Οι πόλεμοι του είδους αυτού δεν μπορούν εύκολα να τελειώσουν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι στατικοί, ότι δεν παράγουν μια δυναμική, η οποία μπορεί να κλιμακώσει την τρέχουσα σύγκρουση ή ακόμα και να δημιουργήσει νέες εστίες αντιπαράθεσης. Ο πόλεμος δηλαδή μπορεί να μεταφερθεί αλλού, να συνεχιστεί αλλού ή και να δώσει νέους πολέμους κοντά ή μακριά στη φλεγόμενη ενεργή εστία. Εξυπακούεται ότι όσο μεγαλώνει η διάρκεια της κεντρικής αναμέτρησης, όσο μεταβάλλονται τα χαρακτηριστικά της και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται, όσο πληθαίνουν τα αδιέξοδα, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος μετάστασης.
Η Ουκρανία είναι το κεντρικό πεδίο μάχης της τρέχουσας αναμέτρησης. Σε αυτό το πεδίο οι τύχες του πολέμου χαμογελούν, εδώ και πολλούς μήνες, στην πλευρά της Ρωσίας. Μετά από χίλιες ημέρες πολέμου η τελευταία πλησιάζει τους βασικούς στόχους της: Τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο των επαρχιών που έχει ήδη προσαρτήσει στο ρωσικό έδαφος και την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, μέσα από την καταστροφή του ουκρανικού στρατού. Αυτή τη στιγμή ο ρωσικός στρατός ελέγχει το 99,07% του εδάφους του Λουχάνσκ, το 66,41% του Ντονέτσκ, το 72,90% της Ζαπορίζιε, το 72,11% της Χερσώνας, το 3,29% του Χαρκόβου και το 0,56% του Μικολάεφ. Η Κριμαία ανήκει στην Ρωσία εδώ και καιρό σε ποσοστό 100%. Πρόκειται για την μία πλευρά του λόφου.
Η άλλη πλευρά είναι πολύπλοκη και, σε μεγάλο βαθμό, δυσδιάκριτη. Ο σχεδόν τριετής πόλεμος είχε έντονες πολιτικές επιπτώσεις στο μετασοβιετικό πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας: Το άλλαξε, χωρίς η κατεύθυνση των αλλαγών να τείνει ξεκάθαρα προς την μία ή την άλλη πλευρά. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας. Η τελευταία είχε προπολεμικά υποφέρει, καθότι η ισχύς των βαρόνων του κεφαλαίου όχι μόνο είχε εντυπωσιακή οικονομική επιφάνεια –συναγωνιζόμενη τις οικονομικές δυνατότητες του Κράτους– αλλά και είχε διεισδύσει σε τυπικά κρατικές αρμοδιότητες.
Οι ιδιωτικοί στρατοί και οι συνακόλουθες εταιρείες –όπως η Βάγκνερ– ήταν το πιο εμφανές παράδειγμα. Ο πόλεμος περιόρισε ή και κατέστρεψε αυτούς τους επικίνδυνους για την κεντρική εξουσία σχηματισμούς. Ταυτόχρονα, όμως, ο ίδιος ο πόλεμος έπληξε τον επαγγελματικό πυρήνα του στρατεύματος, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κενό στην εργαλειοθήκη της κεντρικής εξουσίας. Παραμένει ανοικτό το ερώτημα του ποιος και με ποιον τρόπο θα γεμίσει αυτό το κενό.
Η δυτική αντεπίθεση στην Συρία
Η φθορά και η συρρίκνωση των δυνατοτήτων του στρατιωτικού σκέλους του ρωσικού καθεστώτος περιόρισε εξάλλου την ευρύτερη παρουσία της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης. Το κόστος των επιτυχιών στην Ουκρανία άνοιξε τον δρόμο για την μεγάλη αντεπίθεση του Δυτικού συνασπισμού στη Μέση Ανατολή και πιο ειδικά στη Συρία. Η τελευταία απειλεί να εξοβελίσει την ρωσική παρουσία από τη Συρία και –πολύ πιο σοβαρή εξέλιξη αυτή– από την Μεσόγειο. Εάν αυτό συμβεί, θα πρόκειται για την πιο σοβαρό πλήγμα στην ρωσική ισχύ στην μετασοβιετική περίοδο. Οπωσδήποτε η κατάκτηση 700 περίπου τετρ. χλμ στην ισοπεδωμένη Ουκρανία (Νοέμβριος του 2024) δεν μπορεί να ισοσκελίσει σε σημασία το τέλος της ρωσικής παρουσίας στη Συρία και τη Μεσόγειο.
