Ἐκπαιδευτικός, καθηγητής φιλόλογος, ἐνέπνευσε ἑκατοντάδες μαθητῶν, στούς ὁποίους προσπάθησε νά ἐνσταλάξει τήν ἀγάπη πρός τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τά γράμματα. Ὑπηρέτησε ἐπίσης τό Θέατρο μέ συνέπεια καί ἀγάπη.
Μετέφρασε ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὑπῆρξε ἐπί σειράν ἐτῶν ἐκ τῶν κορυφαίων κριτικῶν θεάτρου, ἀλλά ὑπῆρξε καί σημαντικός ποιητής, μέ τούς στίχους του νά μελοποιοῦνται ἀπό σπουδαίους Ἕλληνες δημιουργούς.
Ἡ δική μας γενιά, ἡ γενιά τοῦ ’70, ὡρίμασε μέσα ἀπό τά τραγούδια τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου, σέ ποίηση τοῦ Κ.Χ. Μύρη (ἦταν τό ψευδώνυμο τοῦ Γεωργουσόπουλου), τά ὁποῖα ἀπέδωσε μέ τήν μοναδική δωρικότητά του ὁ Νῖκος Ξυλούρης. Ἦταν ἐποχές δύσκολες γιά τήν νεολαία πού «ἔβραζε τό αἷμά της», ἐποχές πού περάσαμε στίς μπουάτ τῆς Πλάκας, ἰδιαίτερα δέ στήν «Λήδρα», ἀκούγοντας τά τραγούδια, τά ὁποῖα χαρακτήρισαν ἕνα ἀπό τά πολύ καλά φεγγάρια τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς.
Ὁ Γεωργουσόπουλος, τόν ὁποῖο εἶχα τήν τύχη νά γνωρίσω ἐκ τοῦ σύνεγγυς χάρις στόν φίλτατό μου Γιάννη Μαρκόπουλο, «ἦταν σπουδαῖος ἀκόμη καί στά λάθη του», ὅπως ἔγραψε ὁ Μᾶνος Στεφανίδης.
Γυιός καθηγητοῦ, γεννημένος στήν Λαμία, δίδαξε σέ δημόσια καί ἰδιωτικά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα. Ἡ ἀδελφή μου τόν εἶχε καθηγητή στήν Ράλλειο, τό 1960. Μιλοῦσε γιά ἐκεῖνον μέ θαυμασμό. Τό ἴδιο καί οἱ φίλες της, πού εἶχαν τίς ἄριστες τῶν ἐντυπώσεων. Ἦταν –καί παρέμεινε ὥς τό τέλος– δάσκαλος. Τοῦ ἄρεσε πολύ αὐτή ἡ προσφώνηση, ἀλλά καί τό δασκαλίκι. Καί στίς συντροφιές, ὅταν μιλοῦσε, ἔπαιρνε ἐκεῖνο τό διδασκαλικόν ὕφος. Ὄχι ἀδίκως, νομίζω, ἀφοῦ πάντα εἶχε κάτι νά μεταδώσει, κάτι νά παραδώσει σέ ἐκείνους πού τόν ἄκουγαν.
Δέν δίσταζε νά προκαλέσει μέ τήν ἄποψή του. Θυμᾶμαι πόσο ξεσηκώθηκαν οἱ «κουλτουριάρηδες», ὅταν ἔγραψε καλά λόγια γιά τόν κωμικό Σεφερλῆ, ὁ ὁποῖος γεμίζει μέν κάθε καλοκαίρι καί χειμῶνα τά θέατρα στά ὁποῖα ἐμφανίζεται, ἀλλά θεωρεῖται «μπανάλ». Σέ μία ἀπό τίς συναντήσεις μας, τόν εἶχα ρωτήσει γι’ αὐτήν του τήν κριτική πρός τόν συγκεκριμένο «λαϊκό» ἠθοποιό. Μοῦ εἶχε ἀπαντήσει σέ ποδοσφαιρική διάλεκτο, λέγοντας ὅτι «ὁ κύριος αὐτός τήν ἱδρώνει τήν φανέλλα»…
«Εἶχα τή μεγάλη εὔνοια τῆς ἐποχῆς μου νά ἀπολαύσω ἀπό νεαρῆς ἡλικίας μεγάλους ἠθοποιούς σέ μεγάλους ρόλους. Ὁ θαυμασμός μου μέ ὁδήγησε στή μελέτη τῶν κωδίκων τους καί στήν ἀποκρυπτογράφησή τους. Μαθήτευσα, καί ἡ κωδικοποίηση τῶν τρόπων τους μέ βοήθησε νά σχηματίσω τήν ἀξιολογική κριτική μου κλίμακα. Ἡ κριτική, ὅποια κριτική, δέν ἀντλεῖ τά κριτήριά της ἀπό τό Ἀπόλυτο. Τά δανείζεται ἀπό τό ἔργο ἰδιοφυῶν συνανθρώπων μας: ἀπό τόν Πλάτωνα, τόν Σαίξπηρ, τόν Ἐλ. Βενιζέλο, τόν Ἀϊνστάιν καί βέβαια τήν Παξινοῦ, τόν Μινωτῆ, τόν Κοῦν, τόν Ροντήρη, τήν Ἀρώνη, τόν Βέγγο. Αὐτούς λάτρεψα καί σ’ αὐτούς αὐτό τό ἀφιέρωμα καίει τό θυμίαμά τους» εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά.
Οἱ ἐπιφυλλίδες του, ἀπολαυστικές. Ἡ κριτική του, πάντοτε στόν στόχο, χωρίς νά χαρίζεται. Ἡ ἐκδημία τοῦ Κώστα Γεωργουσόπουλου μᾶς κάνει νά ἀμφιβάλλουμε σοβαρά γιά τό ἄν ἰσχύει τό «οὐδείς ἀναντικατάστατος»…
(ἀπό τήν ἐφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)