το Ισραήλ (σύνολο 1208 χλμ). Προφανείς είναι και οι γεωπολιτικές πτυχές στο φόντο, βέβαια, και των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, καθώς θα αποτελέσει μια έστω και περιορισμένης ισχύος, αλλά ιδιαίτερα συμβολική “βαλβίδα” ενεργειακής ασφάλειας, αλλά κι ένα “αγωγό” μεταξύ των δυο χριστιανικών της περιοχής και βέβαια του εβραϊκού κράτους σε μια “μουσουλμανική” Ανατολική Μεσόγειο.

Αναμφισβήτητα, πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες, που αποσαφηνίστηκαν την εβδομάδα που πέρασε, μεγάλα ζητήματα έχουν να κάνουν με τις “αναμονές” που υπάρχουν, σε οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Εκεί είναι άλλωστε το σημείο, όπου θα κριθεί το έργο καθώς, η μεν Αθήνα, επί της ουσίας, ανέλαβε να διαχειριστεί τα γεωπολιτικά ρίσκα και τις Τουρκικές αντιδράσεις, ενώ η Λευκωσία έβαλε πιο “βαθιά το χέρι στην τσέπη” για ένα έργο, που έχει υψηλές οικονομικές απαιτήσεις αλλά και πολλές προκλήσεις βιωσιμότητας. 

Σκακιέρα για την ΑΟΖ

Συγκεκριμένα, σε γεωπολιτικό επίπεδο το μεγάλο “στοίχημα” έχει να κάνει με την Τουρκία αλλά και την “ευκαιρία” που αναζητεί να “ορίσει” στο πεδίο, de facto, το “κρίσιμο” τρίγωνο της δικής της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου θα καταφαίνεται η “μηδενική” επίδραση του Καστελλορίζου στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης και δυτικά της Κύπρου, πέρα ακόμη και από το έωλο νομικά  Τουρκολυβικό Σύμφωνο. Έτσι μπορεί με βάση όσα αναφέρουν αναλυτές, η Σύμβαση Δίκαιου της Θάλασσας (1982) να επιτρέπει την  πόντιση καλωδίου, καθώς άπτεται των δικαιωμάτων ελευθερίας της θάλασσας, και δεν εντάσσεται στις εκτός των χωρικών υδάτων διεκδικήσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ), ωστόσο οι έρευνες, που προηγούνται εμπίπτουν ακριβώς σε αυτή τη διαδικασία, η οποία για να γίνει, προϋποθέτει, με βάση, τουλάχιστον, όσα λέει η Αγκυρα, σχετικές αδειοδοτήσεις. Εξ  ού και η θορυβώδεις εμφανίσεις τουρκικών πλοίων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατά το στάδιο των ερευνών, νοτίως της Κάσου, το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τα μηνύματα που έστειλαν εν όψει των νέων ερευνών βυθού που απαιτούνται.

Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με το άρθρο 79 της σύμβασης, στην υφαλοκρηπίδα όπου το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας επί του βυθού και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δεν μπορεί να παρεμποδίζεται η τοποθέτηση καλωδίων και σωληναγωγών. Όπως αναφέρεται η τοποθέτηση διασφαλίζεται ως ελεύθερη χρήση υπό τους όρους της σύμβασης. Ωστόσο Ελλάδα και Λευκωσία θα κληθούν να αποδείξουν ότι μπορούν να υλοποιήσουν το όλο έργο αλλά και να δείξουν στην Άγκυρα ότι έχουν “τα κότσια” να εφαρμόσουν το προφανές, δηλαδή, το διεθνές δίκαιο σε περιοχές όμως, που δεν υπάρχουν ορισμένες οι ΑΟΖ αλλά και υφαλοκρηπίδα. Συνακόλουθα και η ΕΕ θα κληθεί να τοποθετηθεί ως “θεματοφύλακας” δικαίου αλλά και ως κατά νόμον και λόγον εγγυητής συμπεφωνημένων κεντρικών πολιτικών, που δεν είναι άλλες από την ενοποίηση των ενεργειακών αγορών των κρατών μελών της. Ειρήσθω εν παρόδω η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της ΕΕ… 

Όλα τούτα αναμένεται να αναφανούν με τον πιο καθαρό τρόπο και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, καθώς, με βάση πληροφορίες, η όλη συμφωνία για το έργο και κυρίως το πλαίσιο επιμερισμού του γεωπολιτικού ρίσκου θα περάσει μέσα από τη Βουλή. Σημειώνεται ότι με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά η ελληνική Κυβέρνηση έχει αποδεχθεί να επιμεριστεί κατά 50% στις δύο πλευρές το όποιο κόστος από ενδεχόμενη διακοπή ή μη λειτουργία της διασύνδεσης για λόγους, που δεν θα ευθύνεται ο φορέας υλοποίησης, δηλαδή πρακτικά, στην περίπτωση που υπάρξει επιθετική κίνηση από την Τουρκία. Κάτι που “κλείδωσε” την περασμένη Πέμπτη, με αποδοχή σχετικών αιτημάτων της Λευκωσίας, για αλλαγή της αρχικής αναλογίας 63%-37%. Μένει, βέβαια, να διασαφηνιστεί πότε και με ποια διαδικασία θα ενσωματωθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο η  σχετική απόφαση. Βέβαια, είναι προφανές, στη βάση και του πολιτικού κεκτημένου, μετά την εισβολή του 1974, και στο φόντο των φιλοδοξιών της Αθήνας για ενεργό ρόλο στα τεκταινόμενα στην Αν. Μεσόγειο, ότι είναι εκείνη που θα σηκώσει το “γεωπολιτικό βάρος” και δευτερευόντως η Κυπριακή Δημοκρατία. Άρα και εδώ η Αθήνα καλείται να αποδείξει με την ανάληψη του γεωπολιτικού ρίσκου, σε μεγάλο βαθμό, ότι πιστεύει το έργο και ότι είναι πρόθυμη να βγάλει τα “κάστανα από τη φωτιά” είτε με πολιτική ήπιας ισχύος και ενεργοποίησης νομικών δεσμεύσεων που απορρέουν από το Δίκαιο της Θαλασσας, είτε με κινήσεις σε διπλωματικό επίπεδο έναντι της Τουρκίας. 