Ας μου συγχωρήσετε σε αυτό το σημείο μια παρέμβαση πάνω σε ζήτημα που αφορά άμεσα την δική μας χώρα και την Κύπρο. Η αιχμή του δόρατος της Δυτικής αντεπίθεσης στη Συρία είναι η Τουρκία. Το γεγονός εκτοξεύει το κύρος, ακόμα περισσότερο τη χρησιμότητα, της Άγκυρας στο ευρύτερο πλαίσιο του Δυτικού συνασπισμού. Επικυρώνει δε την ανάδειξη της χώρας σε καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Μένει να δούμε εάν το κενό που θα αφήσει πίσω της η τυχόν αποχώρηση των Ρώσων από την περιοχή θα καλυφθεί, όπως είναι και το πιθανότερο, από την Τουρκία.
Σε μια τέτοια περίπτωση η Άγκυρα θα αναδειχθεί σε κυρίαρχο στην Ανατολική Μεσόγειο και στη συριακή ενδοχώρα. Η επιρροή του Ιράν θα περιοριστεί στα ανατολικά, σε ασφυκτικό ίσως βαθμό, ενώ το Ισραήλ θα υποχρεωθεί να συνδιαλλαγεί με το νέο, μοναδικό ισχυρό της γειτονιάς του. Η σημασία αυτών των πιθανών εξελίξεων για την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα είναι προφανής. Και είναι λυπηρό, ως και εγκληματικό το γεγονός ότι και η Αθήνα και η Λευκωσία συνέδραμαν τα μέγιστα σε αυτές τις εξελίξεις.
Γεωργία και Ρουμανία
Με την εξέλιξη των γεγονότων να είναι ανοικτή, είναι ίσως πρόωρο να μιλήσουμε για αντεπίθεση της Δύσης. Παράπλευρα στοιχεία, όμως, δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ας ανθολογήσουμε μερικά από αυτά. Στην Γεωργία η εκλογή ενός μη επιθυμητού πρωθυπουργού –οπαδού της προσέγγισης με τη Ρωσία– δρομολόγησε εκρηκτικές καταστάσεις. Στην κορυφή της εξουσίας πρώτα όπου η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Γαλλίδα υπήκοος και πρώην πρέσβειρα της Γαλλίας στη χώρα, απέρριψε το αποτέλεσμα των εκλογών και αρνείται να παραδώσει, βάσει συνταγματικής υποχρέωσης, την εξουσία.
Στους δρόμους εμφανίστηκαν οι γνωστοί από το ουκρανικό προηγούμενο πάνοπλοι διαδηλωτές – πάνοπλοι με όπλα ειδικά φτιαγμένα για την περίσταση, εκτοξευτές φονικών φωτοβολίδων. Στις δε Δυτικές πρωτεύουσες ξεκίνησαν οι γνωστές αιτιάσεις περί ρωσικής ανάμιξης –υβριδικής– και αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Οι ομοιότητες με το Μαϊντάν του Κιέβου είναι εντυπωσιακές. Να σημειώσουμε ότι το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές πήρε 53% των ψήφων και η αντιπολίτευση 37%!
Στη Ρουμανία το προβάδισμα του εξηντάχρονου υποψηφίου, Καλίν Γκεοργκέσκου, στις προεδρικές εκλογές προκάλεσε την ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας με επιχείρημα ότι οι εκλογές επηρεάστηκαν από αναρτήσεις στο Χ και στο Telegram, αναρτήσεις που καθοδηγούσε η Ρωσία! Η αμαρτία του Γκεοργκέσκου ήταν η κριτική του στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ και την προοπτική εμπλοκής της χώρας του στον πόλεμο της Ουκρανίας. Αυτά ήταν αρκετά για να χαρακτηριστεί “λαϊκιστής” και οπαδός της “σκληρής Δεξιάς” στις δυτικές πρωτεύουσες, οι οποίες και ενθάρρυναν την με κάθε τρόπο απαγόρευση της ανόδου του στην εξουσία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον πρώτο γύρο των εκλογών ο υποψήφιος είχε πάρει το 23% των ψήφων, ερχόμενος πρώτος στις προτιμήσεις των Ρουμάνων, και θα ήταν ο ένας εκ των δύο υποψηφίων στον δεύτερο γύρο στις 9 Δεκεμβρίου. Ο δεύτερος γύρος δεν θα γίνει ποτέ – τουλάχιστον όχι μέχρι να ευθυγραμμιστούν υποψήφιοι και ψηφοφόροι με τις επιταγές της Δύσης.
Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται!
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ανάλογες παρεμβάσεις του δυτικού παράγοντα ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ σε κάθε χώρα και κυβέρνηση, ακόμα και σε εκείνες των πιο ισχυρών συμμάχων. Ας μην πάμε όμως μακριά: Η “δεσποτική” επίσκεψη του κ. Πάϊατ στην Αθήνα πριν λίγες εβδομάδες όπου υπαγόρευσε τις βουλές της κυβέρνησής του όχι στους αρμόδιους υπουργούς ή τον πρωθυπουργό, αλλά στους ολιγάρχες του χρήματος και των καπιταλιστικών ομίλων ήταν ενδεικτική. Η Δύση επιτίθεται και οι πάντες οφείλουν να στοιχηθούν πίσω από αυτήν.
Τα γεγονότα αυτά είναι ψηφίδες του ίδιου σκηνικού: Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Δύσης πρέπει να αξιοποιηθεί πριν είναι αργά. Σε ένα εφιαλτικό δημοσίευμα εντύπου που εκφράζει το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ, διατυπώθηκε η θέση ότι, με την παρούσα κατάσταση, στα 2050 περίπου, το Πολεμικό Ναυτικό της Κίνας θα μπορεί να προβάλει την ισχύ του 10.000 ναυτικά μίλια μακριά από τις ακτές της Κίνας, ως την διώρυγα του Παναμά ή την Κούβα. Το άρθρο ήταν σάλπισμα πολέμου: Το Ναυτικό των ΗΠΑ, οι ΗΠΑ, δεν θα αφήσουν ποτέ να συμβεί αυτό!
Ας προσθέσουμε κάτι τελευταίο. Η βιτρίνα του επερχόμενου πολέμου είναι η Γάζα. Δεν έχει καμία σχέση με αυτό που υπήρξε η “βιτρίνα” των επερχόμενων στα 1937 – τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα. Εδώ πρόκειται για την προκλητική επίδειξη ενός ολοπαγούς εγκλήματος που αποσκοπεί στην ολοκληρωτική εξαφάνιση λαών, κοινωνιών. Τα εκεί συμβαίνοντα δημιουργούν μια νομολογία, μία νέα κατηγορία “Δικαίου”. Η μαζική εξόντωση ανθρώπων, η πολύμορφη αποσάθρωση των κοινωνιών τους επιτρέπεται, είναι στοιχείο του νέου πολέμου. Βρισκόμαστε πολύ πίσω από τις Συμβάσεις της Χάγης του 1899 ή του 1907. Δεν είναι ο καλύτερος οιωνός για τους λαούς του κόσμου.
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης διδάσκει από το 1985 σύγχρονη ιστορία. Αρχικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1985-2004) και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου, από το 2004, υπηρετεί ως Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Ανάμεσα στις δημοσιεύσεις του είναι οι: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» (Αθήνα, 2000-2001), «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος της Αλβανίας και η πρώτη περίοδος της Κατοχής» (Αθήνα, 2009), «Πλημμυρίδα και Άμπωτη. Από τον αποικισμό στη ναζιστική Ευρώπη» (Αθήνα, 2011), «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες: η καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας» (Αθήνα, 2007) κ.ά. Σήμερα είναι διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Πολιτική Ιστορία, Πόλεμος και Στρατηγικές Σπουδές» στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
(από slpress.gr)