Οικονομική πτυχή

Επίσης το επόμενο διάστημα και με αφορμή τη συνέχιση του διαλόγου και στη Βουλή, αλλά και στην Κύπρο, αναμένεται να αναδειχθεί και το κατά πόσο το όλο σχέδιο είναι οικονομικά βιώσιμο, καθώς έχουν ακουστεί πολλά.  Με βάση, πάντως, όσα έχει αναφέρει στο πρόσφατο παρελθόν ο κ. Σκυλακάκης, το καλώδιο Κρήτης-Κύπρου, Great Sea Interconnector,  κατά τη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, δεν αντιμετωπίζει κανένα θέμα οικονομικής σκοπιμότητας, από πλευράς ωφελειών που παρέχει, προπαντός στους Κυπρίους καταναλωτές.  Όπως εξήγησε, με βάση τα στοιχεία της μελέτης και του μοντέλου του ΑΔΜΗΕ και τα δημόσια διαθέσιμα στοιχεία για τη λειτουργία των δύο αγορών, οι διαφορές τιμών μεταξύ Ελλάδας Κύπρου είναι τόσο μεγάλες (ακριβότερη κατά 72 ευρώ η κυπριακή αγορά από την ελληνική το 2024), που σε όλα τα πιθανώς ρεαλιστικά σενάρια το καλώδιο έχει σημαντικά κέρδη από πλευράς Κυπρίων καταναλωτών.

Καταλύτης, πάντως, των εξελίξεων των τελευταίων ημερών ήταν η πολιτική δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του έργου το συντομότερο δυνατόν, και “αφού ολοκληρωθεί η μελέτη της δέουσας επιμέλειας και η σύσταση εταιρείας ειδικού σκοπού, για την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη προχωρημένες διαβουλεύσεις και με τρίτα κράτη”. Κάτι που επιβεβαίωσε την περασμένη Πέμπτη ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης κατά τη συνάντηση που είχε με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου.   

Στο μεταξύ, από απόγευμα της Πέμπτης καταβλήθηκε  μια έντονη προσπάθεια να καταγραφούν τα σχέδια των ρυθμιστικών πράξεων, ώστε, όπερ και εγένετο, εν συνεχεία η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, να δώσει το “πράσινο φως”. Όλα αυτά μετά τις αμοιβαίες υποχωρήσεις των δυο πλευρών και στο “παρά πέντε” της εκπνοής του σχετικού "τελεσιγράφου" της Nexans, που έχει αναλάβει να κατασκευάσει το καλώδιο, έργου, που απαιτεί, βέβαια σαφή δέσμευση και μεγάλα κεφάλαια. 

Να σημειωθεί ότι την Παρασκευή η ΡΑΕΚ ενέκρινε σε μαραθώνια συνεδρίαση τα όσα συμφωνήθηκαν στην Αθήνα και προέβλεπαν, την ανάκτηση 125 εκατ ευρώ από τον ΑΔΜΗΕ κατά τη φάση της κατασκευής και την παράταση της εγγυημένης απόδοσης του έργου, 8,3% (Premium WACC) από τα 12 στα 17 χρόνια.

Συγκεκριμένα η ρυθμιστική αρχή υιοθέτησε δύο αλλαγές: Την έναρξη ανάκτησης εξόδων από τον φορέα υλοποίησης από το 2025 μέχρι και το 2029, έναντι 25 εκατ. ευρώ τον χρόνο, τα οποία θα αποκόπτονται από τους καταναλωτές αλλά θα επιστρέφονται σε αυτούς με κρατική επιδότηση, που θα διατίθεται μέσω των λογαριασμών ηλεκτρισμού.

Επίσης, παρατάθηκε για 17 χρόνια η παραχώρηση προνομιακού ποσοστού απόδοσης κεφαλαίου (8.3%) στον φορέα υλοποίησης.

Πάντως άλλες αλλαγές που αφορούν τον διασυνοριακό επιμερισμό εξόδων (CBCA) θα γίνουν σε επόμενο στάδιο. Υπενθυμίζεται ότι ένα μέρος της εμπλοκής οφειλόταν σε  συνεχείς, Κυπριακές απαιτήσεις για αλλαγή της αναλογίας των δύο μερών που προβλέπει η διασυνοριακή κατανομή κόστους του έργου (Cross Border Cost Allocation), γνωστή ως CBCA. Το CBCA μέχρι τώρα προέβλεπε αναλογία 37% για την Ελλάδα και 63% για την Κύπρο ως άμεσα ωφελούμενη χώρα από το έργο. Μένει να αποσαφηνιστεί καθώς πλέον η Ελλάδα έχει ήδη αποδεχθεί προκειμένου να αμβλυνθούν οι ανησυχίες της Κύπρου για το γεωπολιτικό ρίσκο, να αναλάβει κατά 50% των δαπανών σε περίπτωση που το έργο σταματήσει για λόγους που δεν ελέγχονται από τον φορέα υλοποίησης.